Η ανεπανάληπτη υπεραιωνόβια παράδοση
(από το 1750) με τους δεκαεπτά κληρικούς
του π. Κ. Παπαβασιλείου από την Κορινθία
Του Αντώνη Μακατούνη
(από το ένθετο Ορθοδοξία της εφημερίδας «δημοκρατία»)
Η απόφαση να γίνει κάποιος ιερέας και να φορέσει τα τιμημένα ράσα δεν είναι καθόλου εύκολη, γιατί, πέρα από τη λεγόμενη ιερατική κλίση που πρέπει να διαθέτει (σημειωτέον, διανύσαμε εβδομάδα ιερατικών κλήσεων – τελειώνει αύριο), χρειάζονται αρκετές θυσίες, εγκράτεια και έλεγχο στα ανθρώπινα πάθη.
Απόδειξη αυτού είναι η χαρακτηριστική και γνωστή λαϊκή ρήση «είναι βαριά η καλογερική…» Ειδικά στις περιοχές της περιφέρειας της Ελλάδας (όπου η κοινωνία είναι πιο κλειστή) οι ντόπιοι κάτοικοι παραδειγματίζονται από τον παπά που τους διακονεί και τον έχουν ως πρότυπο για να αντιμετωπίσουν τους εκάστοτε «πειρασμούς» της ζωής. Το παραπάνω όμως προσθέτει ακόμη μεγαλύτερο βάρος στις πλάτες του κληρικού, αφού είναι επιβεβλημένο να ζει λιτά για να μη σκανδαλίζεται το τοπικό ποίμνιο.
Υπάρχουν ελληνικές οικογένειες που έχουν ταυτιστεί και τροφοδοτήσει τον ιερό κλήρο με εξαιρετικούς και πραγματικά άξιους ιερωμένους, που τίθενται πνευματικοί καθοδηγητές του λαού και επικεφαλής της ορθόδοξης συνέχειας αυτού του ιστορικού τόπου. Σπάνια περίπτωση και ίσως μοναδική στον ελλαδικό χώρο είναι η ιστορία και το γενεαλογικό δένδρο του π. Κωνσταντίνου Παπαβασιλείου, το οποίο αριθμεί 17 (!) ιερείς, με τον πρώτο να έχει χειροτονηθεί το 1750. Πάνω από 260 χρόνια η συγκεκριμένη «αγία οικογένεια» έχει την ευλογία να προσφέρει στην Εκκλησία αρκετά από τα μέλη της, κάτι που, φυσικά, είναι εντυπωσιακό. Είναι μια οικογένεια που κατέχει, δικαιωματικά, ξεχωριστή θέση στην Ορθοδοξία…
Αμέσως μόλις έπεσε στην αντίληψή μας αυτή η πρωτόγνωρη παράδοση, αναζητήσαμε τον π. Κωνσταντίνο, ο οποίος υπηρετεί την Εκκλησία ως εφημέριος του ιερού ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που βρίσκεται στο παραθαλάσσιο χωριό του Κάτω Ασσου Κορινθίας, 10 χιλιόμετρα δυτικά της Κορίνθου, σε μια ήσυχη τοποθεσία όπου τα τελευταία χρόνια (προ οικονομικής κρίσης, που άλλαξε εντελώς τα δεδομένα) είχε παρατηρηθεί έντονη οικιστική ανάπτυξη, με την κατασκευή εκατοντάδων νέων εξοχικών κατοικιών.
«Το ιερό ράσο βαραίνει πάρα πολύ στις πλάτες της οικογενείας μας. Η ιστορία μας ξεκινάει από ένα χωριό των Καλαβρύτων, όπου τρία αδέλφια σκότωσαν κάποιο Τούρκο αξιωματούχο εκείνη την εποχή (το 1750), με συνέπεια, φοβούμενοι την καταστροφή από τους κατακτητές, να φύγουν (βρήκαν καταφύγιο στο χωριό Αγρίδι της Αρκαδικής Γορτυνίας) παίρνοντας μαζί τους τα ιερά λείψανα των Αγίων Αναργύρων, ώστε να τα διαφυλάξουν από πιθανή λεηλασία… Η ταπεινότητά μου είναι η 16η κατά σειρά χειροτονία. Πριν από λίγες ημέρες ανακάλυψα ότι υπάρχει κοντινός συγγενής (ο π. Χρήστος Βέργος) ο οποίος είναι εφημέριος του ιερού ναού των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, που είναι ο 17ος έβδομος κατά σειρά. Ελπίζω να συνεχισθεί η παράδοση με κάποιο από τα παιδιά μου (ίσως ο μικρός γιος)» αναφέρει στη «δημοκρατία» ο π. Κωνσταντίνος. Το αρχικό όνομα ήταν Χρονόπουλος, ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού απόγονοί τους ταξίδεψαν μέχρι την Ινδία και τις ΗΠΑ, όπου και εγκαταστάθηκαν…
Ο ιστορικός ναός
Σπουδαία ιστορία έχει να επιδείξει και ο προαναφερθείς ναός, αφού η ενορία -ως Αζίζι, τότε- προϋπήρχε της συστάσεως του ελληνικού κράτους, με μητροπολιτικό τον ιερό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η πρώτη αναγραφή γίνεται το 1835 από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενώ, σύμφωνα με μαρτυρίες ηλικιωμένων κατοίκων, έχει ανεγερθεί αρκετά πριν από την Επανάσταση του 1821, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, δεδομένου ότι οι οπαδοί του Ισλάμ σέβονταν την Παναγία και επέτρεψαν γα γίνει ο ναός, ο οποίος λειτούργησε αρχικά ως κοιμητηριακός. Είναι χτισμένος με πέτρα, ενώ, λόγω της παλαιότητας του κτίσματος, δεν υπάρχουν στους τοίχους συνάζια (τσιμέντο), αλλά ξυλοδεσιά, ώστε να είναι στέρεος ο τοίχος (μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για ιδιαίτερα σεισμογενή περιοχή). Τη σημερινή του μορφή την πήρε το 1994 (τελευταία προσθήκη ήταν οι καμάρες). Στην περιουσία του ναού ανήκει και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, προερχόμενη από το Αγιον Ορος (το 1876).
«Σκοτεινές δυνάμεις μάς υποδούλωσαν»
Ιδιαίτερη ευαισθησία επιδεικνύει ο π. Κωνσταντίνος στην κατήχηση και την προσέγγιση των νέων ανθρώπων, προσπαθώντας να έρθει σε επικοινωνία μαζί τους με όλους τους τρόπους (ακόμα και μέσω e-mail). «Πρέπει να δείξουμε στα παιδιά τον δρόμο της αρετής και της αγιότητας, να τα απομακρύνουμε από τις αμαρτίες. Τα παιδιά νιώθουν εξαπατημένα και οργισμένα, γιατί δεν έχουμε παιδεία αλλά παιδεμό» λέει, ενώ εκ παραλλήλου αναφέρεται στην κρίση και στον δημιουργό αυτής: «Δυστυχώς κατάφεραν κάποιες “σκοτεινές δυνάμεις” να υποδουλώσουν οικονομικά τους λαούς, εργαζόμενες εντατικά πολλά χρόνια για να το επιτύχουν. Φταίμε, όμως, κι εμείς, αφού γίναμε υποχείρια, ξεχνώντας την αποστολή μας και τον προορισμό μας. Υπηρετήσαμε το εγώ μας και όχι τον Θεό, αφήσαμε τον Χριστό και πιάσαμε το χρυσό…». Και καταλήγει δίνοντας τροφή για σκέψη αλλά και κάνοντας αυτοκριτική για την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά που έχουν επιδείξει όλοι στο παρελθόν: «Η κρίση είναι κυρίως πνευματική, χάσαμε τα ιδανικά, τις αξίες και τον προσανατολισμό μας.
Είμαστε προορισμένοι για το “καθ’ ομοίωση”, αλλά αυτό προϋποθέτει αγώνα. Αν αυτό δεν το κατανοήσουμε, τότε η υφιστάμενη κατάσταση δεν θα τελειώσει ποτέ. Δικαζόμαστε για ό,τι κάναμε, καιρός να αλλάξουμε ρότα».