Το θέμα της συνεδρίασης του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στο Πουσάν της Νότιας Κορεάς τον περασμένο Νοέμβριο θίγει ο Μητροπολίτης Πειραιώς.
Ο κ. Σεραφείμ απέστειλε την κάτωθι επιστολήν προς την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον εξαιτούμενος την συμπερίληψη του θέματος εις την προσεχή τακτική σύγκλησι της Ιεραρχίας .
Ολόκληρη η επιστολή έχει ως εξής:
Προς τον
Μακαριώτατον
Αρχιεπίσκοπον Αθηνών
και πάσης Ελλάδος
κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΝ
Ιωάννου Γενναδίου 14
115 21 ΑΘΗΝΑΙ
Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Συνοδικοί,
Μετά τα διαδραματισθέντα, τον παρελθόντα μήνα Νοέμβριον σ.ε. 2013, εις το Πουσάν (Busan) της Δημοκρατίας της Νοτίου Κορέας, εις το πλαίσιον εργασίας του λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών» (Π.Σ.Ε.) και του κατ’ αυτό θεολογικού διαλόγου μετά των ποικίλης φύσεως προτεσταντικών ομολογιών και των Μονοφυσιτών-Μονοθελητών, προαγόμεθα βαθυσεβάστως, να καταθέσωμεν τη Σεπτή Ανωτάτη ημών Εκκλησιαστική Αρχή την διαμαρτυρίαν μας διά την έκβασιν της συνελεύσεως, ως δείκνυται κατωτέρω.
Τας απαραδέκτους εκκλησιολογικάς θέσεις τας διατυπωθείσας υπό της 10ης Γενικής Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε., εκθέτομεν συνοπτικώς εν τοις εφεξής, υπό το πρίσμα της ορθοδόξου εκκλησιολογίας. Αύται καταφαίνονται έτι χείρονες, ληφθέντος υπ΄ όψιν του επισήμως κατωχυρωμένου δικαιώματος πάσης «εκκλησίας-μέλους» του Π.Σ.Ε. να διατηρή απαραβίαστον και εκπεφρασμένην την ιδίαν εκκλησιολογικήν αυτοσυνειδησίαν, κατά τους επισυναπτομένους κανονισμούς του Π.Σ.Ε. (βλ. συνημμένον Β΄, σ. 6).
Η δικαιολογία ότι τα κείμενα των Συνελεύσεων του Π.Σ.Ε. είναι ad referendum και δεν δηλώνουν την de facto αποδοχήν των υπό των «εκκλησιών-μελών», δεν εξηγεί την απραξίαν των Ορθοδόξων εκεί αντιπροσώπων. Ούτε η πρόφασις ότι «δεν υπεγράφησαν» έχει αντίκρυσμα, καθ΄ όσον η συναίνεσις εις τα αποφασιζόμενα εις το Π.Σ.Ε. δεν δηλούται πλέον δι΄ υπογραφής, αλλά δι΄ ειδικών καρτών (“indicator cards”). Κατά ταύτα, η ατελέσφορος συμμετοχή των ορθοδόξων αντιπροσώπων βλάπτει τόσον τους ετεροδόξους, τρέφουσα την αυτών παντελή εκκλησιολογικήν και λοιπήν σύγχυσιν, όσον και τους ομοδόξους, αποκρύπτουσα ή αλλοιούσα πλέον, τας υποθήκας της εν Αγίω Πνεύματι υπό των αγίων Πατέρων σαφώς εκτεθείσης εκκλησιολογικής διδασκαλίας και ιεροκανονικής ημών παραδόσεως περί της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Όσοι ετερόδοξοι βλάπτονται και θα βλαβούν εκ της αναγνώσεως του κειμένου του Πουσάν, δεν υποψιάζονται ούτε και δύνανται να διακριβώσουν εάν το κείμενον είναι μόνον ad referendum ή όχι.
Τα επισυνημμένα έγγραφα
Εις την παρούσαν επιστολήν επισυνάπτομεν μεθ΄ ελληνικής μεταφράσεως τόσον το κείμενον «Δήλωσις Ενότητος» του Πουσάν (συνημμένον Α΄), όσον και το τμήμα των Κανονισμών του Καταστατικού του Π.Σ.Ε. (συνημμένον Β΄), ένθα αποδεικνύεται το δικαίωμα οιωνδήποτε αντιπροσώπων, να εκφέρουν επί θεμάτων εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας εις την τηρουμένην διαδικασίαν εντελώς ανεπηρέαστον γνώμην και να αναφέρωνται απ’ ευθείας εις τας εκκλησίας των (Rules XX.6.d, σελ. 6). Επίσης συνάπτομεν (συνημμένον Γ΄) τους εμφορουμένους υπό πάνυ ετεροδόξου εκκλησιολογικής σκέψεως λόγους του Αρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος, του Πατριαρχείου της Ρουμανίας, εν τη λήξει της κατά Πουσάν συνάξεως. Το τελευταίον συνημμένον (Δ΄) επιβεβαιοί την έναρξιν διαμορφώσεως του κειμένου του Πουσάν ήδη τον Σεπτέμβριον του έτους 2012, ότε συνήλθεν η Κεντρική Επιτροπή του Π.Σ.Ε. εις την Ορθόδοξον Ακαδημίαν Κρήτης εις το Κολυμπάρι.
Η προ τεσσάρων ετών και επί παρομοία αφορμή εκδοθείσα ανακοίνωσις της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (15-10-2009), διαπιστούσα την ανάγκην «περαιτέρω, πληρεστέρας ενημερώσεως» της Ι.Σ.Ι., ρητώς απεφαίνετο, ότι «εφεξής η Ιεραρχία θα λαμβάνη γνώσιν όλων των φάσεων των Διαλόγων», ότι «ο Διάλογος πρέπει να συνεχισθή, μέσα όμως εις τα ορθόδοξα εκκλησιολογικά και κανονικά πλαίσια» και ότι «οι Εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας εις τον συγκεκριμένον διάλογον έχουν σαφή γνώσιν της Ορθοδόξου Θεολογίας, της Εκκλησιολογίας και της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως και προσφέρουν τας γνώσεις και τας δυνάμεις των προς τον σκοπόν “της των πάντων ενώσεως” “εν αληθεία”»1. Το ετερόδοξον κείμενον της «Δηλώσεως Ενότητος» του Π.Σ.Ε. στο Πουσάν, προητοιμάζετο, άνευ ουδεμιάς συνοδικής διαγνώμης της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας, υπό της Κεντρικής Επιτροπής του Π.Σ.Ε., ως είθισται, εις την Ακαδημίαν της Κρήτης (εις Κολυμπάρι) ήδη από του φθινοπώρου του έτους 20122, και έλαβε δι΄ ομοφωνίας την έγκρισιν της ολομελείας του Π.Σ.Ε. εις τας 8 Νοεμβρίου του παρελθόντος έτους εν Πουσάν. Ούτω, το εκκλησιολογικώς απαράδεκτον κείμενον «Δήλωσις Ενότητος», κυκλοφορείται ήδη πανταχού, ελλείψει εκπεφρασμένης και επισήμου ορθοδόξου διαφοροποιήσεως, ως κοινή ομολογία των μελών του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και, δυστυχώς, και της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Αι εκκλησιολογικαί πλάναι του κειμένου του Πουσάν
Το εν λόγω επίσημον κείμενον «Δήλωσις Ενότητος» (Unity Statement) της 10ης Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. επιτίθεται κατά της Ορθοδοξίας, του Σώματος του Χριστού, αποδεχόμενον (α) ότι και η Ορθόδοξος Εκκλησία μετά των λοιπών «εκκλησιών» πρέπει να μετανοήση διά την διάσπασιν των χριστιανών3, (β) ότι η Εκκλησία, ούσα Σώμα Χριστού, δεν διέπεται παρά ταύτα αναγκαίως υπό δογματικής ομοφωνίας, ούτε και εν αυτή τη αποστολική εποχή4, (γ) ότι υφίσταται νυν αόρατος εκκλησιαστική ενότης του χριστιανισμού και προσδοκάται η ορατή ενότης της Μιάς Εκκλησίας5, (δ) ότι η προσευχή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού «ίνα πάντες ώσιν εν», δεν έχει εκπληρωθή, αλλ΄ απόκειται εις ημάς το καθήκον τούτο1, (ε) ότι η Εκκλησία δύναται να εμπλουτισθή και ωφεληθή εκ των χαρισμάτων των ετεροδόξων2, (στ) ότι είμεθα υπόλογοι έναντι του Θεού αν δεν επιδιώκωμεν διαρκώς την χριστιανικήν ενότητα προς όφελος της έξωθεν καλής μαρτυρίας3, (ζ) την πονηράν ασάφειαν, ότι ο Θεός «πάντοτε μας εκπλήσσει» και ότι η Εκκλησία προοδεύει εις την επίγνωσιν του θείου θελήματος4, (η) ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν νέοι τρόποι προσεγγίσεως των θεολογικών διαφωνιών και (θ) ότι η ενότης της Εκκλησίας είναι αλληλένδετος μετά της ενότητος της ανθρωπότητος και της κτίσεως6.
Πέραν τούτων, το κείμενον (ι) έχει και σαφή μη χριστιανικόν οικολογικόν προσανατολισμόν, ομιλούν περί αναμονής εγκοσμίου ανακαινισμού της κτίσεως και επιγείου ευημερίας αυτής και της ανθρωπότητος και περί της προς τούτο ανθρωπίνης ευθύνης7, ποιείται δε λόγον (ια) και περί συνεργασίας των χριστιανών και μεθ΄ ετεροθρήσκων ή αθρήσκων υπέρ της επιγείου ταύτης ευημερίας8! «Ουδέν θαυμαστόν», λοιπόν, ότι το κείμενον χρησιμοποιεί και τον πασίγνωστον αποκρυφιστικόν όρον «ολιστικός» εκ του μονισμού, διά να χαρακτηρίση την αποστολήν της Εκκλησίας (“holistic mission-evangelism”9). Υπονοούμενα αφίνει το κείμενον και υπέρ της εκκλησιαστικής αποδοχής «περιθωριακών» τρόπων ζωής, άνευ διευκρινήσεων περί αμαρτίας και μετανοίας, η τελική στόχευσις των οποίων δέον να συνεκτιμηθή μετά της γενικωτέρας θετικής στάσεως της Συνελεύσεως του Πουσάν έναντι της ομοφυλοφιλίας10.
Η δήλωσις του Αρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος
Θλιβερά επίσημος κατακλείς της ορθοδόξου παρουσίας εις την εν λόγω Συνέλευσιν του Πουσάν, υπήρξεν η ομιλία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιργοβιστίου κ. Νήφωνος, αντιπροσώπου της Εκκλησίας της Ρουμανίας (συνημμένον Γ΄), ο οποίος διεπίστωσεν, (1) ότι η ενότης της Εκκλησίας έχει απολεσθή, η δε τώρα υφισταμένη Εκκλησία, καθότι τεμαχισθείσα, είναι και μυστηριακώς ελλιπής1, (2) ότι δεν γνωρίζομεν ποία χριστιανική μερίς είναι η διάδοχος της αρχαίας Εκκλησίας των Ιεροσολύμων2 και (3) ότι άπαντες οι άνθρωποι είναι εν Χριστώ αδελφοί, το δε χριστιανικόν Βάπτισμα αποτελεί μόνον μίαν ανωτέραν, μυστηριακήν, βαθμίδα εις την ήδη υφισταμένην πνευματικήν συγγένειαν της ανθρωπότητος3. Ο Σεβασμιώτατος κ. Νήφων (4) απεσιώπησε και απέκρυψεν ότι διαστρέφεται η ορθόδοξος εκκλησιολογία εν τω Π.Σ.Ε., τείνων ως προπέτασμα την υπό του Π.Σ.Ε. υπεράσπισιν των «παραδοσιακών ηθικών μας αξιών», ως λ.χ. της «υπερτάτης αξίας της χριστιανικής οικογενείας»4.
Η ορθόδοξος εκκλησιολογία του αγίου Κυπριανού και αι καινοτομίαι του Πόρτο Αλέγκρε και του Πουσάν
Ο άγιος Κυπριανός, τονίζει ήδη τον 3ον αιώνα, την ενότητα περί τον Επίσκοπον, περί την ευχαριστίαν και εν τη ορθοδοξία· γράφει ο άγιος Πατήρ: «Ο Θεός εστιν εις, και ο Χριστός εις, και μία η Εκκλησία αυτού, και η πίστις μία, και η ποίμνη μία ηνωμένη διά της κόλλας της ομοφωνίας εις την στερεάν ενότητα του Σώματος»
Αλλ’ η Ορθοδοξία διά τον άγιον Κυπριανόν δεν αποτελεί Πίστιν αποφασιζομένην εκάστοτε κοινή συναινέσει υπό των Επισκόπων, αλλά την απ΄ αρχής παραδοθείσαν υπό των Αποστόλων τοιαύτην. Χάριν αυτής ο άγιος Κυπριανός, δεν εσεβάσθη την δικαιοδοσίαν ή την άποψιν του Επισκόπου Ρώμης Στεφάνου, αλλά συνίστα την ανυπακοήν προς αυτόν, διότι ο Στέφανος ενήργει κατά παράβασιν της αποστολικής Πίστεως (Epistola LXXIV, Ad Pompeium contra Epistolam Stephani)1 ! Η αυστηρά εκκλησιολογική διδασκαλία του αγίου Κυπριανού περί μη σωτηρίας εκτός Εκκλησίας (“extra Ecclesiam nulla salus”) είναι, κατά τον Καθηγητήν Βλάσιον Φειδάν, η κατ΄ εξοχήν και κατά παράδοσιν ορθόδοξος. Αντιθέτως, η αυγουστίνειος εκκλησιολογία, η οποία αποδέχεται στοιχεία εκκλησιαστικότητος εκτός της Εκκλησίας και αποτελεί ούτω την βάσιν του κειμένου της Ραβέννας και των τελευταίων κειμένων του Π.Σ.Ε. (Πόρτο Αλέγκρε και Πουσάν) συνιστά καινοτομίαν2, και ως γνωστόν, πάσα επίμονος και αμετανόητος δογματική καινοτομία αποτελεί διά την Ορθοδοξίαν αίρεσιν3 !
Η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού και αλάθητος, δεν δύναται να σφάλη
Το αλάθητον της Εκκλησίας, το οποίον το κείμενον της εν Πουσάν «Δηλώσεως Ενότητος» αρνείται – καθόσον καλεί και την Ορθοδοξίαν εις μετάνοιαν και διαπιστοί δήθεν πρόοδον εις την κατανόησιν του θείου θελήματος – είναι όχι μόνον της Αγίας Γραφής κήρυγμα, περί της Εκκλησίας ως «στύλου και εδραιώματος της αληθείας» (Α΄Τιμ. 3, 15), αλλά και Διορθοδόξων Συνόδων Πατριαρχών της β΄ χιλιετίας, αι οποίαι αμυνόμεναι κατά των Παπικών και Προτεσταντών διακηρύσσουν άλλοτε μεν ότι η Καθολική (Ορθόδοξος) Εκκλησία «αδύνατον όλως σφαλήναι, ως πλουτούσα διδάσκαλον το Πνεύμα το Άγιον»4, άλλοτε δε το «επί πάσι δόγμασί τε και διδάγμασιν … ασφαλώς πιστευόμενον, την αγίαν του Χριστού καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν, άνωθεν αεί ορθοδοξία διαπρέψασαν και εις το διηνεκές διαλάμπουσαν … μήτε ποτέ πεπλανήσθαι, μήτε ποτέ πλανηθήσεσθαι, αλλ’ αεί ασφαλώς εστηκέναι, ερειδομένην επί πέτρας ασφαλούς της ορθοδόξου ημών πίστεως».
Η Ορθοδοξία είναι λοιπόν «η μόνη αληθινή θρησκεία, η μόνη θεάρεστος λατρεία, και η μόνη σωτήριος οδός και την κρατούμεν απαραμείωτον, απαραχάρακτον και απαράλλακτον»1. Μετά τούτων, διακηρύσσουν επίσης ότι η απομάκρυνσις των αιρετικών Παπικών δεν παρεσάλευσε την καθολικότητα και «αρτιμέλειαν» της Εκκλησίας, η οποία αν και «προ χρόνων τινών επηρεία του πονηρού ο Ρωμης πάπας αποσφαλείς και εις αλλόκοτα δόγματα και καινοτομίας εμπεσων, απέστη της ολομελείας του σώματος της ευσεβούς Εκκλησίας και απεσχίσθη» παρά ταύτα «τα μεν τεσσαρα μερη του ρηθέντος ιστίου ενέμειναν κατά χώραν συνημμένα τε και συνεραμμένα, δι’ ων ευχερώς ημείς διαπλέομεν και ακυμάντως το του βίου τούτου πέλαγος (…). Ούτως ούν η καθ’ ημάς του Χριστού ευσεβης Εκκλησία επί τέσσαρσιν νυν ερείδεται στύλοις, τοις τέσσαρσι δηλαδή Πατριάρχαις, και μένει αδιάσειστος και ακλόνητος»2.
Συνεπώς, εντελώς ανεπέρειστος και απομειωτική της Εκκλησίας εξελέγχεται η δηλουμένη εις το κείμενον του Πουσάν ανάγκη μετανοίας και της Ορθοδοξίας διά δήθεν λάθη της.
Η μετάνοια αρμόζει εις μόνους τους αιρετικούς
Το κείμενον του Πουσάν, περαιτέρω, μας καλεί και εις μετάνοιαν διά την υφισταμένην διάσπασιν του χριστιανικού κόσμου! Αλλ΄ η μετάνοια αρμόζει μόνον εις εκείνους οι οποίοι, παρά τον αποστολικόν λόγον, απεστάτησαν της ενοποιού (Α΄ Κορ. 11, 16) εκκλησιαστικής Πίστεως και κατέστησαν αιρετικοί, επειδή «ο ταράσσων υμάς βαστάσει το κρίμα όστις αν η» (Γαλ. 5, 10). Αντιθέτως, η Εκκλησία επαινεί τους Ποιμένας οι οποίοι εξεδίωξαν τους ετερόφρονας εκ του ιερού περιβόλου της Εκκλησίας, και «τους βαρείς ήλασαν και λοιμώδεις λύκους τη σφενδόνη τη του Πνεύματος, εκσφενδονήσαντες του της Εκκλησίας πληρώματος … ως δούλοι γνησιώτατοι Χριστού»1, διά να διασώσουν την αποστολικήν Πίστιν. Της αυτής γνώμης είναι και ο άγιος Κυπριανός, γράφων κατά των αιρετικών και σχισματικών, ότι «πρέπει να χαίρωμεν, όταν τοιούτοι αποκόπτωνται από την Εκκλησίαν, μήπως καταστρέψουν τας περιστεράς και τα πρόβατα του Χριστού διά της αγρίας και δηλητηριώδους αυτών λύμης»2. Δεν αρκεί λοιπόν, ότι απηλείφθησαν εκ του Συνοδικού της Ορθοδοξίας τα κατά των αιρετικών αναθέματα; Πρέπει τώρα να διαψεύσωμεν, και ότι τα δόγματα της Εκκλησίας μας είναι «η Πίστις των Αποστόλων, η πίστις των Πατέρων, η Πίστις των Ορθοδόξων», εφ’ όσον, κατά τους Προτεστάντας του Πουσάν, η Εκκλησία έχει ανάγκην μετανοίας και προοδεύει εις κατανόησιν;
Η ενότης της εκκλησιαστικής δογματικής ομολογίας
Η συνήθης εις το Π.Σ.Ε., ήδη από του κειμένου του Πόρτο Αλέγκρε, επίκλησις της διαφορετικότητος των «εκκλησιών» και η αντίληψις περί πίστεως ως μεταβαλλομένης και προοδευτικής κατανοήσεως έχει επιστρατευθή και εις το κείμενον του Πουσάν διά να δικαιολογήση την δήθεν «αοράτως ηνωμένην χριστιανικήν Εκκλησίαν». Η φράσις του κειμένου (παράγραφος 10, σ. 5) ότι «δεν είναι δυνατόν να είναι η διαφορετικότης τόσον μεγάλη, ώστε να επιφέρει την διαίρεσιν», διαστρέφει την εκκλησιαστικήν ιστορίαν και την εκκλησιολογίαν· διότι μόνον η ποικιλία των εθών είναι ακατηγόρητος, κατά τον Μέγαν Φώτιον και άλλους αγίους Πατέρας3, όχι όμως και των δογμάτων, τα οποία είναι κοινά καθ΄ όλην την παγκόσμιον Εκκλησίαν, όπως μαρτυρείται εκ της αρχαιότητος. Οι άγιοι Ιγνάτιος4, Ειρηναίος5 και πλείστοι άλλοι μαρτυρούν υπέρ της δογματικής ομοφωνίας της Εκκλησίας, η οποία ως Σώμα Χριστού και συνέχεια της Αποστολικής Κοινότητος, διακρατεί «ένα Κύριον, μίαν Πίστιν, εν Βάπτισμα» (Εφεσ. 4, 5).
Η αποχώρησις των αιρετικών και σχισματικών δεν δύναται να βλάψη την Εκκλησίαν· ως το θέτει ο Μέγας Βασίλειος, «ελεεινοί του πτώματος ούτοι, υμών δε το σώμα ολόκληρόν εστι τη του Θεού χάριτι. Καί γαρ το αχρειωθέν απερρύη, και ουκ εκολοβώθη το μένον»1. Διαβάθμισις και διαφοροποίησις πίστεως υφίσταται μόνον κατά το μέτρον της προσωπικής εμπιστοσύνης («πίστεως») εις Χριστόν και όχι ως προς το συμπαγές σύνολον των ευαγγελικών και πατροπαραδότων δογμάτων2.
Η αόρατος εκκλησιαστική ενότης, καθαρώς προτεσταντικόν δόγμα
Η αναφορά της «Δηλώσεως Ενότητος» του Πουσάν εις την προσδοκωμένην επίτευξιν της ορατής ενότητος μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών, υπεμφαίνει ότι ήδη υφίσταται αόρατος ενότης της δήθεν Μιάς «πολυ-δογματικής» Εκκλησίας, όπως εδηλούτο και εις το κείμενον του Πόρτο Αλέγκρε, δόγμα προτεσταντικόν, το οποίον αποκρούεται έκπαλαι υπό των Ορθοδόξων· η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του 1672 ταυτίζει την Μίαν Εκκλησίαν μετά της αλαθήτου και ορατής Ορθοδόξου Εκκλησίας: «Περί δε της Καθολικής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, φαμέν, ότι έστι μεν ανεπισφαλής, οία ποδηγετουμένη υπό της ιδίας κεφαλής, ήτις εστίν ο Χριστός, η αυτοαλήθεια, και διδασκομένη υπό του Πνεύματος της αληθείας … Έσεται δε και αεί ορατή, διά το μηδέποτε τους ορθοδόξους εκλείπειν, έως της συντελείας του αιώνος. Επειδήπερ πάντες μεν ου κοιμηθήσονται, πάντες όμως αλλαγήσονται, όπερ ο Απόστολος περί των πιστών τον λόγον ποιούμενος είρηκε.
Δήλον άρα ότι μέχρι τερμάτων αιώνος η του Χριστού Εκκλησία το ορατόν έχειν ου διαλείψει τοις μέρεσιν»1. Άλλωστε η Αγία Γραφή σαφώς δηλοί ότι η Εκκλησία είναι ορατή, καθώς εντοπίζεται τοπικώς (Α΄ Τιμ. 3, 15) και είναι γνωστή η αύξησις των μελών της (Πραξ. 2, 47). Η ορθόδοξος ερμηνεία του ευαγγελικού λόγου περί της «πόλεως της επάνω όρους κειμένης», η οποία αυτονοήτως δεν είναι αόρατος, εννοεί την Εκκλησίαν2.
Η χριστολογική ασέβεια περί το «ίνα πάντες ώσιν εν»
Προσέτι, το προβαλλόμενον τόσον εις τον μετά των Παπικών Διάλογον όσον και εις το Π.Σ.Ε. και εν Πουσάν επιχείρημα περί της προσευχής του Κυρίου «ίνα πάντες ώσιν εν» (Ιω. 17, 11.21-23), καταλήγει εις εσχάτην χριστολογικήν ασέβειαν· διότι εφ΄ όσον πράγματι η ενότης των πιστευόντων αποτελεί θέλημα του Θεανθρώπου Χριστού, διατί – κατά τους ισχυρισμούς του Οικουμενισμού – δεν έχει εκπληρωθή; Λόγω αδυναμίας της θείας θελήσεως του Χριστού, όπερ ασεβές; Λόγω νεστοριανικής διακρίσεως της δήθεν γνωμικής θελήσεως του Ιησού από της θελήσεως της Αγίας Τριάδος; Όμως, ο διφυής Θεάνθρωπος έχει «δύο μεν φυσικά θελήματα ουχ υπεναντία … αλλ΄ επόμενον το ανθρώπινον αυτού θέλημα, και μη αντιπίπτον ή αντιπαλαίον, μάλλον μεν ούν και υποτασσόμενον τω θείω αυτού και πανσθενεί θελήματι»3. Άρα, είναι η θεία θέλησίς Του, έχουσα υπήκοον εις αυτήν την τεθεωμένην ανθρωπίνην, αυτή η οποία εξεφράσθη διά της ανθρωπίνης Του φωνής εις την αρχιερατικήν προσευχήν υπέρ της ενότητος των πιστών. Αυτή έχει σύνδρομον την Παντοδυναμίαν Του και ενεργεί ακωλύτως εις όσους υποτάσσονται εθελουσίως εις τον Χριστόν. Διά τούτο επιβεβαιοί και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ότι το «ίνα πάντες ώσιν εν», έχει ήδη επιτευχθή εν τη Εκκλησία διά της εσωτερικής ομοφωνίας της Πίστεως, παρά την λόγω ραθυμίας αποστασίαν των αιρετικών: “Τι ούν; ήνυσεν αυτό; φησι. Καί σφόδρα ήνυσεν· άπαντες γαρ οι διά των Αποστόλων πιστεύσαντες εν εισιν, ει και τινες εξ αυτών διεσπάσθησαν· ουδέ γαρ τούτο αυτόν παρέλαθεν, αλλά και αυτό προείπε, και έδειξε της των ανθρώπων ραθυμίας ον”.
Η βλάσφημος συνήθης χρήσις του «ίνα πάντες ώσιν εν» ως χρονίως ανενεργού, υποδηλοί ότι ο Παντοδύναμος Παράκλητος, Θεός ειρήνης και όχι ακαταστασίας (Α΄ Κορ. 14, 33), έχων ενοποιητικήν ενέργειαν («εις γαρ ενότητα πάντας εκάλεσε»1), δεν εδόθη εις την Εκκλησίαν! Επομένως, το Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών και οι λοιποί Οικουμενισταί ευαγγελίζονται μίαν νέαν Πεντηκοστήν διά την ένωσιν των διεστώτων!
Η οικολογική παρέκκλισις του Π.Σ.Ε.
Αι αναφοραί της «Δηλώσεως» του Π.Σ.Ε. εν Πουσάν εις την φροντίδα και ευημερίαν της κτίσεως ως μέσου και τέλους της ευημερίας της ανθρωπότητος, υποκρύπτουν ένα οικολογικόν χιλιασμόν. Προφανώς αγνοείται η δήλωσις της Καινής Διαθήκης ότι η «αποκαραδοκία» της «συστεναζούσης κτίσεως», η προσμονή της αφθαρσίας, αποβλέπει εις την αιωνιότητα, εις «την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού», όταν θα υπάρξη ελευθερία εκ της φθοράς, κατά «την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς»2. Το Π.Σ.Ε. θεμελιοί νέαν επίγειον αποκαραδοκίαν και νέαν εσχατολογίαν. Ωσανεί αγνοούντες την αρχέγονον πτώσιν της ανθρωπότητος οι συντάκται της «Δηλώσεως» προτίθενται να μας στρέψουν εις την προπτωτικήν εντολήν του ακόπως «εργάζεσθαι και φυλάσσειν» (Γεν. 2, 15), αποσιωπώντες το ευαγγελικόν κήρυγμα της μετανοίας εκ της ποικιλομόρφου αμαρτίας και αποστασίας και την προσμονήν των ουρανίων, ως και το δόγμα ότι διά τους Χριστιανούς «το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. 3, 20) και όχι εις επιγείους παραδείσους. Η κτίσις εξυπηρετεί την σωτηρίαν του ανθρώπου, μέσω της φανερώσεως της αιδίου δυνάμεως και θειότητος του Θεού και της μαρτυρίας της αγαθοποιίας Του3 και δεν αποτελεί αγαθόν καθ΄ εαυτήν.
Ο Θεός ενδιαφέρεται πρωτίστως όχι διά τα άλογα και άψυχα κτίσματα, αλλά διά τον λογικόν και δραματικώς αθάνατον άνθρωπον: «Μη των βοών μέλει τω Θεώ; ή δι΄ ημάς πάντως λέγει;» (Α΄ Κορ. 9, 9.10)
Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Συνοδικοί,
Η πρέπουσα μαρτυρία της Εκκλησιολογίας μας, των Ορθοδόξων, απετυπώθη ικανοποιητικώς εις την τελευταίαν διακριτήν εκκλησιολογικήν δήλωσιν των Ορθοδόξων εν τω Π.Σ.Ε., το έτος 1961 εις Νέον Δελχί, διά της γραφίδος των μακαριστών π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, π. Ιωάννου Meyendorff κ.α. οι οποίοι εδήλουν σαφώς, τα εξής: «Το πρόβλημα της χριστιανικής ενότητος ή της χριστιανικής επανενώσεως θεωρείται συνήθως ως ζήτημα πανομολογιακής συμφωνίας ή αποκαταστάσεως. Εν τη συζητήσει (ερεύνη) από προτεσταντικής πλευράς τούτο είναι όλως φυσικόν. Αλλά διά τους Ορθοδόξους το βασικόν Οικουμενικόν πρόβλημα είναι το του σχίσματος. Οι Ορθόδοξοι δεν είναι δυνατόν να δεχθούν την ιδέαν της “ισότητος των ομολογιών” και δεν δύνανται να οραματισθούν Χριστιανικήν επανένωσιν ως απλήν πανομολογιακήν διευθέτησιν. Η ενότης διεσπάσθη και πρέπει να αποκατασταθή. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είναι μία των ομολογιών, μία μεταξύ των πολλών. Διότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι ακριβώς η Εκκλησία. Η Ορθόδοξος Εκκλησία γνωρίζει και έχει συνείδησιν της ταυτότητος της εσωτερικής της υποστάσεως και της διδασκαλίας της, με το αποστολικόν κήρυγμα και την παράδοσιν της αρχαίας και αδιαιρέτου Εκκλησίας. Ευρίσκεται εις αδιάκοπον και συνεχή διαδοχήν της μυστηριακής ιερωσύνης, της μυστηριακής ζωής και της πίστεως … Η Ορθόδοξος Εκκλησία, διά της εσωτερικής πεποιθήσεως και συνειδήσεώς της κατέχει όλως ιδιαιτέραν και εξαιρετικήν θέσιν εν τω διηρημένω Χριστιανισμώ, ως ο φορεύς και η μάρτυς της παραδόσεως της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας, αφ’ ης κατάγονται (αρχικώς) όλαι αι υφιστάμεναι ομολογίαι δι΄ αποσπάσεως ή χωρισμού»1.
Η μόνη «οικονομία» και η ευγένεια τας οποίας μετεχειρίσθησαν εδώ οι ημέτεροι, χάρις εις την τότε νωπήν αισιοδοξίαν, ήσαν ο χαρακτηρισμός των ετεροδόξων του Π.Σ.Ε. και των λοιπών ως «σχισμάτων» και όχι αιρέσεων και το ότι ωμίλησαν περί διασπάσεως της ενότητος, όχι όμως της Εκκλησίας, αλλά του χριστιανισμού. Εν συνεχεία του παραπάνω παραθέματος επεσήμαινον την ανάγκην «οικουμενισμού εν χρόνω» («ecumenism in time»), διά της επιστροφής εις την αρχαίαν Παράδοσιν της Ορθοδοξίας («agreement (in faith) with all ages»), και όχι μέσω «διακανονισμού» των δογμάτων, καθώς προεξεθέσαμεν. Τω όντι, την διαχρονικήν και ενδο-εκκλησιαστικήν αυτήν ενότητα της δογματικής πίστεως οι πατερικοί λόγοι εξεικονίζουν διά του αρράφου χιτώνος (Ιω. 19, 23.24) του Κυρίου.
«Αλλ’ αληθώς, επειδή δεν δύναται να σχισθή ο λαός του Θεού, ο χιτών Του, δι΄ όλου άρραφος και συνεχής, δεν διαιρείται υπ’ εκείνων οι οποίοι τον κατέχουν. Αδιαίρετος, ηνωμένος, συνδεδεμένος, δεικνύει την συνεπή ομοφωνίαν του λαού μας, οι οποίοι ενεδύθημεν τον Χριστόν. Διά του μυστηρίου και σημείου του ενδύματός Του, διακηρύσσει την ενότητα της Εκκλησίας. Ποίος λοιπόν είναι τόσον μεμολυσμένος και δολερός, ποίος τόσον μανικός με την μανίαν της διαφωνίας, ώστε είτε να πιστεύη ότι δύναται να σχισθή η ενότης του Θεού, το ένδυμα του Κυρίου, η Εκκλησία του Χριστού, είτε να αποτολμήση να την σχίση; Ο Ίδιος προειδοποιεί εις το Ευαγγέλιόν του και διδάσκει λέγων: “Καί έσται μία ποίμνη και εις ποιμήν” ( Ιω.10, 16). Καί είναι δυνατόν να υπάρχουν εις κάποιον τόπον είτε πολλοί ποιμένες είτε πολλά ποίμνια;»1
Τα ως άνω αδήριτα ερωτήματα του αγίου Κυπριανού πρέπει να θέσουν ημάς αυτούς προ των φοβερών ευθυνών μας διά το κείμενον του Πουσάν αλλά και εις τον διάλογον με τους Ρωμαιοκαθολικούς.
Β. Η έναντι των Ρωμαιοκαθολικών εκκλησιολογία
Δυστυχώς, και εις το πεδίον των σχέσεων και του θεολογικού διαλόγου με τον Παπισμόν, αι εκφραζόμεναι θεολογικαί πλάναι δεν είναι ήσσονος σημασίας.
Εορτάζονται τα πενήντα χρόνια από της Β΄ Βατικανής ψευδοοικουμενικής «Συνόδου» παρ’ ότι η αιρετική Σύνοδος εκείνη, παγιώσασα το δαιμονικόν δόγμα του παπικού «αλαθήτου» της Α΄ Βατικανής Συνόδου του 1870, επισύρει και εφ΄ εαυτήν το όνειδος της διαπράξεως της τρίτης μεγίστης πτώσεως εν τη ιστορία μετά την πτώσιν του Αδάμ και του Ιούδα, κατά τον όσιον Ιουστίνον Πόποβιτς.1 Αι καινοτομίαι της αιρετικής Β΄ Βατικανής Συνόδου την απεμάκρυναν πορρωτέρω από πάσης ελπίδος επιστροφής εις την Ορθοδοξίαν και προυκάλεσαν νέα σχίσματα εν τω Παπισμώ λόγω της νέας οικουμενιστικής εκκλησιολογίας της (σχίσμα Λεφέβρ)· η αιρετική Παπωσύνη εις την Β΄ Βατικανήν αφήκε χώρον συγκαταβάσεως έναντι της ορθοδόξου «εκκλησιαστικότητος», αλλ’ όμως όχι και περιθώρια ιδικής της μετανοίας. Ούτως, εις το κείμενον της Β΄ Βατικανού Nostra Aetate ο σύγχρονος Παπισμός αναγνωρίζει τον Θεόν εις τον Μουσουλμανισμόν και τον Ιουδαισμόν2, παρά την θεόπνευστον των Μαθητών του Θεανθρώπου πίστιν, ότι «πας ο αρνούμενος τον Υιόν ουδέ τον Πατέρα έχει» (Α΄ Ιω. 2, 23) και ότι των Ιουδαίων «επωρώθη τα νοήματα», οι οποίοι «τη απιστία εξεκλάσθησαν», καθώς «ο Θεός των κατά φύσιν κλάδων ουκ εφείσατο» (Ρωμ. 11, 20.21).
Ο Παπισμός είναι αίρεσις κατά την σαφή και θεόγνωμον πεποίθησιν των Αγίων Πατέρων και των Διορθοδόξων και Πατριαρχικών Συνόδων της β΄ μετά Χριστόν χιλιετίας, αρχής γενομένης από του Μεγάλου Φωτίου, του ιδιαιτέρως και συνοδικώς τιμωμένου υπό της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος ως Ισαποστόλου. Ο πράγματι – και όχι ονόματι – Άγιος Ορθόδοξος εκείνος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, χαρακτηρίζει το βατικάνειον Filioque «φρύαγμα της αιρέσεως»3 και «νεανιευόμενον αιρετίζοντα λόγον»4, κατά τον οποίον «τάξει και σχέσει και αιτία την του Πνεύματος ετερότητα και παραλλαγήν η αίρεσις δραματουργεί»5, και προσκαλεί μετά θάρρους και αγάπης6 τους αποστάντας Δυτικούς, τους «νέους Πνευματομάχους»7: «Εμβλέψατε, οι τυφλοί, και ακούσατε, οι κωφοί, ούς το σκότος κατέχει της αιρετικής εγκαθημένους Δύσεως»8.
Αι λατινογενείς εκκλησιολογικαί θέσεις του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ελπιδοφόρου
Εις τον ευρύτερον χώρον των σχέσεων με τους Παπικούς, αντί της επιδιώξεως επιστροφής των Παπικών εις την διατηρηθείσαν εν μόνη τη Ορθοδοξία αρχαίαν Εκκλησίαν, οι λόγοι και τα επαναλαμβανόμενα επιχειρήματα ετέρου Ιεράρχου, του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προύσης κ. Ελπιδοφόρου, περί της μοναρχίας του Θεού Πατρός ως υποδείγματος διά το παγκόσμιον πρωτείον ενός επισκόπου, του «primi sine paribus» («πρώτου άνευ ίσων»)1, μαρτυρούν αντιθέτως περί του εκδυτικισμού της ορθοδόξου εκκλησιολογίας, χάριν κοσμικών επιδιώξεων, ως συνέβη και εις την Ρώμην εις το μεθόριον των δύο πρώτων μ.Χ. χιλιετιών.
Ο Σεβ. Προύσης κ. Ελπιδοφόρος αποπειράται διά πρωτοφανούς και νεωτερικής εκκλησιολογικής προσεγγίσεως, βάσει ατυχώς της ωριγενιστικής και υιοθετιστικής (κατά μίαν subordinatio-υποταγήν του Υιού και του Πνεύματος) Τριαδολογίας του Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου, να θεμελιώση το παγκόσμιον διοικητικόν πρωτείον ενός «Πρώτου» επί της Οικουμενικής Εκκλησίας, βάσει της Μοναρχίας του Θεού Πατρός εντός της Αγίας Τριάδος· ούτω πράττων, και εφ’ όσον εμπλέκει εις την στόχευσιν αυτήν και το χωρίον «προς τον Πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εξ ου πάσα πατριά εν ουρανοίς και επί γης ονομάζεται» (Εφ. 3,15), δεν θα δυνηθή να απαντήση εις το ερώτημα, διατί λοιπόν δεν ενηνθρώπησεν ο Πατήρ, ώστε να διασώση το «Πρωτείον» του και εν τη Οικονομία, πλην της Θεολογίας. Κατά δεύτερον λόγον, ο άγιος Προύσης λαμβάνει τας ενδοτριαδικάς σχέσεις ως το πρωτότυπον της Επισκοπικής Συνόδου· όμως εις την Αγίαν Τριάδα ο Πατήρ είναι η «υπεράρχιος αρχή», η «θεογόνος και πηγαία θεότης», επειδή είναι Γεννήτωρ του Υιού και Προβολεύς του Αγίου Πνεύματος. Αντιθέτως, εις την εκκλησιαστικήν Σύνοδον, ο Πρώτος αναδεικνύεται (και καθαιρείται) υπό της Συνόδου, άρα η Σύνοδος είναι η «πηγή» του εν Αυτή Πρώτου και όχι το αντίθετον, το οποίον προκύπτει και ιστορικώς: ο Κύριος αναληφθείς κατέλιπεν εμπνεομένην υπό του Πνεύματος της Πεντηκοστής Σύνοδον ισοτίμων Αποστόλων και όχι τινά Πρώτον.
Η ατυχής αύτη σύγκρισις του Σεβ. Προύσης κ. Ελπιδοφόρου θα είχεν αποφευχθή, εάν – αντί να προσφύγη εις την απλουστευτικήν περιγραφήν των τριαδικών σχέσεων ως εξωτερικού μιμήματος διά την εκκλησιολογίαν – ελάμβανεν ορθοδόξως ως θεμέλιον της εκκλησιολογίας του την φυσικήν Εικόνα του Πατρός, δηλαδή τον Υιόν και Λόγον, ο Οποίος ως Κεφαλή της Εκκλησίας και ταμίας του πληρώματος των θείων θησαυρισμάτων, αποκαλύπτει εις τους πιστούς εν Εαυτώ τον Πατέρα (Ιω. 14,9), ο Ίδιος δε αποκαλύπτεται εις τους πιστούς υπό της φυσικής Του Εικόνος, του ομοτίμου και παντοκρατορικού Αγίου Πνεύματος (Ιω. 16,14)1. Η ζωή της Αγίας Τριάδος, συνεκτική της Εκκλησίας, κοινωνείται εις τα λογικά κτιστά μέλη της Εκκλησίας ως κοινή τριαδική ενέργεια, όχι υποστατική του Πατρός, αλλά φυσική άκτιστος εκ της ακτίστου θείας ουσίας2· αυτή ικανοί τους πιστούς, ως μέλη του Κυριακού Σώματος, να οικειώνται το «αμίμητον μίμημα» των θείων αρετών. Η κοινή αυτή τριαδική ενέργεια ή χάρις ή δόξα ή βασιλεία συνέχει την Εκκλησίαν, συνενούσα τους πιστούς και κατ΄ εξοχήν τους Επισκόπους, ώστε κατά τον άγιον Μάξιμον να είναι κοινόν το θεληθέν του Θεού και των Αγίων, διά της μιάς θείας ενεργείας3. Ούτως, η ενότης της Συνόδου δεν διασφαλίζεται διά της εξωτερικής «φυσικής μιμήσεως» ενός πατρομονιστικού δήθεν εξουσιαστικού «πρωτείου» εν τη Παναγία Τριάδι, κατά τα λεγόμενα του Σεβ. Σχολάρχου της Χάλκης και Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Ελπιδοφόρου, αλλ΄ οντολογικώς υπέρ φύσιν, διά της αυτεξουσίου υποταγής πάντων εις το θείον και ενιαίον άκτιστον τριαδικόν θέλημα, γνωριζόμενον διά του Θεανθρώπου εν Αγίω Πνεύματι, το οποίον Πνεύμα «τους κατά το εγχωρούν μετέχοντας ως δύναμις ενοποιός ενοί και ανατείνει προς την του συναγωγού Πατρός ενότητα και θεοποιόν απλότητα»4. Άλλωστε, είναι συντριπτικώς συχνοτέρα η χρήσις του όρου «μοναρχία» προς κατάδειξιν της μοναδικής Παντοκρατορίας της Αγίας Τριάδος επί της κτίσεως («ει γαρ και τριλαμπεί μοναρχεί το η δευτέρα αύτη προεβλήθη υστερογενώς κατά των Λατίνων, όταν αυτοί ανήγαγον τον Υιόν ως δευτέραν αρχήν εντός της Αγίας Τριάδος διά του Filioque1. Ιδού, λοιπόν, στίβος λαμπρός διά τον Σεβασμιώτατον αδελφόν και Σχολάρχην της Γεραράς Σχολής της Χάλκης, προς υπεράσπισιν της καλώς εννοουμένης Μοναρχίας του Θεού Πατρός κατά του «διαρχικού» Filioque και του Ρωμαιοκαθολικισμού, επί του επιπέδου της Τριαδολογίας και όχι νεωτερικώς, επί της Οικονομίας και της Εκκλησιολογίας, χριστολογικώς κυρίως εξεταζομένης.
Επανάληψις προγενεστέρως εφευρεθέντων δογμάτων
Η προσέγγισις του Σεβασμιωτάτου Αγίου Προύσης κ. Ελπιδοφόρου ερείδεται, κατ΄ ιδίαν ομολογίαν, εις παλαιοτέραν ομιλίαν του εν Αμερική, ένθα είχεν αρνηθή σχεδόν ως αίρεσιν (!!!) και την υπερτάτην θέσιν των Οικουμενικών Συνόδων εις την Εκκλησίαν2. Τοιουτοτρόπως, ο Σεβασμιώτατος αδελφός κ. Ελπιδοφόρος ασυναισθήτως υπονομεύει το κύρος του θεσμού εκείνου ο οποίος κατωχύρωσεν επί αιώνας την πρωτοκάθεδρον θέσιν της πάσι φιλτάτης Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, του Πανσέπτου Οικουμενικού Πατριαρχείου, όχι μόνον καινοτομεί έναντι παντός άχρι του νυν συμβολικού μνημείου ορθοδόξου εκκλησιολογίας (πλην μερικών γραφών του αγίου Περγάμου), αλλά καταρρακοί και την διαλεγομένην εκκλησιολογίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποδεικνύων αυτήν «κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον». Διότι, εάν η ενότης της Εκκλησίας εξασφαλίζεται δήθεν υπό του παγκοσμίου Πρώτου και όχι υπό της εφαρμογής των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων ως ανωτάτου θεσμού εν τη Εκκλησία, διατί το Οικουμενικόν Πατριαρχείον υπέγραψε διαφόρως εις τον διάλογον με τους Παλαιοκαθολικούς προ τριών δεκαετιών3; Εθώπευσε τότε τας ακοάς των Παλαιοκαθολικών αποδεχόμενον την «αίρεσιν» της υψίστης αυθεντίας όχι τινός Πρώτου, αλλά των Οικουμενικών Συνόδων ή τώρα κνήθει τας ακοάς της παπικής μοναρχοκεντρικής εκκλησιολογίας του «παγκοσμίου επισκόπου» Πάπα της Ρώμης;
Ιστορικώς, το αβάσιμον της εξυψώσεως του «Πρώτου» έναντι της Οικουμενικής Συνόδου, αποδεικνύεται όχι μόνον υπ’ αυτού τούτου του Θεσμού της Πενταρχίας των Πατριαρχών, οι οποίοι ήσαν «ενωθέντες αλλήλοις, τρόπον τινά ως το εκ τεσσάρων στοιχείων σώμα, σύμψυχοι και εν γενόμενοι, εν φρονούντες … όντως αποτελεσθείσα χρυσή και μεγάλη σειρά τετρακτύς … γέγονε μία ποίμνη, και εις ποιμήν οι τέσσαρες ποιμένες, τη ομοφροσύνη και τη ορθοδοξία»1 , όχι μόνον υπό του γεγονότος του ανεκκλήτου της Οικουμενικής Συνόδου2 (ενώ κατά παντός Πατριάρχου ισχύει το έκκλητον ενώπιον Οικουμενικής ή Πανορθοδόξου Συνόδου), όχι μόνον υπό της ιστορικής καθαιρέσεως Παπών και Πατριαρχών υπό Οικουμενικών ή και Πανορθοδόξων Συνόδων, όχι μόνον υπό της κοινοποιήσεως των ειρηνικών Γραμμάτων εκάστου Προκαθημένου εις πάντας τους υπολοίπους και όχι μόνον εις τον Πρώτον τη τάξει, και μυρίων άλλων, αλλά και υπό του ιστορικού γεγονότος της υπ’ αυτών των Παπών της Ρώμης αναγνωρίσεως της ανωτερότητος των Οικουμενικών Συνόδων, με χαρακτηριστικόν παράδειγμα τον Λέοντα Θ΄ ο οποίος, καίτοι Πρώτος εις τα πρεσβεία, εφρόνει «πάσης στερείσθαι αυθεντίας παν ο,τι αν τυπωθείη τη εκείνων [των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου] διατυπώσει εναντιούμενον»3. Η δε Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος, επαναφέρουσα εις την τάξιν τον Πάπαν Βιγίλιον, ηρνήθη εις αυτόν το διεκδικούμενον υπ’ αυτού δικαίωμα ψήφου ισοδυνάμου προς τας τέσσαρας ψήψους των Πατριαρχών της Ανατολής4.
Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Συνοδικοί,
Τα ως άνω γραφέντα αποτυπούν μίαν θλιβεράν εικόνα εκκλησιολογικής αλλοτριώσεως της Ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας εις τους Διαλόγους και καταργήσεως της εκεί ορθοδόξου μαρτυρίας. Μεμφόμενοι ημείς αυτοί την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και το κύρος αυτής, αιτούμενοι δηλαδή συγγνώμην διά την «πρόκλησιν διαιρέσεων», και καταρρίπτοντες ούτως αυτής το συνοδικώς διαπεπιστωμένον αλάθητον, ή νομίζοντες αυτήν «μέρος» της Καθολικής Εκκλησίας και Αληθείας, πως θα προβάλωμεν κατά των εφορμούντων εις το ποίμνιόν μας λύκων, των ψευδομαρτύρων του Ιεχωβά, Πεντηκοστιανών, Μορμόνων κ.λπ. το κύρος της αλαθήτου εκκλησιαστικής Παραδόσεως;
Το Π.Σ.Ε. παραπαίει, μη γινώσκον «δεξιάν αυτού ή αριστεράν αυτού», διό και γράφει: «Προσευχόμεθα να βοηθηθώμεν να κατανοήσωμεν περισσότερα περί της ορατής ενότητος εις την οποίαν ο Θεός μας καλεί να ζήσωμεν» (Συνημμένον Α΄, υποσημ. 1, σ. 8), φθάνει δε εις την αντίφασιν να είναι ευγνώμον διά την διαφορετικότητα, αν και αυτή προκαλεί την διαίρεσιν1! Δυστυχώς, η ημετέρα παρουσία, αποσιωπά την περί της μόνης Καθολικής Εκκλησίας, της Ορθοδόξου, αλήθειαν, παρ’ ότι «η σιγή των λόγων αναίρεσίς εστιν» ενώ «πας άνθρωπος αγιάζεται διά της ακριβούς ομολογίας της Πίστεως»2.
Τεκμηριωμένως, η σύγκρισις της ως άνω ορθοδόξου «Δηλώσεως Ενότητος» εν Νέω Δελχί το 1961 μετά του κειμένου του Πουσάν, δεδομένης και της μη ενεργοποιηθείσης καταθέσεως ιδίας δηλώσεως, καταδεικνύει την ανάγκην οριστικής αποστασιοποιήσεώς μας εκ του Π.Σ.Ε., αρχής γενομένης από την επίσημον – ει και εκ των υστέρων – απόρριψιν της «Δηλώσεως Ενότητος» του Πουσάν υπό της καθ΄ ημάς Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος. Περί δε του διαλόγου μετά των Παπικών έχομεν την αυτήν πεποίθησιν, ότι συμβάλλει πασιφανώς και αποδεδειγμένως εις την αλλοίωσιν της εκκλησιολογίας μας χαρακτηρισθέντος υπό του επί 20ετίαν (1980-2000), Ορθοδόξου συμπροέδρου Σεβ. Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού ως «ανοσίου παιγνίου».
Ταύτα μετά βαθυτάτης λύπης και εναγωνίου προσμονής φέρομεν υπ΄ όψιν της Υμετέρας Μακαριότητος και της Ιεράς ημών Συνόδου, έχοντες δε δι΄ ελπίδος ότι τα ανωτέρω εκτεθέντα, θα παροτρύνουν Υμάς εις τας δεούσας ενεργείας αποκαταστάσεως της απομειουμένης Αληθείας, παρακαλούμεν όπως συζητηθούν τα τιθέμενα θέματα εις την τακτικήν Σύνοδον της προσεχούς Σεπτής Ιεραρχίας και διατελούμεν.
Ελάχιστος εν Χριστώ αδελφός
+ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
[1] «Η Ιεραρχία για “ομολογία πίστεως” και “διάλογο”», http://www.romfea.gr/component/content/article/25-2009-12-18-08-37-46/5539-2010-08-07-10-45-46
[2] Central Committee Members August 2012 http://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=1&cad=rja&ved=0CDUQFjAA&url=http%3A%2F%2Farchived.oikoumene.org%2Ffileadmin%2Ffiles%2Fwcc-main%2Fdocuments%2Fgoverning_bodies%2Fcentral_committee%2F2012%2FCentralCommitteeMembers_August2012.xlsx&ei=u
[3] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 5 (σ. 3) και παράγραφος 14 (σ. 6).
[4] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 4 (σ. 2), παράγραφος 7 (σ. 4) και παράγραφος 10 (σ. 5)
[5] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 14 (σ.6 και 7) και παράγραφος 16 (σ. 7)
[6] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 7 (σ. 3 και 4) και παράγραφος 15 (σ. 7)
[7] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 3 (σ. 2), παράγραφος 4 (σ. 2) και παράγραφος 15 (σ. 7)
[8] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 2 (σ. 2), παράγραφος 4 (σ. 3), παράγραφος 11 (σ. 5) και παρ. 14 (σ. 6)
[9] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 6 (σ. 3), παράγραφος 8 (σ. 4), παράγραφος 9 (σ. 4) και υποσημ. 1 (σ. 8)
[10] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 15 (σ. 7)
[11] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 13 (σ. 6) και παράγραφος 9 (σ. 4)
[12] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 3 (σ. 2) και παράγραφος 8 (σ. 4)
[13] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 12 (σ. 6) και παράγραφος 15 (σ. 7)
[14] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 12 (σ. 5). Βλ. ΑΡΧΙΜ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΣΙΑΚΚΑΣ (νυν Μητροπολίτης Καρπασίας), Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Θρησκειών και Αιρέσεων, εκδ. Ι.Μ. Τροοδιτίσσης, Κύπρος 2002, σ. 697-699 και 613-616. Βλ. την χρήσιν του όρου «ολιστική ατζέντα» και εις τους λόγους της Προέδρου του Π.Σ.Ε. Δεσποσύνης (Dame) Mary Tanner, της Αρχηγού του Τάγματος της Βρεταννικής Αυτοκρατορίας (Συνημμένον Δ΄, σ. 2).
[15] Συνημμένον Α΄, παράγραφος 6 (σ. 3) και παράγραφος 7 (σ. 3). Περί της εξελίξεως εις την αποδοχήν της ομοφυλοφιλίας μεταξύ των Συνελεύσεων Πόρτο Αλέγκρε (2006) και Πουσάν (2013) βλ. Ι.Μ. ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ, «“Συγγνώμη που είμαστε Ορθόδοξοι” : 10η Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. στο Πουσάν», (Δ΄Μέρος) http://www.impantokratoros.gr/0862339B.el.aspx
[16] Συνημμένον Γ΄, σ. 3
[17] Συνημμένον Γ΄, σ. 2
[18] Συνημμένον Γ΄, σ. 1-2
[19] Συνημμένον Γ΄, σ. 2
[20] Liber de Unitate Ecclesiæ 23, PL 4, 517B: «Deus unus est, et Christus unus, et una Ecclesia ejus, et fides una, et plebs una in solidam corporis unitatem concordiæ glutino copulata».
[21] Εις την επιστολήν του προς τον Πομπήιον κατά της Επιστολής του Ρώμης Στεφάνου ο άγιος Κυπριανός μεταξύ άλλων χρησιμοποιεί το παράδειγμα του διαρραγέντος υδραγωγού – καθ΄ ην περίπτωσιν παρακάμπτοντες τον αγωγόν καταφεύγομεν εις την πηγήν των υδάτων – προς αποφυγήν των δογματικών λαθών των επισκόπων και συγκεκριμένως του Ρώμης Στεφάνου· ούτω λοιπόν πρέπει να καταφεύγωμεν κατ΄ ευθείαν εις την κεφαλήν και πηγήν της θείας Παραδόσεως· «Nam si ad divinæ traditionis caput et originem revertamur, cessat error humanus … ut si vitio interrupti aut bibuli canalis effectum est quo minus aqua continua perseveranter ac jugiter flueret, refecto et confirmato canali ad usum atque ad potum civitatis aqua collecta eadem ubertate atque integritate repræsentetur qua de fonte proficiscitur?» (S. CYPRIANUS, Ad Pompeium contra Epistolam Stephani de Hæreticis baptizandis 10, PL 3, 1133B.C)
[22] ΒΛ. ΦΕΙΔΑΣ, Εκκλησιαστική Ιστορία, τομ. Α΄, Αθήναι 1994, σελ. 567ε.569.570. Ο ι. Αυγουστίνος «για να θεμελιώση όμως την καθολικότητα και το ακαταγώνιστο της θείας χάριτος έπρεπε να αντιμετωπίση α) την προγενέστερη σχετική εκκλησιαστική παράδοση, σύμφωνα με την οποία η θεία χάρη παρέχεται μόνο με τα μυστήρια και μόνο μέσα στους κόλπους της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας (…) Η αποσύνδεση αυτή της παροχής της θείας χάριτος τόσο από τον τελούντα, όσο και από τα κανονικά όρια της Εκκλησίας έφερε τον ι. Αυγουστίνο σε αντίθεση προς την εκκλησιολογία του ι. Κυπριανού, ο οποίος, εκφράζοντας τη γενικότερη εκκλησιαστική συνείδηση, είχε υποστηρίξει ad hoc ότι οι βαπτιζόμενοι από αιρετικούς ή και σχισματικούς δεν λαμβάνουν τη θεία χάρη, γιατί “extra Ecclesiam nulla salus” (…) και οι αιρετικοί [κατά την διδασκαλίαν του ι. Αυγουστίνου] θα μπορούσαν να θεωρηθούν κατά κάποιο τρόπο μέλη της Εκκλησίας, γιατί “πολλοί που φαίνονται ότι είναι έξω, στην πραγματικότητα είναι μέσα” στην Εκκλησία (De baptismo, 5, 28) (…) Oι εκκλησιολογικές όμως συνέπειες [της διδασκαλίας του Αυγουστίνου] τονίσθηκαν ιδιαίτερα από τη μεταγενέστερη σχολαστική θεολογία και από την προτεσταντική μεταρρύθμιση, επηρέασαν δε με καθοριστικό τρόπο την όλη εκκλησιολογία του δυτικού Χριστιανισμού. Τούτο φαίνεται όχι μόνο από την προτεσταντική διδασκαλία περί “αοράτου Εκκλησίας”, αλλά και από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία του πρόσφατου διατάγματος De oecumenismo (Unitatis redintegratio) της Β’ Βατικανής Συνόδου».
[23] Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Ορθοδοξία και αίρεση, Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη 23, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 99.103. «Ιστορικά λοιπόν και πάλι πρέπει να΄ ναι τα κριτήρια της ορθοδοξίας και της αίρεσης. Η πρώτη διεκδικεί αταλάντευτα την αρχαιότητα, ενώ η δεύτερη είναι νεωτεροποιία. (…) Η ορθόδοξη άποψη είναι σαφής και ανυποχώρητη. Εμμένει στην αρχαιότητα της διδασκαλίας. Αυτή και μόνο είναι το κριτήριο της γνησιότητας και αυθεντικότητας».
[24] Συνοδική Επιστολή της εν Ιεροσολύμοις Συνόδου του 1672 εις ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1953, τομ. Β’, σ. 704.
[25] Ομολογία Πίστεως της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1727, 16, εις ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, αυτόθι, σ. 868.
[26] Εγκύκλιος της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1836 κατά των Διαμαρτυρομένων Ιεραποστόλων, 7, εις ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, αυτόθι, σ. 883.
[27] Αποκρίσεις (1716/1725)των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής προς τους Αγγλικανούς Ανωμότους, Απόκρισις 5, εις ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, αυτόθι, σ. 794εξής.
[28] Εκ των Αίνων της Κυριακής των Αγίων τιη΄ Θεοφόρων Πατέρων των εν Νικαία (Κυριακή εβδόμη από του Πάσχα).
[29] Liber de Unitate Ecclesiæ 9, PL 4, 506C-507A: «Gratulandum est, cum tales de Ecclesia separantur, ne columbas, ne oves Christi sæva sua et venenata contagione prædentur».
[30] Επιστολή Φωτίου προς τον Πάπαν Νικόλαον PG 102, 605D: «Ούτως εν οις ουκ έστι πίστις το αθετούμενον, ουδέ κοινού τε και καθολικού ψηφίσματος έκπτωσις, άλλων παρ΄ άλλοις εθών τε και νομίμων φυλαττομένων, ούτε τους φύλακας αδικείν ούτε τους μη παραδεξαμένους παρανομείν ορθώς αν τις κρίνειν ειδώς διορίσαιτο». S. FIRMILIANUS, Epistola LXXV Ad Cyprianum contra epistolam Stephani 6, PL 3, 1159A: «… in ceteris quoque plurimis provinciis multa pro locorum et hominum diversitate variantur, nec tamen propter hoc ab Ecclesiæ Catholicæ pace atque unitate aliquando descessum est. Quod nunc Stephanus ausus est facere rumpens adversus vos pacem».
[31] Επιστολή Φιλαδελφεύσι 3, PG 5, 700A: «Απέχεσθε των κακών βοτανών (…) Ουχ ότι παρ΄ υμίν μερισμόν εύρον, αλλ’ αποδιϋλισμόν (…) και όσοι αν μετανοήσαντες έλθωσιν επί την ενότητα της Εκκλησίας, και ούτοι Θεού έσονται (…) ει τις εν αλλοτρία γνώμη περιπατεί, ούτος τω Πάθει ου συγκατατίθεται».
[32] Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως 1, 10, 2 PG 7a, 552A.B: «Τούτο το κήρυγμα παρειληφυία, και ταύτην την πίστιν, ως προέφαμεν, η Εκκλησία, καίπερ εν όλω τω κόσμω διεσπαρμένη, επιμελώς φυλάσσει, ως ένα οίκον οικούσα· και ομοίως πιστεύει τούτοις, ως μίαν ψυχήν και την αυτήν έχουσα καρδίαν, και συμφώνως ταύτα κηρύσσει, και διδάσκει, και παραδίδωσιν, ως εν στόμα κεκτημένη».
[33] Επιστολή 238, Νικοπολίταις Πρεσβυτέροις PG 32, 889B.
[34] ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 4, 10 (83) PG 94, 1125C-1128B. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Εις την προς Ρωμαίους 26, 3 PG 60, 640.
[35] Τόμος Συνοδικός της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1672 εις ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1953, τομ. Β’, σ. 692.
[36] ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Εξήγησις υπομνηματική εις τον Προφήτην Ησαίαν 1, 2 PG 70, 69A.B. ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Ευαγγελική προπαρασκευή 6, 18 PG 22, 457D.
[37] Όρος Πίστεως της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, εις ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1952, τομ. Α’, σ. 187:
[38] Εις το κατά Ιωάννην 82, 2, PG 59, 444.
[39] Κοντάκιον (ήχος πλ.δ΄) της Κυριακής της Πεντηκοστής.
[40] Ρωμ. 8, 18-23.
[41] Ρωμ. 1, 20 και Πραξ. 14, 17.
[42] G. KONIDARIS, «The Orthodox Contribution in the Section of Unity in New Delhi Introductory Note», Θεολογία ΛΓ΄ 2 (1962) 187.
[43] Liber de Unitate Ecclesiæ 7,8 PL 4, 505B: «At vero, quia Christi populus non potest scindi, tunica ejus per totum textilis et cohærens divisa a possidentibus non est. Individua, copulata, connexa ostendit populi nostri, qui Christum induimus, concordiam cohærentem. Sacramento vestis et signo declaravit Ecclesiæ unitatem. Quis ergo sic est sceleratus et perfidus, quis sic discordiæ furore vesanus, ut aut credat scindi posse aut audeat scindere unitatem Dei, vestem Domini, Ecclesiam Christi? Monet ipse in Evangelio suo et docet dicens: Et erim unus grex et unus pastor (Joan. x, 16). Et esse posse uno in loco aliquis existimat aut multos pastores aut plures greges»?
[44] Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, μτφρ. Ιερομ. Αθανασίου Γιέφτιτς (νυν Μητροπ. Πρώην Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης), εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1987, σ. 150.152: «Διά του δόγματος αυτού όλοι οι ευρωπαικοί ανθρωπισμοί απέκτησαν το ιδεώδες και το είδωλόν των: ο άνθρωπος ανεκηρύχθη υπερτάτη θεότης, πανθεότης … Το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα του 20ου αιώνος, δεν είναι άλλο παρά η αναγέννησις της ειδωλολατρίας και του πολυθεισμού … Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα, του πάπα».
[45] Βλ. Την παράγραφον (3): « The Church regards with esteem also the Moslems. They adore the one God, living and subsisting in Himself; merciful and all-powerful, the Creator of heaven and earth, who has spoken to men» και την παράγραφον (4): «Although the Church is the new people of God, the Jews should not be presented as rejected or accursed by God, as if this followed from the Holy Scriptures». Το αγγλικόν κείμενον του Nostra Aetate βλ. εν http://www.vatican.va/archive/hist_councils/ii_vatican_council/documents/vat-ii_decl_19651028_nostra-aetate_en.html
[46] Λόγος περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας 17, PG 102, 296B.
[47] Αυτόθι 6, PG 102, 288B.
[48] Αυτόθι 43, PG 102, 321B.
[49] Αυτόθι 13, PG 102, 292C-293A: «… οργήν μεν, οις τοσαύτην απόνοιαν ανελάβοντο· θρήνον δε, οις προς όλεθρον αβοήθητον καταφέρονται· η γαρ ευσέβεια, και οργιζομένη, τον του ομοφυούς οίκτον ουκ αποτίθεται».
[50] Αυτόθι 96, PG 102, 389C.
[51] Αυτόθι 81, PG 102, 365A.
[52] «Primus sine paribus, Απάντησις εις το περί πρωτείου κείμενον του Πατριαρχείου Μόσχας» http://www.amen.gr/article16557
[53] Περί του Θεού Υιού και Λόγου ως φυσικής εικόνος του Θεού Πατρός, του δε Αγίου Πνεύματος ως φυσικής εικόνος του Θεού Λόγου βάσει της θεολογίας των Καππαδοκών και των αγίων Ιωάννου Δαμασκηνού και Θεοδώρου Στουδίτου βλ. Δ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Εικονολογικές μελέτες, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 26-35.
[54] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Κεφάλαια Εκατόν Πεντήκοντα 121, επιμελεία Π. Χρήστου, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1992, τομ. 5, σ. 103: «Μη μόνον η ουσία του Θεού, ην ουδείς λαμβάνει, αλλά και η κατά φύσιν ενέργεια τούτου λέγεται ζωή, ην κατά χάριν έλαβον οι ούτω παρ΄ αυτού ζωοποιηθέντες, ως και σώζειν δι’ εαυτών, ταυτό δ’ ειπείν και απαθανατίζειν κατά Πνεύμα, τους μη κατά Πνεύμα ζώντας πρότερον».
[55] Προς Μαρίνον τον οσιώτατον Πρεσβύτερον PG 91, 33A.Β: «… έφην μίαν ενέργειαν του Θεού και των αγίων, την πάντων εκθεωτικήν των αγίων, της ελπιζομένης μακαριότητος· του Θεού μεν κατ΄ ουσίαν υπάρχουσαν, των αγίων δε κατά χάριν γεγενημένην». Καί αυτόθι PG 91, 25D: «Μίαν γνώμην κατά πάντα τρόπον είναι του τε Θεού και του των αγίων χορού, αδύνατον· καν, ως είπον, εν εστιν αμφοτέροις το θεληθέν, η σωτηρία των όλων, περί ην των θελημάτων η ένωσις».
[56] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Περί θεοποιού μεθέξεως 6, ενθ’ ανωτ., τομ. 2, σ. 141εξής.
[57] Β΄ Αντίφωνον των Αναβαθμών του Όρθρου της Κυριακής του πλ. δ΄ ήχου.
[58] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Προς Βαρλαάμ A΄ 21, ενθ’ ανωτ., τομ. 1, σ.236εξής: «τρόπος γαρ έτερος δημιουργικής εστιν αρχής και της κατ΄ αυτήν μοναρχίας, και της αρχής και μοναρχίας εκείνης έτερος, η της θεογονίας εστίν επώνυμον, ος και σώζεται τω τον Υιόν και το Πνεύμα την ύπαρξιν έχειν εκ του Πατρός, ώσπερ εκείνος τω δι΄ Υιού εν αγίω Πνεύματι δημιουργόν είναι τον Πατέρα».
[59] Μ. ΦΩΤΙΟΣ, Κατά των της παλαιάς Ρώμης, ότι εκ του Πατρός μόνον εκπορεύεται το Πνεύμα το άγιον, αλλ’ ουχί και εκ του Υιού 10 PG 102, 397Α: «Πως ούν φατε το άγιον Πνεύμα εκπορεύεσθαι και εκ του Υιού; Ει μεν ως εξ αιτίου, ιδού δύο αίτια και δύο αρχαί, Πατήρ και Υιός, και διαρχία μάλλον ή μοναρχία το παρ’ υμίν πρεσβευόμενον, και ουχ ημέτερον λέγειν όσα τα άτοπα έψεται».
[60] Επίσκεψις 698 [31-03-2009]: «Η άρνηση αναγνωρίσεως πρωτείου τινός στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ενός πρωτείου το οποίο δεν μπορεί να ενσαρκώσει παρά καποιος Πρώτος – τουτέστι κάποιος Επίσκοπος, ο οποίος έχει το προνόμιο να είναι ο πρώτος μεταξύ των αδελφών του Επισκόπων – συνιστά αίρεση. Είναι απαράδεκτο αυτό που συνήθως λέγεται ότι η ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων διασφαλίζεται είτε υπό μιάς κοινής πίστεως και λατρείας είτε υπό του θεσμού της Οικουμενικής Συνόδου».
[61] Κείμενον Α΄, «Το αλάθητο της Εκκλησίας», εν Επίσκεψις 259 (1981) σ. 9: «Επιμέρους φορείς και όργανα αυθεντίας στην Εκκλησία είναι ο Επίσκοπος και οι Σύνοδοι της Εκκλησίας και κατ’ εξοχήν οι Οικουμενικές Σύνοδοι».
[62] ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ, Βίος και Πολιτεία του Μεγάλου και Τρισμακαρίστου Ευτυχίου Πατριάρχου ΚΠόλεως 4 (29.31) PG 86b, 2308C.D.2309C.
[63] ΑΡΧΙΜ. ΣΠ. ΜΠΙΛΑΛΗΣ, Ορθοδοξία και Παπισμός, τομ. Α΄(Κριτική του Παπισμού), εκδ. Αδελφ. Ευνίκη, Αθήναι 1988, σ. 75: «Η απόφασις της Οικουμενικής Συνόδου παραμένει ανέκκλητος, διότι δεν υπάρχει κριτήριον ανώτερον της Οικουμενικής Συνόδου».
[64] Επιστολή Λέοντος αρχιεπισκόπου Ρώμης προς Ανατόλιον αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως νέας Ρώμης, ACO II,1,2,[253]57 (ή Mansi 6, 201B).
[65] Πράξις Β΄, 5, 4. (†) ΜΗΤΡΟΠ. ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ, Η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος, Αθήναι 1985, σ. 206 εξής.
[66] Βλ. σύγκρισιν (Συνημμένον Α΄) των εντός της παραγράφου 14 «όντες ευγνώμονες για τη διαφορετικότητά μας» (σ. 7) και «μετανοούμε για τις διαιρέσεις μεταξύ των εκκλησιών μας και εντός αυτών» (σ. 6) ή «Πενθούμε επειδή υπάρχουν επίσης οδυνηρές εμπειρίες καταστάσεων, όπου η διαφορετικότητα έχει τραπεί σε διαίρεση» (παράγραφος 4, σ. 2). Μολονότι είναι δόγματα και όχι έθη, εκείνα υπέρ ων αγωνίζεται και περιχαρακούται η Εκκλησία.
[67] ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περί των πραχθέντων εν τη πρώτη αυτού εξορία, ήτοι εν Βιζύη 28, PG 90, 163A.