Διχασμό έχει προκαλέσει το θέμα λειτουργίας του Κοιμητηρίου του Αγίου Κωνσταντίνου, είτε στο σύνολό του είτε μόνο για τους οικογενειακούς τάφους, με τη δεύτερη λύση να φαίνεται να κερδίζει έδαφος στη Λότζια.
Σήμερα, επιτροπή των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής του νεκροταφείου θα συναντήσει το δήμαρχο Βασίλη Λαμπρινό προκειμένου να συζητήσουν το θέμα της διαχείρισης του κοιμητηρίου, ενώ το “καυτό” ζήτημα θα συζητηθεί, τη Δευτέρα, στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου Ηρακλείου.
Στη συνεδρίαση της Δευτέρας, μάλιστα, θα τεθεί προς συζήτηση η πρόταση της δημοτικής Αρχής που προβλέπει ότι θα πρέπει να αρθούν οι λόγοι που οδήγησαν στη διακοπή της λειτουργίας του με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όπως είναι γνωστό, παρά το γεγονός ότι ο Δήμος Ηρακλείου είχε από το 2008 στα χέρια του απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία προέβλεπε ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί η λειτουργία του, καθώς με την υπερχρήση του κοιμητηρίου είχε δημιουργηθεί υπερκορεσμός και υπερμόλυνση του εδάφους, δεν την εφάρμοσε.
Το καθεστώς αυτής της παράνομης λειτουργίας επιχειρεί να ανατρέψει η δημοτική αρχή, επιχειρώντας την άρση της των λόγων που οδήγησαν το Ανώτατο Δικαστήριο να βάλει φρένο στη συνέχιση των ταφών. Στην κατεύθυνση αυτή ήδη έχουν ξεκινήσει τα αποστραγγιστικά έργα που απαιτούνται τα οποία θα παρουσιαστούν σε μια αναλυτική τεχνική έκθεση που θα συζητηθεί στο Σώμα την ερχόμενη Δευτέρα. Η έκθεση αυτή προβλέπει μεταξύ άλλων ότι θα συνεχιστεί η χρήση των οικογενειακών τάφων και μόνο, που είναι περίπου 612.
Εν τω μεταξύ οριστικό τέλος στη λειτουργία του κοιμητηρίου του Αγίου Κωνσταντίνου ζητά η Επιτροπή Κατοίκων της περιοχής Αγίου Κωνσταντίνου με επιστολή τους προς το δήμαρχο Ηρακλείου κ. Βασίλη Λαμπρινό, στην οποία αναφέρεται μεταξύ αλλων: Με την απόφαση του ΣτΕ υπήρξε μια φθίνουσα πορεία των ενταφιασμών (αν και παράνομη) με σιωπηρή ανοχή. Παρακολουθούμε το ζήτημα και ήμασταν σίγουροι ότι η νέα δημοτική αρχή θα έδινε ένα τέλος σύμφωνα με την οριστική απόφαση του ΣτΕ.
Με δεδομένο ότι στις προγραμματικές δηλώσεις δε διατυπώθηκε διαφορετική άποψη ειλικρινά μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς είναι δυνατό να προωθείται μια άποψη βαθιά αντικοινωνική και αντιχριστιανική και η οποία αποτελεί προσβολή για τον πολιτισμό μας και αντιτίθεται στην απόφαση του Σ.τ.Ε Εμείς πάντοτε είμαστε υπέρ του διαλόγου γι’ αυτό ούτε με τις προηγούμενες δημοτικές αρχές ούτε και τώρα επιδιώκουμε δικαστικές διαμάχες. Ελπίζοντας ότι οι ενέργειες σας θα έχουν στόχο τον εκσυγχρονισμό μιας περιοχής που ασφυκτιά χωρίς εκκλησία, χώρο πρασίνου και δημοτικό σχολείο σεβόμενοι όμως τα ιστορικά τμήματα του κοιμητηρίου, προσδοκούμε να αναθεωρήσετε τις προθέσεις σας.
Και μια άλλη άποψη
Ωστόσο, η τοποθέτηση αυτή φαίνεται πως δεν εκφράζει το σύνολο των κατοίκων της περιοχής. Αναγνώστης του Cretalive, με επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, Ειρηναίο και το δήμαρχο Βασίλη Λαμπρινό, με αφορμή το δημοσίευμα για την αντίδραση της Επιτροπής Κατοίκων της περιοχής, προτάσσει το σενάριο λειτουργίας του Κοιμητηρίου, διευκρινίζοντας μάλιστα ότι η Επιτροπή δεν εκφράζει την πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής και των ενοριτών. Καταρρίπτει τον ισχυρισμό ότι οι οικογενειακοί τάφοι συνιστούν οικονομική ευμάρεια και υπενθυμίζει ότι η επίσημη θέση της Αρχιεπισκοπής είναι υπέρ της συνέχισης της λειτουργίας του νεκροταφείου του Αγίου Κωνσταντίνου.
Η επιστολή
Αξιότιμοι Δημότες Ηρακλείου και κ. Δήμαρχε,
Σας γράφω με αφορμή την επιστολή της ‘Επιτροπής Κατοίκων Περιοχής Αγ. Κωνσταντίνου’ που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Cretalive και άλλων ΜΜΕ. Ως κάτοικος της περιοχής του Αγ. Κωνσταντίνου, μέλος της Ενορίας, αλλά κυρίως ως Δημότης Ηρακλείου, θεωρώ χρέος μου την αποσαφήνιση ορισμένων σημείων τα οποία είτε δεν αναφέρονται στην συγκεκριμένη επιστολή, είτε βρίθουν ανακριβειών.
1. Η εν λόγω ‘επιτροπή’ και οι απόψεις της σε καμία περίπτωση δεν εκφράζουν την πλειοψηφία των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής και των μελών της Ενορίας του Αγ. Κωνσταντίνου.
2. Η επιστολή κοινοποιείται στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης, ωστόσο οι συντάκτες της αποφεύγουν να αναφερθούν στην επίσημη θέση της Αρχιεπισκοπής επί του θέματος, η οποία και έχει εκφραστεί πολλάκις γραπτώς προς τον Δήμο, τάσσεται δε υπέρ της συνέχισης της χρήσης του Κοιμητηρίου.
3. Αναφέρεται στην επιστολή, παντελώς αυθαίρετα, με σκοπό την δημιουργία εντυπώσεων, ότι η τυχόν επαναλειτουργία του Κοιμητηρίου του Αγ. Κωνσταντίνου θα αφορά μόνο όσους ‘δύνανται οικονομικά’.
Η πραγματικότητα όμως έχει ως εξής: Οι οικογενειακοί τάφοι επί σειρά ετών παραχωρούνταν χωρίς οποιαδήποτε οικονομικά ή κοινωνικά κριτήρια, και κατά συνέπεια η τυχόν ιδιοκτησία οικογενειακού τάφου δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση οικονομική ευμάρεια.
Για τον λόγο αυτό αφήνω τους κυρίους της ‘Επιτροπής’ υπεύθυνους των γραφόμενων τους, και τους καλώ να τεκμηριώσουν την οικονομική ευμάρεια/δυνατότητα που επικαλούνται όλων όσων κάνουν χρήση του Κοιμητηρίου του Αγ. Κωνσταντίνου.
Διότι, σε αντίθεση με τους αόριστους ισχυρισμούς της επιστολής, η πραγματικότητα για τους κατόχους οικογενειακών τάφων στο Κοιμητήριο του Αγ. Κωνσταντίνου έχει ως εξής: Η συνέχιση της χρήσης των τάφων, θα αποτελούσε εκτός από συναισθηματική και σημαντική οικονομική ανακούφιση καθώς πλέον αναγκάζονται να επιβαρύνονται με κόστη χρήσης, φροντίδας, και συντήρησης δύο ξεχωριστών μνημάτων σε περίπτωση νέων ενταφιασμών συγγενικών προσώπων.
4. Σεβόμενος την ιστορία του Κοιμητηρίου, τους νεκρούς που έχουν ενταφιαστεί στους οικογενειακούς τάφους και τις οικογένειες τους, δεν θα προχωρήσω επί της παρούσης στους πραγματικούς λόγους από τους οποίους πηγάζουν οι ευαισθησίες ορισμένης μερίδας κατοίκων περί ‘εκσυγχρονισμού’ της περιοχής, και ανησυχίες για τυχόν δημιουργία Κοιμητηρίου ‘ευκατάστατων’ Χριστιανών. Πλην όμως, δεν μπορώ παρά να εκφράσω την απορία μου, για το πώς η ‘υποβάθμιση του περιβάλλοντος’ στην οποία κατά κύριο λόγο στηρίζεται η απόφαση του ΣτΕ και με θέρμη υπερασπίζεται η ‘Επιτροπή’, συνδέεται αιτιωδώς με τα οικονομικά κριτήρια που αναφέρονται στην επιστολή της 22ης Μαρτίου 2015.
Κλείνοντας θα ήθελα να παραθέσω στους συμπολίτες μου δύο σημεία προς σκέψη:
1. Ως γνωστόν το Κοιμητήριο του Αγ. Κωνσταντίνου μεταφέρθηκε στην περιοχή το 1890 μακριά από κάθε αστική δόμηση. Ήταν λοιπόν ξεκάθαρη επιλογή των πολιτών να επαναπροσεγγίσουν ασφυχτικά το Κοιμητήριο δημιουργώντας την τωρινή κατάσταση.
2. Αναφέρεται ορθά στην επιστολή της ‘Επιτροπής’ ότι πρέπει να λειτουργούμε πάντα σεβόμενοι τα ιστορικά τμήματα του Κοιμητηρίου. Άραγε οι οικογενειακοί τάφοι και κυρίως η επιθυμία των συγγενών των θανόντων δεν αποτελούν ζωντανή ιστορία αυτού του τόπου;! Ή μήπως τα παραπάνω είναι ανάξια σεβασμού στων βωμό του ‘εκσυγχρονισμού’ και της ‘ανάπλασης’;!
Οι οικογενειακοί τάφοι στο Κοιμητήριο του Αγ. Κωνσταντίνου είναι όντως τμήμα της ιστορίας της πόλης μας και θα αποτελούσε ελάχιστο δείγμα σεβασμού αυτό να λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν από όλους τους συμπολίτες μας.
Πέραν αυτού όμως, είναι επίσης απολύτως βέβαιο ότι η ορθή υγειονομική χρήση των τάφων, θα είναι και το μοναδικό κίνητρο για την ορθή συντήρησή των.
Γιάννης Κονιδάκης (Bsc, PhD),
Δημότης Ηρακλείου και Κάτοικος Περιοχής Αγ. Κωνσταντίνου,
Μεταδιδακτορικός Συνεργάτης ΙΤΕ, Συνεργαζόμενο μέλος ΔΕΠ ΠΚ.