«Σηλυβρίας τον γόνον και Αιγίνης τον έφορον, τον εσχάτοις χρόνοις φανέντα αρετής φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ως ένθεον θεράποντα Χριστού, αναβλύζει γαρ ιάσεις παντοδαπάς τοις ευλαβώς κραυγάζουσι· Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι διά σού πάσιν ιάματα».
Η Ενορία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Τριπόλεως, εόρτασε και φέτος με κάθε λαμπρότητα τη μνήμη του αγίου Νεκταρίου, Επισκόπου Πενταπόλεως του Θαυματουργού, στο ομώνυμο Παρεκκλήσιο εντός του Κοιμητηρίου της.
Την Κυριακή 8η Νοεμβρίου 2015 το εσπέρας τελέσθηκε πανηγυρικός Εσπερινός μετά θείου κηρύγματος, ενώ ανήμερα της εορτής θα τελεσθή Όρθρος και Θεία Λειτουργία.
Πλήθος Ιερέων, Ενοριτών και Τριπολιτών συμμετείχαν και κατέκλισαν το ιερό Παρεκκλήσιο του αγίου Νεκταρίου στον πανηγυρικό Εσπερινό.
Ευχόμαστε οι πρεσβείες και η προστασία του Αγίου, να σκέπουν πάντας, χαρίζοντας υγεία και ο,τι αγαθό και επιθυμία η καρδία εκάστου συνανθρώπου μας ποθεί.
ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
Μητροπολίτης Πενταπολεως
(1846 – 1920)
Ο άγιος Νεκτάριος γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης το 1846. Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε στην πατρίδα του, σε σχολείο της Σηλυβρίας. Στη Σηλυβρία δεν υπήρχε ανώτερο σχολείο, αλλά ούτε και χρήματα είχε για να σπουδάσει. Έτσι πήρε την απόφαση να ξενιτευτεί. Με την ευχή των γονέων του, σε ηλικία 14 χρονών, ξεκινά για την Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να αντιμετωπίσει πλέον μόνος του το μέλλον του. Πέρασαν πέντε χρόνια που τον βρίσκουν στην Πόλη να εργάζεται τη μέρα και να μελετά τη νύχτα, να εντρυφεί στην Αγία Γραφή.
Κατόπιν τον συναντούμε στη Χίο, όπου διετέλεσε δημοδιδάσκαλος επί επταετία. Στη Νέα Μονή της Χίου γίνεται Μοναχός, σε ηλικία 30 χρονών, παίρνοντας το όνομα Λάζαρος. Γιά τρία ολόκληρα χρόνια ασκητεύει στη Μονή αυτή. Νηστεύει, αγρυπνεί, προσεύχεται, μελετά τις θείες Γραφές. Το 1877 χειροτονείται Διάκονος λαμβάνοντας το όνομα Νεκτάριος.
Αμέσως μετά την απόκτηση του πτυχίου της Θεολογικής Σχολής (1885) αναχωρεί για την Αλεξάνδρεια, κοντά στον πνευματικό του πατέρα Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο οποίος τον χειροτονεί Πρεσβύτερο τον Μάιο του επόμενου έτους (1886). Ο Πρεσβύτερος, πλέον, Νεκτάριος αναλαμβάνει καθήκοντα Ιεροκήρυκα και Γραμματέα του Πατριαρχείου. Στη συνέχεια εκλέγεται και χειρονείται Μητροπολίτης Πενταπόλεως.
Το πολυδιάστατο έργο του και η συνεχώς αυξανόμενη αίγλη του αγίου Νεκταρίου προκάλεσαν τον φθόνο εναντίον του, γι’ αυτό συκοφαντείται και απομακρύνεται από το Πατριαρχείο. Ο κατάφωρα αδικούμενος Άγιος αναγκάζεται να εγκαταλείψει οριστικά πλέον την Αίγυπτο και να επιστέψει στην Αθήνα. Χρήματα δεν είχε, μιάς και ουδέποτε σκέφτηκε να διαφυλάξει οικονομίες.
Διωγμένος, λοιπόν, από την Αλεξάνδρεια, ο Άγιος έρχεται στην Αθήνα. Όλη του η ζωή αλλάζει ξαφνικά. Από Μητροπολίτης μέσα σε λίγες μέρες γίνεται ένας σαραντάχρονος πάμπτωχος άνεργος. Επί έναν ολόκληρο χρόνο αναζητεί εργασία χωρίς να βρίσκει. Τελικά, διορίστηκε απλός Ιεροκήρυκας στη Χαλκίδα. Ο μέγας Ιεράρχης, πράος και ταπεινός στη ψυχή, δέχεται πρόθυμα τη θέση αυτή, προκειμένου να εργαστεί στην Εκκλησία του Χριστού. Η ταπεινοφροσύνη του δείχνει για άλλη μία φορά το μεγαλείο του ψυχικού του κόσμου. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην ελληνική επαρχία, ο Νεκτάριος κατάφερε γρήγορα να ξεχωρίσει για το άμεμπτο ήθος του και την ανιδιοτελή και πρόθυμη προσφορά των υπηρεσιών του.
Έτσι το 1892 διορίστηκε Διευθυντής της Εκκλησιαστικής Ριζαρείου Σχολής, η οποία με τη βοήθειά του γνώρισε μεγάλη άνθιση, όπως αναγνώρισε και ο διάδοχος του Αγίου στη διεύθυνση της Σχολής, Χρυσόστομος Παπαδόπουλος.
Δεκάξι χρόνια διετέλεσε Διευθυντής της Ριζαρείου Σχολής. Το 1908, για λόγους υγείας, παραιτείται και αποσύρεται στην Αίγινα, στη γυναικεία Μονή της Αγίας Τριάδος, που ο ίδιος είχε ιδρύσει το 1904. Από τότε ο Άγιος έζησε ως αληθινός ασκητής.
Απλός στους τρόπους, όταν έφταναν επισκέπτες στη Μονή και τον συναντούσαν έξω από αυτή να εργάζεται, ήταν πολύ δύσκολο να τον αναγνωρίσουν λόγω του φθαρμένου και απέριττου ράσου του. Με τον τρόπο της ζωής του και τη δυνατή προσωπικότητά του, κερδίζει τον σεβασμό, τον θαυμασμό και την αγάπη του κόσμου. Η φήμη του διαδίδεται παντού.
Στις 8 Νοεμβρίου του 1920, γαλήνιος και προσευχόμενος, έφυγε για τον ουρανό στο Αρεταίειο Νοσοκομείο της Αθήνας, σε ένα δωμάτιο τρίτης θέσης για απόρους.
Πολλά ήταν τα θαύματα που έγιναν και γίνονται από τον Άγιο, τόσο κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, όσο και μετά την κοίμησή του, έως σήμερα. Χαρακτηριστικό είναι εκείνο που έγινε τη ημέρα που άνοιξαν το φέρετρό του και είδαν μύρο να ρέει από το πρόσωπό του. Το λείψανό του έμεινε άφθαρτο επί 33 χρόνια, ενώ ο θάλαμος όπου κοιμήθηκε ο Άγιος στο Νοσοκομείο ευωδίαζε επί 6 μήνες.
Η επίσημη ανακήρυξή του ως Αγίου έγινε το 1961. Όμως, για τους πιστούς αποτελεί φάρο ελπίδας και άντλησης δύναμης και πίστης για τον πνευματικό τους αγώνα από πολύ νωρίτερα, όταν ακόμα ζούσε στον κόσμο.
+ π. Ι.Σ.