Με πραότητα, ταπεινότητα και τονίζοντας πως θα πράξει όσα διά του Λόγου Του μας όρισε ο Χριστός, ήταν ο επιβατήριος λόγος του νέου Μητροπολίτη Μεγάρων και Σαλαμίνος κ.Κωνσταντίνου.
O νέος Ποιμενάρχης της Ιεράς Μητροπόλεως ενθρονίστηκε σήμερα παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, κ.Ιερώνυμου, των τοπικών αρχόντων, και στρατιωτικής ηγεσίας της περιοχής.
Στον Επιβατήριο λόγο του είπε:
Επιβατήριος λόγος
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Μεγάρων και Σαλαμίνος
κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
,βιδ΄ Οκτωβρίου λα΄
«Ιδού εγώ και τα παιδία, α μοι έδωκεν ο Θεός»
Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμε,
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Λεοντοπόλεως κ. Γαβριήλ, εκπρόσωπε της Α.Μ., του Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής κ.κ. Θεοδώρου,
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Νικαίας, άχρι τούδε Τοποτηρητά της θεοσώστου Επαρχίας Μεγάρων και Σαλαμίνος κ. Αλέξιε,
Θεόλεκτε σύλλογε των αγίων Ιεραρχών,
Εξοχώτατοι κ. Υπουργοί,
Εντιμότατοι κ. Βουλευτές,
Εντιμότατε κ. Αντιπεριφερειάρχα,
Αξιότιμοι κ.κ. Δήμαρχοι Μεγάρων, Μάνδρας, Ελευσίνος, Ασπροπύργου και Σαλαμίνος,
Ενδοξώτατε Στρατηγέ,
Αξιότιμοι εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοικήσεως, των πολιτικών, δικαστικών, στρατιωτικών, αστυνομικών και εκπαιδευτικών Αρχών,
Αξιότιμοι εκπρόσωποι των τοπικών φορέων και συλλόγων,
Τίμιον Πρεσβυτέριον, Χριστού Διακονία,
Οσιώτατες μοναστικές αδελφότητες,
Αγαπητοί μου αδελφοί και φίλοι, πιστά παιδιά της κατά Μέγαρα και Σαλαμίνα συνεκλεκτής,
Το άμετρον έλεος της Τρισηλίου Θεότητος, αξίωσε προ ολίγων ημερών την ελαχιστότητά μου, με τις τίμιες ψήφους του ιεροσυνοδικού σώματος της Εκκλησίας της Ελλάδος, να εκλεγώ και εν συνεχεία διά της χειροτονίας μου, να περικοσμηθώ με το αξίωμα του κανονικού Επισκόπου και Μητροπολίτου της θεοσώστου επαρχίας Μεγάρων και Σαλαμίνος. «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν» .
Αυτό το ανεξιχνίαστο έλεος του Πανοικτίρμονος Σωτήρος, με οδηγεί ετούτη τήν ώρα επιβαίνοντα στην Καθέδρα του Επισκόπου, κατά την πρώτη και επισημοτάτη στιγμή της ενάρξεως της αρχιερατικής μου διακονίας κοντά στά «παιδία α μοι έδωκεν ο Θεός».
Ιδού εγώ, ο μικρός εν αξία και πολύς εν κρίμασιν, εν μέσω υμών αδελφοί• και εν μέσω της Εκκλησίας συμπάσης Αυτός ο Μέγας Αρχιερεύς, ο Χριστός.
Αναλαμβάνοντας το άροτρο του τοπικού Γεωργίου, κατανοώ, ότι αναμένετε να ακούσετε από το στόμα μου -κατά το ειωθός- τον εισβατήριο λόγο.
Σε καιρούς, όμως, όπου υπερπερισσεύουν οι μεγαλόστομες δηλώσεις και οι -χωρίς αντίκρισμα- υποσχέσεις, προτιμώ νά καταθέσω ενώπιόν σας, αντί μεγαλόπνοων προγραμματικών εξαγγελιών, προσωπικών οραματισμών και φληναφημάτων, για τα οποία αναπόδραστα θα κρινόμουν από την ιστορία και τους αναγνώστες της, κάτι ουσιαστικώτερο, θεολογικά βαθύτερο και εξόχως εκκλησιολογικό: την εποφειλομένη μαρτυρία της υπαρκτικής μου σχέσεως προς την όντως Αλήθεια και την όντως Ζωή, τον Ιησού Χριστό. Τον δίκαιο Κριτή και το αυθεντικό κριτήριο του πολυκύμαντου βίου μας.
Καί με αφετηρία τη μαρτυρία μου ως προς αυτήν την σχέση, να παρακαλέσω και να προσκαλέσω προσωπικά όλους εσάς, τους αδελφούς και παιδιά μου, το σεμνοπρεπές καύχημά μου, να προσπαθήσουμε να συνδεθούμε «εν τω συνδέσμω τής ειρήνης» , προκειμένου να διακριθούμε στον πνευματικό στίβο, στα καλά έργα, να πολλαπλασιάσουμε -ει δυνατόν εκατονταπλασίως- τα τάλαντα, τα οποία μας εμπιστεύθηκε ο Οικονόμος της ζωής μας και τελικώς να απολάβουμε όλοι μαζί, ποιμένας και ποιμενόμενοι, πατέρας και τέκνα, «τον καλόν και άφθαρτον της νίκης στέφανον» της επουρανίου βασιλείας του Θεού.
Συνεπώς, ο λόγος και οι σκέψεις μου δεν γίνεται να είναι προσωπικοί. Οφείλουν να σημασιολογούνται από τον Μονογενή Λόγο. Εκείνος προσδιόρισε -άπαξ διά παντός- με την ζωή, τον Σταυρό και την Ανάστασή Του, το κήρυγμα και το φρόνημα της Εκκλησίας Του και των λειτουργών Της. Ο Επίσκοπος και οι, κατά τον θεοφόρο Ιγνάτιο Αντιοχείας, «σύνδουλοί» του, δηλαδή, οι πρεσβύτεροι καί οι διάκονοι, μεταλαμπαδεύουν αλληλοδιαδόχως αυτό το εκκλησιαστικό φρόνημα.
Επ’ αυτού, επιτρέψτε μου, να μιλήσω εν συντομία στην αγάπη σας.
Λέγει ο Κύριος: «ει φιλείς με Πέτρε, βόσκε τα αρνία μου, ποίμενε τά πρόβατά μου» . Επομένως, η μετ’ επιμελείας άσκηση της ποιμαντικής διακονίας στην τοπική Εκκλησία Μεγάρων και Σαλαμίνος θα αποτελεί το γνήσιο και μοναδικό κριτήριο της αγάπης μου προς τον Σωτήρα Χριστό. Με τους όρους και τις προϋποθέσεις, που θέτει Εκείνος, όταν περιγράφει τον καλό ποιμένα·«ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησι υπέρ των προβάτων».
Ο ίδιος τίθεται μπροστάρης, ως φυσικό ανάχωμα ενώπιον τού «ερχομένου λύκου» για να μη κατασπαράξει τα πρόβατα. Δεν εξετάζει τήν επικινδυνότητα με όρους μισθωτού φύλακα. Δεν προτάσσει της θυσιαστικής αγάπης το φυσικό αίσθημα της αυτοσυντήρησης. Ο Επίσκοπος αγωνιά και αγωνίζεται για κάθε μέλος της ποίμνης του. Μεριμνά για τις πάσης φύσεως ανάγκες τών παιδιών του. Αναφέρει προς τον Θεό νυχθημερόν τις προσευχές καί τίς αγωνίες τους. Εφαρμόζει τον Παύλειο λόγο: «τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι;».
Το χέρι του, ως φυσική προέκταση του χεριού του Χριστού, οφείλει να καταδεικνύει προς όλους ανεξαιρέτως τον δρόμο προς την ασφαλή Κιβωτό, την Εκκλησία μας και εξόχως την ανεξάντλητη πηγή του αγιασμού τους: το ιερό θυσιαστήριο. Την αδαπάνητη θεία Τράπεζα, απ’ όπου εκπηγάζουν «η αγάπη, η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η χρηστότης, η αγαθωσύνη, η πίστη, η πραότης, η εγκράτεια» . Όλοι οι καρποί του Αγίου Πνεύματος.
Ο Χριστός, επίσης, προσευχόμενος για τους Μαθητές Του, αλλά κατ’ επέκτασιν και για εκείνους, οι οποίοι διά του Βαπτίσματος εισέρχονται στην Εκκλησία Του, παρακαλεί τον Θεό Πατέρα, να τους διατηρεί απαρασάλευτους στο Μυστήριο της αληθινής ενότητος, το οποίο προ της κοσμικής δημιουργίας χαρακτηρίζει υποδειγματικώς τις σχέσεις των προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Με την ίδια εντολή από την Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος, τοποθετούμαι από σήμερα και για όσο θα μου επιτρέπουν οι βιολογικές και πνευματικές μου δυνάμεις, λειτουργικός προεστώς μιάς ευχαριστιακής κοινότητος, στην σύναξη της οποίας ενυπάρχει εξίσου η ενότητα, ως τοπικότητα και ταυτόχρονη καθολικότητα τής Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας του Χριστού. Ενυπάρχει ο δυναμικός χαρακτήρας της οικουμενικής Εκκλησίας, η οποία αγωνίζεται να είναι «τα πάντα και εν πάσι Χριστός».
Είναι αδήριτη ανάγκη, αδελφοί μου, να εργαζόμαστε αδιάκοπα για αυτήν τήν ευλογημένη ενότητα. Ενότητα πίστεως και αγάπης, η οποία σημαίνεται κατά πρώτον από την αδιάρρηκτη σχέση της τοπικής μας Εκκλησίας πρός την κατ’ Ελλάδα αυτοκέφαλη Εκκλησία, υπό του έχοντος την τιμή και ευθύνη της Προεδρείας αυτής, δηλαδή του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου, του, κατά τον θεολόγο Γρηγόριο «απλού τον τρόπον και πολυειδούς την κυβέρνησιν».
Σημαίνεται όμως, επίσης και από τον αγαπητικό σεβασμό προς κάθε άλλη Εκκλησία με προεξάρχουσα στην εργώδη προσπάθεια της οικουμενικής ενότητος και καταλλαγής την Κωνσταντινουπολίτιδα Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία και τον άριστον οιακοστρόφο αυτής, τον Πατριάρχη του Γένους μας κ.κ. Βαρθολομαίον.
Αυτό το περιγραφόμενο ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα, προσδιορισμένο μέσα στην λειτουργική του διάσταση, υπηρετεί γνήσια και την έννοια τής συνοδικότητας σε όλα της τα επίπεδα: στην ενορία, στον κλήρο και τον λαό, στην Επισκοπή και το ιεροσυνοδικό Σώμα. Νοηματοδοτεί, ο,τι ο απόστολος των Εθνών Παύλος χαρακτηρίζει «συνείδηση» όχι του ενός, αλλά του όλου, δηλαδή τού εκκλησιαστικού Σώματος καίμάς οδηγεί, τελικώς, να κατανοούμε «αλλήλους εις παροξυσμόν αγάπης και καλών έργων» .
Καί σε αυτά τα καλά έργα, τους καρπούς της αγάπης και της πίστεως, μέτοχοι καθίστανται δυνητικά όλα τα πρόσωπα. Όλα ανεξαιρέτως.
Ζητώ, συνεπώς αδελφοί μου, από σήμερα να με δεχθήτε, να σας διακονήσω «εις τύπον και τόπον Χριστού» με το φρόνημα, το οποίο ήδη σας περιέγραψα. Αυτό το εκκλησιαστικό φρόνημα οφείλω να σας εξαγγέλω. Μέλημά μου, να σας βοηθήσω, να κατανοήσουμε, «ότι η Εκκλησία δεν είναι ιδεολόγημα με περιορισμένο περιεχόμενο και χρονικότητα. Δεν ακολουθεί προγράμματα, αλλά καταδεικνύει μία στάση, μία νοοτροπία. Αφαιρεί τα προσωπεία και εξαγιάζει τα πρόσωπα. Δημιουργεί ήθος, όχι ηθική. Το ήθός της απορρέει από την εμπράγματη και λειτουργική βίωση του δόγματος. Η Εκκλησία παράγει αληθινό πολιτισμό. Είναι «εν τω κόσμω», χωρίς να υιοθετεί τα σχήματα του κόσμου. Αλλιώς, δεν μπορεί να τον μεταμορφώσει «εν Χριστώ Ιησού». Δεν μπορεί να αναιρέσει από τον κόσμο την φθορά καί τόν θάνατο» .
Προσφέρετε, συνεπώς, την καρδιά σας δι’ εμού στον Χριστό και επιτρέψτε μου να σας υπηρετήσω με ταπείνωση, αγάπη, πατρική εγρήγορση και ελπίδα κοινής αναστάσεως και σωτηρίας. Όπως ακριβώς έπραξε και ο προκάτοχός μου, μακαριστός πρώτος Μηροπολίτης σας κυρός Βαρθολομαίος, του οποίου οι ευχές θα μας ενισχύουν πλέον από το επουράνιο θυσιαστήριο.
Σας προσκαλώ να συλλειτουργήσουμε διά της Ευχαριστίας -γιατί αυτό είναι Εκκλησία- το Μυστήριο της Ζωής. Να αποβάλλουμε τα φοβικά σύνδροματής αυτάρκειας, της φιλαυτίας και της διαιρέσεως, διότι εμπεριέχουν ώσμωση αλλοτρίωσης. Πρόγευση αιώνιου και πνευματικού θανάτου. Παράγουν κρίση, την οποία, δυστυχώς, βιώνουμε τραγικά σήμερα ως Γένος και ως Έθνος.
Σας προσκαλώ να αγωνιστούμε ως εκκλησιαστικό Σώμα, με ειρήνη καρδιάς, την ειρήνη του Χριστού, δηλαδή, για την καταξίωση και την πρόοδο του όμορφου τόπου μας και όλων ανεξαιρέτως των κατοίκων του.
Να συνέχει διαρκώς τήν σκέψη μας, ο Παύλειος λόγος, ότι «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν καί θήλυ·πάντες γάρ υμείς είς εστέ εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» .
Μακαριώτατε Δέσποτα,
Κατά την ημέρα και ώρα της εις Επίσκοπον χειροτονίας μου, υπό το κράτος των ανεπανάληπτων συναισθημάτων και εικόνων, που πλημμύριζαν την καρδιά μου, ευχαρίστησα όλους, όσοι απετέλεσαν και θα εξακολουθούν να αποτελούν σταθμούς της ζωής μου.
Τον μακαριστό και εν αγίοις αναπαυόμενο Γέροντα μου, Καθηγούμενο της ιεράς μονής Ασωμάτων – Πετράκη Αρχιμανδρίτη Χριστοφόρο Παπαδόπουλο, τους κατά σάρκα γονείς και οικογενείας μου, τους κληρικούς και λαϊκούς συνεργάτες και χριστιανούς στην ενορία τής Αγίας Αικατερίνης Πετραλώνων, όπου επί τριακονταετία υπηρέτησα, τους συναδελφούς μου στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Την τετιμημένη και πολυσέβαστη Μακαριότητά Σας, στο πρόσωπο και στο χέρι της Οποίας κατασπάζομαι σύμπασα την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τούτη την ώρα επιτρέψτε μου να διαβεβαιώσω όλους, ότι θα σας μνημονεύω ισοβίως στις προσευχές μου. Οφειλετικώς και ευγνωμόνως.
Αδελφοί μου,
Ανήλθα σε τούτη την Καθέδρα με δέος ιερό. Διότι, δανειζόμενος τα λόγια τού αγίου Κοσμά, του Αιτωλού, «τούτος ο θρόνος είναι ο τάφος μου» .Σας μίλησα «εν ιλαρότητι καρδίας» όχι για εμένα -τι θα μπορούσα να πω άλλωστε- αλλά για Εκείνον, τον Μέγα Αρχιερέα, του Οποίου την ιερή εικόνα προηγουμένως κατασπάσθηκα και πάντοτε θα προσκυνώ, προκειμένου νά ανέρχομαι κατά το δικό Του υπόδειγμα στον Θρόνο του Επισκόπου.
Προσεύχεσθε, παρακαλώ, για την ελάχιστότητά μου. Να κατευθύνει ο Παράκλητος τις πράξεις και τα διανοήματά μου. Την ψυχή και την καρδιά μου. Ώστε να καθίσταμαι «ημέραν καθ’ ημέραν» αγαθός και πιστός επιστάτης στο τοπικό μας Γεώργιο.
«Το λοιπόν, προσεύχεσθε, αδελφοί, περί ημών, ίνα ο λόγος του Κυρίου τρέχη και δοξάζηται, καθώς και προς υμάς, και ίνα ρυσθώμεν από των ατόπων και πονηρών ανθρώπων· ου γαρ πάντων η πίστις. Πιστός δε έστιν ο Κύριος, ος στηρίξει υμάς και φυλάξει από του πονηρού». Αμήν.