Την Πέμπτη 23 Ιουνίου στο πλαίσιο των ΚΒ΄Παυλείων πραγματοποιήθηκε στο Παύλειο Πολιτιστικό Κέντρο Βεροίας η καθιερωμένη Ημερίδα για τους Ιερείς της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, ναούσης και Καμπανίας, που φέτος είχε ως θέμα: «Άγιος Κλήμης Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος: η δράση και η τιμή του», με την ευκαιρία συμπληρώσεως φέτος 1100 χρόνων από της κοιμήσεώς του.
Η εισαγωγική ομιλία έγινε από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμονα, ενώ στη συνέχεια έγιναν εισηγήσεις από: α) τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Στοβίων κ. Δαβίδ, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «Κλήμης Αχρίδος, άγιος της οικουμένης, άγιος της ρωμηοσύνης», β) τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Εδέσσης κ. Ιωήλ, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «Άγιος Κλήμης Αχρίδος, νέα υμνογραφήματα» και γ) ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σκήτεως Βεροίας αρχιμ. Πορφύριο Μπατσαρά, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «Ο Ημαθιώτης φωτιστής των Βαλκανίων και η τιμή του στην Ιερά Μητρόπολή μας».
Τροπάρια του Αγίου έψαλε η αδελφότητα της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βεροίας.
Εναρκτήρια εισήγηση του Σεβασμιωτάτου
Μία από τις τρεις σημαντικές επετείους, οι οποίες σηματοδοτούν και πλουτίζουν με το νόημα και το περιεχόμενό τους το τρέχον έτος στην Ιερά Μητρόπολή μας, είναι και η επέτειος της συμπληρώσεως 1100 ετών από της κοιμήσεως του αγίου Κλήμεντος, αρχιεπισκόπου Αχρίδος, του θαυματουργού.
Η Ιερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας έχει τη μεγάλη ευλογία να φυλάσσει ως πολύτιμο κειμήλιο και πηγή ακενώτου χάριτος τη σεπτή κάρα του αγίου Κλήμεντος, μαθητού και διαδόχου των αγίων αυταδέλφων Κυρίλλου και Μεθοδίου των Θεσσαλονικέων και φωτιστών των Σλάβων στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου της Σκήτης της Βεροίας, γι᾽ αυτό και θελήσαμε να τιμήσουμε τον άγιο Κλήμεντα και με την αφιέρωση μιάς Ημερίδος στο πλαίσιο των ΚΒ´ Παυλείων. Θεωρήσαμε μάλιστα ότι δεν υπάρχει καταλληλότερος συνδυασμός από αυτόν, από το να συνδυάσουμε, δηλαδή, την Ημερίδα προς τιμήν του αγίου ιεράρχου με την καθιερωμένη Ημερίδα των ιερέων η οποία πραγματοποιείται κατά παράδοση στην Ιερά Μητρόπολή μας στο πλαίσιο των Παυλείων, καθώς η εντρύφηση εις τον βίο, το έργο και τη δράση του ιεράρχου διά των εισηγήσεων της Ημερίδος έχει πολλά να προσφέρει σε όλους μας και πολλά να μας διδάξει.
Οι ιεροί υμνογράφοι της Εκκλησίας μας εγκωμιάζουν συχνά τους αγίους ως «πολυέδρους αδάμαντας». Ο χαρακτηρισμός αυτός αρμόζει απολύτως και στον τιμώμενο άγιο Κλήμεντα, αρχιεπίσκοπο Αχρίδος. Μία «έδρα», μία πλευρά, του πνευματικού αυτού αδάμαντος θα ήθελα να παρουσιάσω στην αρχή της Ημερίδος μας. Η πλευρά αυτή είναι το ιεραποστολικό του έργο.
Η ευθύνη της ιεραποστολής, της διαδόσεως, δηλαδή, του ευαγγελικού μηνύματος, προκύπτει από την εντολή του Χριστού προς τους μαθητές του κατά την ημέρα της Αναλήψεώς του. Η προτροπή «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος» δεν αφορά μόνο τους μαθητές και αποστόλους του, αφορά και τους δι᾽ αυτών πιστεύοντας, όλους δηλαδή τους χριστιανούς.
Και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά, εφόσον ο Χριστός συστήνει και στον θεραπευθέντα δαιμονισμένο των Γαδαρηνών «υπόστρεφε εις τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός», καθιστώντας τον και αυτόν κήρυκα και ιεραπόστολό του.
Το ιεραποστολικό, λοιπόν, στοιχείο της ζωής και της προσωπικότητος του αγίου Κλήμεντος δεν είναι κάτι το οποίο δεν μας αφορά ή δεν έχει σχέση με τη δική μας διακονία, επειδή ζούμε και διακονούμε σε μία χώρα στην οποία ο ευαγγελικός λόγος έχει κηρυχθεί πριν από 20 αιώνες.
Το ιεραποστολικό στοιχείο είναι θεμελιώδες στοιχείο της εκκλησιαστικής μας διακονίας αλλά και της εν Χριστώ ζωής μας, γεγονός το οποίο τονίζει και ο πρωτοκορυφαίος απόστολος Παύλος γράφοντας προς τους Κορινθίους: «εάν γαρ ευαγγελίζωμαι, ουκ έστι μοι καύχημα· ανάγκη επίκειται· ουαί γαρ μοι εστιν εάν μη ευαγγελίζωμαι».
Αυτή την ανάγκη του ευαγγελισμού των ανθρώπων διακόνησε και ο άγιος Κλήμης τόσο στην πρώτη περίοδο της ζωής του, όταν ήταν μαθητής των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, όσο και στη συνέχεια, μετά την κοίμησή τους, όταν είχε ο ίδιος την ευθύνη του μεγάλου έργου του εκχριστιανισμού διαφόρων σλαβικών φύλων.
Εάν εξετάσουμε ολόκληρη αυτή τη μακρά και επίπονη διαδρομή του, μπορούμε να διακρίνουμε τρία χαρακτηριστικά που θα πρέπει να έχουμε και εμείς υπόψη μας.
Το πρώτο χαρακτηριστικό της ιεραποστολικής του δράσεως είναι η υπακοή στην Εκκλησία.
Ο άγιος Κλήμης εντάσσεται εξ αρχής στην ιεραποστολική ομάδα των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου και στηρίζει το έργο του εκχριστιανισμού της Μεγάλης Μοραβίας βελτιώνοντας το Κυριλλικό αλφάβητο, το οποίο είχε επινοήσει ο άγιος Κύριλλος, δίνοντας γραπτή μορφή στη γλώσσα των Σλαβικών λαών και στη συνέχεια μεταφράζοντας την αγία Γραφή και τα λειτουργικά κείμενα στη γλώσσα τους. Εργάζεται σιωπηλά και ακούραστα και στις εύκολες και στις δύσκολες στιγμές του ιεραποστολικού τους έργου, και κυρίως με αφοσίωση προς τον άγιο Μεθόδιο, ο οποίος μετά την κοίμηση του αδελφού του, του αγίου Κυρίλλου, είχε αναλάβει την ευθύνη της ολοκληρώσεως της αποστολής. Και είναι τόσο μεγάλη η αφοσίωσή του στον άγιο Μεθόδιο και η υπακοή του στην Εκκλησία, ώστε δέχεται με ταπείνωση την απόφαση του πνευματικού του πατρός, του αγίου Μεθοδίου, να υποδείξει ως διάδοχό του στη θέση του αρχιεπισκόπου Μοραβίας όχι τον ίδιο, που όπως προκύπτει από τον Βίο του, ο οποίος αποδίδεται στον Θεοφύλακτο αρχιεπίσκοπο Αχρίδας, αλλά έναν άλλο μαθητή του, τον άγιο Γόρασδο.
Η πρόνοια του Θεού όμως του επιφυλάσσει μία άλλη διακονία και μία άλλη αποστολή στον άγιο Κλήμεντα την οποία θα πραγματοποιήσει με τη συμβολή του στον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων και την ανάδειξή του σε αρχιεπίσκοπο Αχρίδας.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό του ιεραποστολικού έργου του αγίου Κλήμεντος είναι η υπομονή του στους διωγμούς που αντιμετώπισε. Η αποστολή των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου και των μαθητών τους στη Μοραβία, από την οποία άρχισε ο εκχριστιανισμός των Σλάβων, δεν ήταν μία εύκολη υπόθεση. Διότι μπορεί ο ηγεμόνας της Μοραβίας Ρατισλάβος να είχε ασπασθεί τον χριστιανισμό και να είχε ζητήσει από τον πατριάρχη Φώτιο να του στείλει ιεραποστόλους για να κηρύξουν το ευαγγέλιο και στο λαό του, αλλά η Μοραβία ήταν μία εκτεταμένη χώρα στην οποία οι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, όπως και οι μαθητές τους, είχαν να αντιμετωπίσουν πολλά προβλήματα τόσο από τους κατά τόπους ηγεμόνες όσο και από τους κληρικούς της Εκκλησίας της Ρώμης, οι οποίοι παρότι δεν είχε συμβεί ακόμη το σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, έβλεπαν με επιφύλαξη και καχυποψία την παρουσία βυζαντινών ιεραποστόλων στην κεντρική Ευρώπη και αντιτίθεντο στη χρήση της σλαβικής, μιάς εθνικής δηλαδή γλώσσας, στη λειτουργία αντί της λατινικής, την οποία θεωρούσαν μαζί με την ελληνική και την εβραική ως μία από τις «επιτρεπόμενες» γλώσσες της θείας λατρείας.
Οι διώξεις και οι ταλαιπωρίες πολλές και πριν από την κοίμηση του διδασκάλου του αγίου Μεθοδίου, αλλά και στη συνέχεια, όταν ο άγιος Κλήμης και οι άλλοι μαθητές των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, ανέλαβαν να συνεχίσουν το έργο τους τόσο στη Μεγάλη Μοραβία όσο και στη Βουλγαρία. Είχαν πάντοτε όμως κατά νού τον λόγο του Κυρίου «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσι, ει τον λόγον μου ετήρησαν και τον υμέτερον τηρήσουσι».
Και ήταν πολλοί αυτοί που τους εδίωξαν, επειδή κήρυτταν τον λόγο του Θεού και επειδή εκπροσωπούσαν την ορθή πίστη και την ορθή εκκλησιαστική πράξη, ώστε θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε και για τον άγιο Κλήμεντα τους λόγους με τους οποίους περιγράφει ο απόστολος Παύλος τα δικά του δεινά και τις δικές του ταλαιπωρίες και φυλακίσεις χάριν του ευαγγελίου: «κινδύνοις ποταμών, κινδύνοις ληστών, … κινδύνοις εξ εθνών, κινδύνοις εν πόλει, … κινδύνοις εν ψευδαδέλφοις, κόπω και μόχθω, εν αγρυπνίαις πολλάκις, εν λιμώ και δίψει, εν νηστείαις πολλάκις, εν ψύχει και γυμνότητι» (2 Κορ. 11.26-27).
Ο άγιος Κλήμης αντιμετωπίζει την εχθρότητα και την κακία πολλών· αντιμετωπίζει τις ποικίλες προλήψεις και προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες των ανθρώπων αλλά και των αρχόντων· αντιμετωπίζει αλληλοσυγκρουόμενα πολιτικά συμφέροντα. Φυλακίζεται και υπομένει καρτερικά τις θλιβερές συνθήκες της φυλακής. Και μέσα στη φυλακή μαζί με τους συνεκδήμους του δεν χάνει την ελπίδα του στον Θεό. Προσεύχεται, όπως άλλοτε ο πρωτοκορυφαίος απόστολος Παύλος, και αξιώνεται να ζήσει το ίδιο θαύμα που είχε ζήσει και ο απόστολος Παύλος στη φυλακή των Φιλίππων, και να αισθανθεί την επιβεβαίωση του Θεού για την ορθότητα των προσπαθειών και των κόπων του.
Ο άγιος Κλήμης και οι συνοδοί του προσευχόταν τη νύκτα μέσα στη φυλακή, και καθώς προσευχόταν έγινε σεισμός που άνοιξε με θαυμαστό τρόπο τη θύρα της φυλακής και βρέθηκαν ξαφνικά ελεύθεροι. Ο ηγεμόνας δεν θέλησε να πιστεύσει το θαύμα. Και γι᾽ αυτό τους έκλεισε και πάλι στη φυλακή με μεγαλύτερη φρουρά και περισσότερη ασφάλεια. Όμως την επόμενη νύκτα το θαύμα επαναλήφθηκε. Ενώ προσευχόταν, στο ίδιο ακριβώς σημείο της προσευής, όπως και το πρώτο βράδυ, έγινε σεισμός. Οι πύλες της φυλακής άνοιξαν και τα χέρια τους λύθηκαν από τις αλυσίδες με θαυμαστό τρόπο, γεγονός που τους ενεθάρρυνε να συνεχίσουν με περισσότερο ζήλο το κήρυγμα του ευαγγελίου.
Οι ταλαιπωρίες του αγίου Κλήμεντος δεν σταμάτησαν εδώ, συνεχίσθηκαν, όταν μετά την απελευθέρωσή του μαζί με τους μαθητές του Ναούμ και Αγγελάριο πορεύθηκαν προς τη Βουλγαρία, για να κηρύξουν εκεί τον θείο λόγο. Οι κακουχίες που αντιμετωπίζουν εκεί από το ψύχος και τις αντιξοότητες του ταξιδίου που τους οδηγούν στα πρόθυρα του θανάτου αντί να τους απογοητεύουν τους ενισχύουν περισσότερο. Η προσευχή στον Θεό είναι η ανάπαυση και το καταφύγιό τους. Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, εφόσον δεν ταλαιπωρούνται εργαζόμενοι για τον εαυτό τους, δεν κοπιάζουν για τη δική τους δόξα, δεν αγρυπνούν για την επίτευξη ιδιοτελών σκοπών. Είναι γεωργοί στο γεώργιο του Θεού, είναι σπορείς του θείου Λόγου, είναι εργάτες στον αμπελώνα του, και γι᾽ Αυτόν κοπιάζουν, για τη δόξα του κακοπαθούν, για τη διάδοση του ευαγγελίου του κινδυνεύουν.
Και ο Θεός δεν εγκαταλείπει τους δούλους του. Με θαυμαστό τρόπο τους σώζει από τις δυσκολίες του αλλά και επιτελεί δι᾽αυτών «θαυμάσια, μεγάλα» ώστε να γνωρίσουν οι άνθρωποι τη δύναμη του Θεού που κηρύττει ο άγιος Κλήμης και οι συνέκδημοί του και να πιστεύσουν.
Η άφιξή τους τελικά στην πρωτεύουσα του Βουλγαρικού κράτους, την Πλίσκα, θα σημάνει μία πρόσκαιρη αναψυχή από τις ταλαιπωρίες, διότι ο τσάρος Βόρις που είχε δεχθεί τον χριστιανισμό από την Κωνσταντινούπολη επί του πατριάρχου Μεγάλου Φωτίου και είχε λάβει το όνομα Μιχαήλ, τους παραχωρεί τα αναγκαία μέσα για να αφοσιωθούν στο έργο τους. Εκεί ο άγιος Κλήμης συστήνει και την πρώτη μονή αφιερωμένη στον άγιο μεγαλομάρτυρα Παντελεήμονα, τον οποίο ευλαβείτο και θαύμαζε από τα νεανικά του χρόνια. Λίγο αργότερα όμως ο άγιος αναδεικνύεται αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και μαζί με τον μαθητή του Ναούμ, καθώς ο Αγγελάριος είχε ήδη κοιμηθεί, αναλαμβάνει να κηρύξει το ευαγγέλιο σε μία άλλη περιοχή, πολύ μακριά από την πρωτεύουσα του βουλγαρικού κράτους και να οργανώσει εκεί την Εκκλησία.
Ο άγιος Κλήμης δεν περιορίζεται μόνο στα στενά επισκοπικά του καθήκοντα. Όπως γράφει στον Βίο του ο διάδοχός του αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Θεοφύλακτος, ο άγιος Κλήμης συγγράφει χάριν του ποιμνίου του βίους και εγκώμια και ακολουθίες προς τιμήν αγίων στην σλαβονική γλώσσα, ώστε να είναι κατανοητά από όλους πλουτίζοντας έτσι τη σλαβική λειτουργική παράδοση και τη σλαβική γραμματεία με τα πρώτα της πρωτότυπα κείμενα. Κοπιάζει νυχθημερόν για την κατά Θεόν προκοπή του ποιμνίου του, αλλά δεν παραπονείται για τον δικό του κόπο. Αυτό που τον απασχολεί περισσότερο από όλα είναι να μορφωθεί ο Χριστός στις ψυχές των ανθρώπων και να στηριχθεί το δένδρο της Εκκλησίας. Και παρά την προχωρημένη του ηλικία και παρά την εξασθενημένη από τις ταλαιπωρίες και κακουχίες υγεία του ο άγιος Κλήμης συνεχίζει να εργάζεται ακατάπαυστα, ενώ εκ παραλλήλου ζεί μία αυστηρή μοναχική ζωή στη μονή που είχε ιδρύσει στην Αχρίδα προς τιμήν και πάλι του αγίου μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος.
Και αυτό είναι το τρίτο χαρακτηριστικό της ιεραποστολικής του δράσεως. Ο άγιος Κλήμης, όπως και ο διδάσκαλός του άγιος Μεθόδιος, δεν διαχωρίζει την προσωπική πνευματική εργασία από την ιεραποστολική δράση. Σε όλη του την πορεία, τόσο κατά τα χρόνια κατά τα οποία ζεί και εργάζεται κοντά στους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, όσο και στη συνέχεια, όταν επωμίζεται ο ίδιος την ευθύνη του ιεραποστολικού έργου μαζί με τους άλλους μαθητές των αγίων, και παρά τις άπειρες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, δεν παραλείπουν ποτέ ούτε τις ακολουθίες, ούτε την προσευχή, ούτε τη νηστεία, ούτε κανένα από τα προσωπικά πνευματικά τους καθήκοντα. Από αυτά αντλούν δύναμη για να συνεχίσουν το έργο τους. Από αυτά αρύονται τη χάρη του Θεού για να εκπληρώσουν την αποστολή τους. Σε αυτά βρίσκουν παρηγορία και ενίσχυση για να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες και τα προβλήματα που ανακύπτουν. Και αυτά είναι πολλά, γιατί οι συνθήκες που αντιμετωπίζουν στις χώρες των Σλάβων όπου κήρυτταν το ευαγγέλιο του Χριστού ήταν απελπιστικά δύσκολες. Ο άγιος Κλήμης όμως με τη δύναμη της προσευχής και της πνευματικής ασκήσεως, με τη δύναμη που αντλεί από το ιερό θυσιαστήριο επιτυγχάνει να φέρει εις πέρας το έργο που του είχε αναθέσει η Εκκλησία και να παρουσιασθεί ενώπιον του Θεού έχοντας καλλιεργήσει φιλόπονα τα τάλαντα που του εμπιστεύθηκε για τη δόξα του αγίου Ονόματός του.
Ίσως κάποιος ρωτήσει τώρα τι σχέση έχουν όλα αυτά με εμάς, εφόσον εμείς δεν καλούμεθα να κηρύξουμε το ευαγγέλιο του Χριστού σε λαούς που δεν το γνωρίζουν, ούτε να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες που συνάντησε ο άγιος Κλήμης.
Ασφαλώς το δικό μας έργο δεν είναι το ίδιο με αυτό του αγίου Κλήμεντος, όμως, όπως είπα και στην αρχή, το έργο της Εκκλησίας είναι ιεραποστολικό, γιατί εμείς μπορεί να απευθυνόμαστε σε ανθρώπους που είναι χριστιανοί, που είναι βαπτισμένοι, όμως είναι ανάγκη να τους διδάξουμε πέρα από τα βασικά στοιχεία της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας μας όλα όσα είναι αναγκαία για να μην είναι χριστιανοί μόνο κατά την ταυτότητα, αλλά να είναι πραγματικά και ζωντανά μέλη της Εκκλησίας του Χριστού. Επομένως και το δικό μας έργο προσομοιάζει με το έργο του αγίου Κλήμεντος.
Γι᾽ αυτό και, εάν θέλουμε και το δικό μας έργο να επιτύχει, θα πρέπει να προσέξουμε και εμείς τα τρία χαρακτηριστικά τα οποία είχε το έργο του αγίου Κλήμεντος και τα οποία προανέφερα.
Το πρώτο είναι, όπως είπα, η υπακοή στην Εκκλησία. Δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι δεν είμαστε κληρικοί για τον εαυτό μας, και ότι το έργο μας δεν είναι ένα έργο προσωπικό, αλλά ένα έργο εκκλησιαστικό. Επομένως ο,τι κάνουμε έχει την αναφορά του στην Εκκλησία, δεν είναι ανεξάρτητο από αυτήν, δεν μπορεί να μην γίνεται στο πλαίσιο της υπακοής μας σε αυτήν· γιατί τότε δεν έχει τη χάρη και την ευλογία του Θεού. Και χωρίς τη χάρη και την ευλογία του Θεού ούτε το έργο μας μπορεί να επιτύχει, ούτε μπορεί να ωφελήσει τους ανθρώπους αλλά ούτε και εμάς τους ίδιους. Η υπακοή στην Εκκλησία δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως δήθεν περιορισμός της ελευθερίας μας, αλλά ως ασφαλιστική δικλείδα που μας προστατεύει από τον εγωισμό και την αυταρέσκεια, η οποία είναι άκρως επικίνδυνη και για το έργο μας και για την πνευματική μας ωφέλεια.
Επιπλέον ας μην ξεχνούμε ότι το έργο που επιτελούμε και η επιτυχία του δεν είναι δική μας υπόθεση, δεν είναι, όπως γράφει ο απόστολος Παύλος, «του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος αλλά του ελεούντος Θεού» (Ρωμ. 9.16). Και ο Θεός ελεεί και δίδει τη χάρη του στους ταπεινούς και υπάκουους δούλους του.
Το δεύτερο στοιχείο είναι οι δυσκολίες και οι ταλαιπωρίες. Και πάλι εμείς δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα και τις αντιξοότητες που υπέμεινε ο άγιος Κλήμης και οι συνεργάτες του, αλλά δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο διάβολος του οποίου έργο και προσπάθεια είναι να εμποδίσει τη διάδοση του λόγου του Θεού στους ανθρώπους και τη σωτηρία τους, βρίσκει πάντοτε τρόπους και χρησιμοποιεί πάντοτε ανθρώπους για να φέρει προσκόμματα στην προσπάθεια και το έργο μας.
Μπορεί το δικό μας ιεραποστολικό έργο να είναι μικρό και περιορισμένο σε σχέση με αυτό του αγίου Κλήμεντος, όμως οι δυσκολίες και τα προβλήματα μπορεί να παρουσιασθούν σε κάθε προσπάθειά μας για να την ανακόψουν, για να μας ψυχράνουν τον ζήλο, για να μας απογοητεύσουν και να μας αποθαρρύνουν να συνεχίσουμε. Το παράδειγμα όμως του αγίου Κλήμεντος μας διδάσκει ότι τα προβλήματα και οι δυσκολίες είναι αναμενόμενες και θα πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε με πίστη στον Θεό και υπομονή, εφόσον γνωρίζουμε ότι το έργο που επιτελούμε είναι έργο του Θεού και Εκείνος μεριμνά και φροντίζει ώστε να ευοδωθεί.
Το τρίτο στοιχείο είναι το στοιχείο της πνευματικής εν Χριστώ ζωής στο ιεραποστολικό έργο. Ορισμένοι νομίζουν ότι ιεραποστολή και πνευματική ζωή δεν συνδέονται άμεσα. Νομίζουν ότι αρκεί να βρούν τρόπους σύγχρονους και ευχάριστους για να ελκύσουν τον κόσμο και ίσως περισσότερο τους νέους στην Εκκλησία. Βεβαίως και οι σύγχρονοι τρόποι και οι ωραίες ευκαιρίες είναι χρήσιμα και βοηθητικά στοιχεία στο έργο μας και χρειάζεται να σκεφτόμαστε και να επινοούμε νέους τρόπους με τους οποίους θα μπορέσουμε να κερδίσουμε τους ανθρώπους και ιδίως τους νέους για την Εκκλησία. Κάτι ανάλογο έκανε και ο άγιος Κλήμης, όπως μαρτυρεί ο βιογράφος του Θεοφύλακτος Αχρίδος· έπιανε, λέει, μέσα στο χέρι του το χέρι των μικρών παιδιών για να τους μάθει να γράφουν, και αυτός ήταν επίσκοπος. Αλλά δεν ωφελεί να μετατρέψουμε την Εκκλησία μόνο σε φροντιστήριο ή σε αθλητικό σύλλογο ή σε οτιδήποτε άλλο για να προσελκύσουμε κόσμο, εάν σε αυτό τον κόσμο δεν προσφέρουμε αυτό για τον οποίο τον καλούμε, δηλαδή εάν δεν προσφέρουμε τον Χριστό· εάν δεν του δείχνουμε τον δρόμο της λειτουργικής και μυστηριακής ζωής, εάν δεν του δείχνουμε τον τρόπο και τη δύναμη της προσευχής και της μελέτης στη ζωή του, εάν μέσα από όλα αυτά δεν τον συνδέουμε με τον Χριστό, ο οποίος είναι ο σκοπός και το τέλος της προσπαθείας μας. Εάν δεν συμβούν όλα αυτά, τότε οι άνθρωποι είτε θα παρανοήσουν τη σημασία και τον ρόλο της Εκκλησίας, είτε σύντομα θα απομακρυνθούν απογοητευμένοι από αυτήν. Για να συμβούν όμως όλα αυτά θα πρέπει πρώτοι εμείς να ζούμε αυτή τη ζωή συνειδητά και με συνέπεια. Η θεία λατρεία, η προσευχή, η μελέτη, η άσκηση θα πρέπει να είναι η ουσία της ζωής μας· να ζούμε γι᾽ αυτά και να αντλούμε δύναμη από αυτά. Και όταν εμείς τα ζούμε, αυτό αντανακλάται και στους ανθρώπους, και μπορούν να κατανοήσουν τη σημασία τους στη ζωή και να αγαπήσουν και οι ίδιοι τη λειτουργική ζωή, την προσευχή και την πνευματική άσκηση.
Εάν το επιτύχουμε αυτό, τότε θα έχουμε επιτύχει στο έργο μας, γιατί θα έχουμε συνδέσει τους ανθρώπους όχι με τον εαυτό μας αλλά με τον Χριστό, όπως ακριβώς έκανε και ο άγιος Κλήμης.
Θεωρώντας και μελετώντας με αυτό τον τρόπο το ιεραποστολικό έργο του αγίου Κλήμεντος θα έχουμε τη δυνατότητα να βελτιώσουμε και τη δική μας προσπάθεια και το δικό μας έργο, ώστε να προάγεται και να καρποφορεί προς δόξαν Θεού.
Με αυτές τις σκέψεις σας καλωσορίζω στην Ημερίδα των ιερέων της Ιεράς μας Μητροπόλεως και καλωσορίζω και ευχαριστώ ιδιαιτέρως τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Στοβίων κύριο Δαβίδ, ο οποίος ποιμαίνει τον λαό του Θεού στον οποίο πριν από 11 αιώνες κήρυξε το Ευαγγέλιο ο άγιος Κλήμης, και ο οποίος με πολύ καλωσύνη δέχθηκε την πρόσκλησή μας να συμμετάσχει στην Ημερίδας προς τιμήν του αγίου Κλήμεντος, και θα μας αναπτύξει το θέμα «Κλήμης Αχρίδος, άγιος της οικουμένης, άγιος της Ρωμηοσύνης».
Καλωσορίζω και ευχαριστώ θερμά και τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κύριο Ιωήλ, ο οποίος πάντοτε με πολλή αγάπη ανταποκρίνεται στις προσκλήσεις μας και έρχεται για να μας πλουτίσει με τις γνώσεις του. Ο Άγιος Εδέσσης θα μας αναπτύξει σήμερα ένα θέμα που συνδέεται και με το χάρισμα του υμνογράφου που έχει. Θα μας μιλήσει με θέμα: «Ο άγιος Κλήμης Αχρίδος: Νέα υμνογραφήματα».
Και, τέλος, ευχαριστώ και τον πανοσιολογιώτατο Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Σκήτης Βεροίας, ο οποίος έχει το προνόμιο και την ευλογία να έχει στην Ιερά Μονή του τη σεπτή και χαριτόβρυτη κάρα του αγίου Κλήμεντος, και ο οποίος θα μας αναπτύξει το θέμα: «Ο Ημαθιώτης φωτιστής των Βαλκανίων και η τιμή του στην Ιερά Μητρόπολή μας».
Τους ευχαριστώ όλους θερμά.