“Η λέξη ελπίδα για τους πιστούς είναι ένα πρόσωπο, Πανάγιο και Παναμώμητο· είναι μία κόρη αγνή, μητέρα και παρθένος· είναι η κυρία Θεοτόκος, η Δέσποινα του κόσμου” αναφέρει μεταξύ άλλων στην ποιμαντορική του εγκύκλιο για την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ.
Ακολουθεί ολόκληρη η εγκύκλιος:
Τέκνα μου εν Κυρίω αγαπητά και περιπόθητα,
«Δέσποινα του κόσμου, ελπίς και προστασία των πιστών…»
Η λέξη ελπίδα, για τους πιστούς, δεν αποτελεί μία έννοια αόριστη και αφηρημένη· δεν νοείται ψυχολογικά ή συναισθηματικά· δεν πλάθει μυθεύματα, και δεν μοιράζει εύκολες υποσχέσεις.
Η λέξη ελπίδα για τους πιστούς είναι ένα πρόσωπο, Πανάγιο και Παναμώμητο· είναι μία κόρη αγνή, μητέρα και παρθένος· είναι η κυρία Θεοτόκος, η Δέσποινα του κόσμου.
Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που κάποιοι εξήγγειλαν στο τόπο μας, πως «η ελπίδα έρχεται». Μα τούτη η ελπίδα που ήρθε, δεν είχε τα χαρακτηριστικά της ελπίδας που οι Έλληνες γνώριζαν καλά. Ήταν μία άλλη ελπίδα που γεννιόταν σε ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό πλαίσιο, το οποίο ποτέ δεν θέλησε να κρύψει την μεταχριστιανική του ταυτότητα.
Δώσανε μία μάχη, οι άνθρωποι που έφεραν την «ελπίδα». Υποστήριξαν ότι η μάχη αυτή ήταν για την αξιοπρέπεια και για το δίκαιο. Μα τούτος ο αγώνας δεν εμοίαζε με αυτούς που ξέραμε εδώ και χιλιάδες χρόνια σε τούτο τον τόπο. Ο ποιητής διορατικά εξηγούσε το γιατί, πολλούς χρόνους πριν:
«Γιά μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος
για την πίστη του Χριστού και για την ψυχή του ανθρώπου
καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού,
που είχε στα μάτια ψηφιδωτόν τον καημό της Ρωμιοσύνης,
εκείνου του πελάγου τον καημό
σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης».
Γιώργος Σεφέρης
Οι μάχες των Ελλήνων μέχρι σήμερα ήταν για την πίστη του Χριστού. Μη πιστέψετε πως πίσω από τα λόγια τούτα κρύβεται κάποιος θρησκευτικός φονταμενταλισμός. Η μάχη για την πίστη ήταν για τους Έλληνες πάντα αγώνισμα εσωτερικό, δηλαδή πνευματικό, αλλά παράλληλα και κοινωνικό.
Οι προπάτορές μας στους χρόνους πριν από τον ερχομό του Χριστού, αναζητούσαν να δώσουν απαντήσεις για το Θεό και τον κόσμο, για τον άνθρωπο και τη κοινωνία. Προσπάθησαν να συγκροτήσουν κοινωνίες πάνω σε αξίες. Κοινότητες που θα στηρίζονταν στη δικαιοσύνη και όχι μοναχά στην ανάγκη, στην αλήθεια και όχι μόνο στην οικονομία.
Ο αγώνας τους αυτός αποτυπώθηκε στη φιλοσοφία και τις τέχνες. Ο Όμηρος, ο Ηράκλειτος, ο Φειδίας, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και τόσοι άλλοι από τους προπάτορές μας, δεν σταμάτησαν να αναζητούν την αλήθεια, με ένα τρόπο πανανθρώπινο και οικουμενικό. Οι δικές τους αγωνίες, οι δικές τους σκέψεις, τα δικά τους αδιέξοδα ήταν εκείνα που οδήγησαν τους Έλληνες στο πρόσωπο του Χριστού.
Όταν οι Έλληνες άκουσαν το κήρυγμα του Ευαγγελίου αναγνώρισαν αυτό που έψαχναν, την αλήθεια σαρκωμένη σε ένα πρόσωπο, σε αυτό του θεανθρώπου Χριστού. Την αλήθεια υπερασπίστηκαν από τότε οι Έλληνες με κάθε τρόπο, ακόμα και με την ίδια τους τη ζωή, απέναντι σε οτιδήποτε και σε οποιονδήποτε προσπαθούσε να επιβάλλει το ψέμα, είτε με την πειθώ, είτε με την ισχύ.
Οι μάχες των Ελλήνων μέχρι σήμερα ήταν για την ψυχή του ανθρώπου. Το μυστήριο του ανθρώπου απασχόλησε τους Έλληνες όσο κανέναν άλλο λαό. Η φύση του ανθρώπου, τα χαρακτηριστικά του, οι επιθυμίες του, τα συναισθήματά του, οι ενέργειές του, οι αρετές και τα πάθη του έγιναν αντικείμενα μελέτης και σπουδής. Μα και το κακό, η αδικία, ο πόνος, η ασθένεια και ο θάνατος έπρεπε να εξηγηθούν και να υπερβαθούν.
Οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες προχωρώντας το φιλοσοφικό στοχασμό των Ελλήνων, διέκριναν στον άνθρωπο θεία χαρακτηριστικά. Ερμήνευσαν την Αγία Γραφή, παραδίδοντάς μας μια ανυπέρβλητη ανθρωπολογία: ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Η διδασκαλία των Πατέρων ανυψώνει τον άνθρωπο από τον κτηνώδη βίο, στον θεοειδή. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να οριστεί μόνο με τη σάρκα, γιατί είναι παράλληλα και πνεύμα· δεν μπορεί να περιγραφεί μόνο με το σώμα, γιατί είναι και ψυχή· δεν μπορεί να αποσκοπεί μόνο στην επιβίωση, γιατί είναι πλασμένος για την ομοίωση με το Θεό. Στο πλαίσιο αυτό οι μάχες των Ελλήνων από τότε είναι για την ψυχή του ανθρώπου, για την υπέρτατη ανύψωσή του, ώστε να καταστεί κατά χάριν Θεός.
Σε τούτες τις μάχες των Πατέρων μας η Παναγία μας, η ταπεινή αυτή κόρη, προβάλει ως Υπέρμαχος Στρατηγός. Κρατά στα γόνατά της τον καημό μας, τον κάθε καημό μας, και τον μεταμορφώνει με το ζύγιασμα της καλοσύνης, όχι σε στείρα διεκδίκηση, όχι σε φτηνό σύνθημα, αλλά σε τεχνούργημα ψηφιδωτό, έργο σύνθεσης και αρμονίας, έργο απαντοχής και ελπίδας, πως μέσα από τις δοκιμασίες και τα παθήματά μας οικονομείται κάτι σπουδαίο και όμορφο για εμάς. Γι’ αυτό είναι η εγγυήτρια των δικών μας αγώνων, για τη ψυχή και για την κοινωνία. Η προσκύνηση σήμερα κατά την είσοδό μας στο Ναό της πάνσεπτης εικόνας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου μαρτυρεί με κάθε τρόπο αυτόν τον εγγυητικό ρόλο της Παναγίας μας.
Στην εικόνα της Κοιμήσεως διακρίνουμε την ψυχή της Μαριάμ στην αγκάλη του Υιού και Θεού της, του Ιησού Χριστού. Η ψυχή εικονίζεται ως ένα σπαργανωμένο βρέφος, το οποίο μόλις έχει γεννηθεί στη ζωή την αληθινή.
Η διδασκαλία της Εκκλησίας μας για τη σωτηρία του ανθρώπου, για τη νίκη και την κατάργηση του θανάτου, επιβεβαιώνεται στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Η πίστη για την αθανασία της ψυχής και για την προοπτική της αναστάσεως του ανθρώπου γίνεται γεγονός τετελεσμένο στο πρόσωπο της Παναγία μας με την μετάστασή της. Η Εκκλησία δεν παρηγορεί τον άνθρωπο με μυθεύματα και ανεδαφικές υποσχέσεις. Υπάρχει στο λόγο Της ένας σαρκωμένος ρεαλισμός.
Γι’ αυτό οι Έλληνες δίδουμε τη μάχη για τη ψυχή και ελπίζουμε στη νίκη, γιατί η Παναγία έχει ήδη κερδίσει και στεφανωθεί στον αγώνα αυτό.
Η εικόνα όμως η σημερινή μαρτυρεί και για κάτι ακόμα, που αφορά τον κοινωνικό μας βίο. Σε αυτήν την παράσταση διακρίνουμε τους αγίους Αποστόλους, συναντούμε εκκλησιαστικούς Πατέρες, συντασσόμαστε με τις αγγελικές δυνάμεις, σε μια σύναξη πληρότητας και ενότητας. Άνθρωποι από όλη την οικουμένη, πρόσωπα από διάφορες εποχές, μορφές του ουρανού και της γης συγκροτούν αυτόν τον εξόδιο χορό. Ας παρατηρήσουμε όμως πως η ενότητα αυτή δεν είναι τυχαία. Υπάρχει ένα κέντρο. Πυρήνας αυτής της ενότητας δεν είναι άλλος από το «ιερό». Είναι το πρόσωπο του Χριστού μπροστά στο σκήνωμα της Θεοτόκου. Είναι ο Θεός που συναντά τον άνθρωπο καλώντας τον σε μια άλλη βιωτή.
Γι’ αυτό οι Έλληνες δίδουμε τη μάχη για την κοινωνία και ελπίζουμε στη νίκη, γιατί η Παναγία συγκροτεί την ενότητα του γένους μας, όχι φυλετικά ή εθνικιστικά, αλλά οντολογικά και θεολογικά.
Όμως σήμερα τούτες οι πνευματικές μάχες οι οποίες για αιώνες δίδονταν στο τόπο μας, λοιδορούνται και απαξιώνονται. Η πίστη στο Χριστό κι η σωτηρία της ψυχής θεωρούνται πράγματα παρωχημένα. Η ενότητα γύρω από το ιερό πολεμείται. Στη θέση της ιερότητας, προβάλουν ιδεολογήματα για να καταστούν αυτά κέντρα του κοινού μας βίου και των «ριζοσπαστικών» μας αγώνων. Έτσι σήμερα καλούμαστε να παλέψουμε για το ψωμί μας, για τα δικαιώματά μας, για την ιδεολογία μας. Ο πόλεμος δεν είναι για την αλήθεια, είναι για την ανάγκη, γι’ αυτό το πεδίο των διαπραγματεύσεων είναι μόνο το οικονομικό. Ποιά διαπραγμάτευση γίνεται και ποιός διάλογος είναι επιτρεπτός στον μετανεωτερικό δυτικό κόσμο, για ζητήματα που αφορούν τον σεβασμό της ανθρώπινης φύσεως και αξιοπρέπειας;
Ποιός από τους σύγχρονους αγωνιστές για παράδειγμα ζήτησε να συζητηθεί με τους ευρωπαικούς θεσμούς η θεσμοθέτηση του συμφώνου συμβιώσεως των ομοφυλοφίλων στη χώρα μας; Ας μη βιαστούν οι διάφοροι επικριτές μας. Δεν θέτουμε το θέμα ηθικολογικά, αλλά οντολογικά. Δεν έχουμε πρόθεση να προσβάλουμε ανθρώπους που ταλαιπωρούνται από τις αδυναμίες τους. Δεν μπορούμε όμως να αποσιωπήσουμε ότι είναι ψέμα, το ότι μπορούμε να συγκροτήσουμε τον συλλογικό μας βίο ως κοινωνία, πάνω στα πάθη και τις αμαρτίες μας. Η θεσμοθέτηση της ανατροπής της ανθρώπινης οντολογίας και των στρεβλώσεων που διαστρέφουν την ανθρώπινη φύσι αποτελεί την αποδοχή μιάς κίβδηλης ανθρωπολογίας, η οποία οδηγεί σε δουλεία φοβερότερη και επαχθέστερη από αυτή που επιδιώκουν να επιβάλουν οι δανειστές μας.
Ας το κατανοήσουμε όλοι: δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια και αλήθεια χωρίς Χριστό δεν μπορούν να υπάρξουν. Απλά δεν μπορούν να υπάρξουν. Ας θυμηθούμε την μαρτυρία του Ρώσου διανοουμένου και λογοτέχνη, του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ, ο οποίος πριν από 150 περίπου χρόνια απευθυνόμενος στους ομοεθνείς του, όταν εκείνοι διαλέγονταν με αθειστικά ιδεολογήματα έλεγε: «Πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο όμορφο, πιο βαθύ, πιο συμπαθητικό, πιο λογικό, πιο ζωντανό και τέλειο από τον Χριστό. Καί λέω στον εαυτό μου, με ζηλόφθονη αγάπη, όχι μόνο ότι δεν υπάρχει τίποτε, αλλ’ ότι δεν μπορεί να υπάρχει.
Επί πλέον, αν κάποιος μου απεδείκνυε ότι ο Χριστός δεν ταυτίζεται με την αλήθεια κι ότι, στην πραγματικότητα, η αλήθεια είναι εκτός Χριστού, θα προτιμούσα τότε να παραμείνω με τον Χριστό, παρά να πάω με την αλήθεια…».
Σήμερα, κατά την ημέρα τούτη τη σπουδαία και λαμπρή, κατά την οποία η Εκκλησία εορτάζει την Κοίμηση και την εις ουρανούς Μετάσταση της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, δεν επιδιώκουμε ούτε να καταγγείλουμε, ούτε να καταδικάσουμε τους άρχοντές μας. Σας διαβεβαιώνουμε πως τους τιμούμε, τους αγαπούμε και πως προσευχόμαστε συνεχώς γι’ αυτούς, από όπου και αν προέρχονται, γιατί έτσι έχουμε παραλάβει από τους Αγίους Πατέρες.
Παρακαλούμε και ευχόμαστε με όλη μας την ψυχή, τα πρόσωπα που μας κυβερνούν να γίνουν δεκτικοί του Θείου φωτισμού και της Θεομητορικής παρηγορίας, για να καταστούν άξιοι και ικανοί στην διακονία του λαού μας. Μα και σε όλους ευχόμαστε πατρικώς η Παναγία να φωτίζει και να σκέπει τόσο τον καθένα ξεχωριστά όσο και τη δοκιμαζόμενη πατρίδα μας.
«Την πάσαν ελπίδα μου, εις σε ανατίθημι, Μήτηρ του Θεού φύλαξόν με υπό την σκέπην σου».
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Με όλη μου την αγάπη
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ Σ Α Σ
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ