Ο Διακό-Διονύσιος Φιρφιρής βρέθηκε στο Άγιον Όρος από την ηλικία των οκτώ ετών, όταν ορφανός και απροστάτευτος μεταφέρθηκε εκεί από τον μοναχό θείο του, π. Χαράλαμπο. Μυήθηκε στο πνεύμα και την ουσία της βυζαντινής μουσικής από τον Γέροντα Διονύσιο, τον πνευματικό του πατέρα και όχι μόνο αναδείχθηκε αντάξιος του, αλλά και τον ξεπέρασε. Η χαρισματική φωνή του σημάδεψε ανεξίτηλα την εποχή του, ευφραίνοντας και συγκινώντας τις αγιορείτικες ψυχές.
Υπήρξα θαυμαστής του αειμνήστου Διακο-Διονυσίου (Φιρφιρή) απ’ το 1950· από τότε, δηλαδή, που τον πρωτάκουσα να ψάλλει σε μεγαλογιορτή στο Μοναστήρι του (Ι. Μ. Κουτλουμουσίου) καί λίγο έλλειψε, κατά το δη λεγόμενο, πράγμα που ο καθένας πάθαινε όταν τον άκουγε για πρώτη φορά, «να τα χάσω», απ’ το ηδύφθογγο ψάλσιμο και απ’ την όλως ιδιάζουσα ενήχηση της μελωδικότατης φωνής του όχι μόνο στ’ αυτιά μου αλλά και στα τρίσβαθα του ψυχικού μου είναι…
Όσοι τον γνωρίσαμε και τον απολαύσαμε ψάλλοντα στα νιάτα του, πιστέψαμε ότι η Παναγία Θεοτόκος, η Κυρία του Τόπου, του έδωκε αυτό το χάρισμα, επειδή οκταετής της αφιερώθηκε και πέρασε όλη του τη ζωή στις Καρυές και συγκεκριμένα στο κελλί του Προφήτη Ηλιού, μόλις καμμιά εκατοσταριά μέτρα απ’ τον ναό του Πρωτάτου και απ’ την εκεί ενθρονισμένη θαυματουργό εικόνα της του Άξιον Εστί, προβλέποντας ότι μπροστά της χιλιάδες φορές θα έψαλλε μελωδικότατα τους ύμνους της και θα λάμπρυνε τις εορτές και πανηγύρεις της και θα κατέθελγε τους εκκλησιαζομένους στο Πρωτάτο για εβδομήντα ολόκληρα χρόνια…
Απ’ άκρου εως άκρου η Αθωνική χερσόνησος ρίγησε επί τω ακούσματι της εν Κυρίω κοιμήσεώς του, και δεν έμεινε αγιορείτης μοναχός ή και μουσικόφιλος λαϊκός απ’ εκείνους που έτυχε να τον ακούσουν και γνωρίσουν, που να μην πένθησε βαρέως. Πάμπολλοι ήταν οι πολύ κοπιάσαντες προς εκπλήρωση της επιθυμίας των να παραστούν στην εξόδιο ακολουθία και να του απευθύνουν τον ύστατο ασπασμό και χαιρετισμό…
Σε ποιους, αλήθεια, απ’ όσους της εποχής εκείνης απομείναμε, είναι δυνατό να συμβεί, να λησμονήσουν τα ρίγη και τις ανατριχίλες που προ-καλούσε στα σώματα μας, κατά τους εκκλησιασμούς μας στο Πρωτάτο και όπου αλλού, και των καρδιών μας τα σκιρτήματα, και των ψυχών μας τις ανείπωτες «αλλοιώσεις» και «καταστάσεις», όταν τον ακούγαμε την Μ. Τεσσαρακοστή ιδίως, να ψάλλει, με τον τρόπο, το ύφος, το ρυθμό και το «χρώμα», που μόνο αυτός γνώριζε, και την χάρη της οποίας ήταν φορέας ;