Του Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ
«Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»
Οκτώ ημέρες μετά την ένδοξη Ανάστασί Του ο Θείος Λυτρωτής μας, αγαπητοί μου αδελφοί, εμφανίζεται πάλι στους αγίους Μαθητές Του και Αποστόλους, παρόντος αυτή τη φορά και του Θωμά, «κεκλεισμένων των θυρών» του οίκου, στον οποίο ήσαν συναγμένοι, συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία του Αποστόλου Θωμά να πιστεύση στην μαρτυρία και διαβεβαίωσι των συμμαθητών του ότι αναστήθηκε ο Χριστός και τον είδαν και τον προσκύνησαν Αναστάντα εκ νεκρών.
Θεική συγκατάβασις όχι μόνο στην ανθρώπινη αδυναμία του να πιστεύση στη χαρμόσυνη είδησι που του μετέφεραν οι άλλοι μαθητές του Χριστού, αυτόπτες του Αναστάντος Κυρίου, αλλά και στην έμμονη δήλωσί του ότι δεν θα πιστεύση, εάν δεν ιδή προηγουμένως το σημάδι των καρφιών και δεν βάλη το δάκτυλό του στο σημείο αυτό και το χέρι του στην τρυπημένη από την λόγχη του στρατιώτη αγία πλευρά του Θεανθρώπου.
«Κεκηρυγμένη και ωμολογημένη απιστία – δυσπιστία. Ενυπάρχει ισχυρογνωμοσύνη και εις αυτήν την μορφήν των λόγων του και προ παντός εις την επανάληψιν των ιδίων λέξεων». Ο εκκλησιαστικός ερμηνευτής Ευθύμιος Ζυγαβηνός παρατηρεί ότι : «Διά τούτο ο Θωμάς εγκαλείται – κατηγορείται. Διότι εις τους συμμαθητάς του, που ήσαν αξιόπιστοι και τον διαβεβαίωναν για την θέασι του Αναστάντος δεν επίστευσε».
Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, αναφερόμενος στην ολιγοπιστία του Θωμά σχολιάζει ότι : «Νομίζω δε ότι κατά μεγάλη οικονομία Θεού είχε συμβή προς καιρόν η ολιγοπιστία του μαθητού. Γιά να πιστεύωμε χωρίς κανένα ενδοιασμό εμείς οι μεταγενέστεροι, με την πληροφορία που μας έδωσε, ότι ο Ουράνιος Πατέρας διά του Υιού εζωογόνησε και ανέστησε την σάρκα Του, που ήταν κρεμασμένη επάνω στο ξύλο του Σταυρού και εθανατώθηκε».
Ο ιερός Χρυσόστομος σημειώνει ότι : «Ζητούσε την πίστι (και την βεβαιοπιστία) με την παχύτατη αίσθησι (την αφή) και δεν επίστευε στα μάτια του. Γιατί δεν είπε : Αν δεν ιδώ, αλλά αν δεν ψηλαφήσω … μήπως τυχόν ήταν φαντασία το βλεπόμενο».
«Εσύ δε, συνεχίζει ο θείος Χρυσόστομος, όταν ιδής απιστούντα τον μαθητή, εννόησε την φιλανθρωπία του Δεσπότου Χριστού, πως και για μια ψυχή φανερώνει τον εαυτό του να έχη τραύματα και έρχεται για να διασώση και τον ένα».
«Ξανάρχεται ο Ιησούς (μετά από οκτώ ημέρες), προσθέτει ο ιερός Χρυσόστομος, και δεν περιμένει να αντιμετωπίση τις αξιώσεις του δύσπιστου μαθητού, ούτε να ακούση κάτι παρόμοιο, αλλά ενώ εκείνος τίποτε δεν είπε, ο Θεάνθρωπος αφού πρόφθασε έκανε αυτά που επιθυμούσε».
Ο Κύριος συγκαταβαίνοντας στην αδυναμία του Θωμά τηρεί τους όρους, που τους υπαγόρευσε η δυσπιστία του, για να μη μείνη αυτός εγκλωβισμένος μέσα στα δίχτυα της. Σαν καλός ποιμένας αναζητεί το απολωλός πρόβατο και το ξαναφέρνει στην ποίμνη, από την οποία κινδύνευε να αποπλανηθή. «Η συγκατάβασις και ανοχή του Κυρίου, αλλά και η τρυφερότητά του προς τον απιστήσαντα μαθητή είναι μοναδική και ασύγκριτη».
Αυτή η μεγάλη συγκατάβασις και μακροθυμία του Σωτήρος Χριστού ανακάλεσε στην πίστι τον δύσπιστο μαθητή με αποτέλεσμα όχι απλώς να αναγνωρίση τον Ιησούν ως Κύριον, αλλά και να ομολογήση την θεότητά του τόσο πιο πολύ, όσο κανένας μέχρι τότε δεν την είχε ομολογήσει. Είπε μέσα από την καρδιά του το «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Έδωσε την σωτήρια ομολογία του. Ας τον μιμήται ο καθένας μας σε ανάλογες στιγμές. Αμήν.-