Η Κυρία Θεοτόκος όταν φανερώθηκε στον πρώτο ερημίτη του Άθωνα, τον άγιο Πέτρο (655—681) και μετά από τέσσερις ως πέντε αιώνες στον ηγούμενο της Μεγίστης Λαύρας Νικόλαο και στον ένα και στον άλλο είπε: « Η κατοίκησή σας και η κατά Θεόν ανάπαυσή σας αλλού πουθενά δεν θα είναι παρά μόνο στο Όρος του Άθωνος, το οποίον έλαβα από τον Υιόν και Θεόν μου να είναι κλήρος δικός μου, στον οποίον εκείνοι που θέλουν να αναχωρήσουν από τις κοσμικές φροντίδες συγχύσεις, να έρχονται σ’ αυτό και να δουλεύουν στο περιβόλι αυτό, να καλλιεργούν την αρετή, την καθαρότητα της καρδιάς και την αγνότητα της ψυχής τους και από τώρα και εμπρός θα λέγεται από όλους «Άγιον Όρος» «Αγιον Όρος τουτεΰθεν κεκλήσεται… καί περιβόλι δικό μου».
«Υπόσχομαι δε, πολύ να αγαπώ, να βοηθώ και να σκέπω εκείνους, που με άδολη καρδιά έρχονται να δουλέψουν ολόψυχα στο Θεό, να προσεύχονται αδιάκοπα για την ψυχή τους, να παρακαλούνε το Θεό για την Εκκλησία Του και όλο τον κόσμο να τον φωτίσει ο Θεός να γίνουν όλοι πρόβατα γνήσια και άδολα του Χρίστου και Θεού μας.»
«Με το έλεος και τη χάρη του Υιού και Θεού μου θα γεμίσει από την μια άκρη ως την άλλη το Όρος τούτο από Μοναχούς πλήθος πολύ ευσεβών και Ορθοδόξων. Για τούτο χαίρεται και αγάλλεται το πνεύμα μου, διότι όλοι αυτοί, θα υμνούν, θα ευλογούν και θα δοξάζουν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομα της Παναγίας Τριάδος. Από αυτούς τους Μοναχούς, με τα σημεία και θαύματα που θα κάνουν, με την καθαρή και άγια ζωή τους, θα δοξάζεται και θα μεγαλύνεται, σε όλα τα πλάτη και τα μήκη, σε Ανατολή και Δύση, σε Βορρά και Νότο το όνομα του Θεού από όλον τον κόσμο.»
«Από την θλίψη, τη στενοχώρια, τους πειρασμούς, τα σκάνδαλα και τις στερήσεις που θα υπομένουν οι Μοναχοί αυτοί, θα μάθει ο κόσμος να κάνει υπομονή στις δύσκολες στιγμές της ζωής του.»
«Για όλα αυτά δε που θα υπομένουν αυτοί και δι’ αυτών όλος ο κόσμος, θα παρακαλέσω τον Υιόν και Θεόν μου να συγχώρεση τις τυχόν ελλείψεις τους και να τους αξιώσει θείων και ουρανίων χαρισμάτων. Θα παρακαλέσω να τους χαρίσει ειλικρινή μετάνοια και φωτισμό για να κάνουν καλήν απολογία, κατά την ημέρα εκείνη την μεγάλη και επιφανή της Δευτέρας Παρουσίας και στη μέλλουσα δίκαια Κρίση να τύχουν του απείρου ελέους. Αλλά και στην παρούσα ζωή θα έχουν κι από μένα μεγάλη βοήθεια, διότι θα τους ελαφρύνω τους πόνους, τους κόπους, τις πίκρες και θα αποδιώχνω τους νοητούς και αισθητούς πειρασμούς, που θα τους γίνονται από τον εχθρό και επίβουλο Διάβολο και πολέμιο του ανθρωπίνου γένους».
Με τις υποσχέσεις και θείες υποθήκες αυτές της Παναγίας μας, το Άγιον Όρος, από τότε που κατοικήθηκε από Μοναχούς και μέχρι σήμερα, διαφυλάχθηκε και συνεχίζει την αγία ζωή και πνευματική δράση του, καίτοι οί κάτοικοι του Μοναχοί σκληρά κατά καιρούς δοκιμάστηκαν και μέχρι σήμερα δοκιμάζονται, από διαφόρους πειρασμούς ορατούς και αόρατους, με τη βοήθεια του Θεού και τη σκέπη της Θεοτόκου θα συνεχίσει τον Ιερόν αγώνα του, για να διαφυλάξει την Πίστη, τη γλώσσα και τις εθνικοθρησκευτικές Παραδόσεις του Χριστιανισμού αβλαβείς και αδιαλώβητες, όπως από την αρχή μας τις παρέδωσαν οι άγιοι Πατέρες των Επτά Αγίων Οικουμενικών Συνόδων της Αγίας Εκκλησίας μας.
Η Παναγία σαν μάνα φροντίζει τους Μοναχούς
Στο κοινόβιο Μοναστήρι του Αγίου Παύλου, πριν από 30 χρόνια ζούσε ένα πολύ απλό κι αγαθό Γεροντάκι, γνωστός με το όνομα Γερο – Θωμάς, πάντα πρόθυμος και ακάματος εργάτης της υπακοής. Σαν υπηρεσία του (διακόνημα) είχε να είναι βοηθός στον ζυμωτή και φούρναρη του Μοναστηριού.
Μια μέρα έτυχε ανάγκη να απουσιάσει για δυο ημέρες ο ζυμωτής και φούρναρης της Μονής Γερο – Γρηγόρης, ο οποίος από χρόνια είχε την υπηρεσία αυτή και γνώριζε πολύ καλά και εξυπηρετούσε τα διακονήματα αυτά, με πολύ προσήλωση και ευλάβεια.
Σαν αντικαταστάτη του στις υπηρεσίες αυτές, άφησε τον Γερο -Θωμά, ο οποίος επειδή δεν είχε ποτέ του ζυμώσει ξαφνιάστηκε και βρέθηκε σε μεγάλη απορία, διότι έπρεπε να ζυμώσει και να φουρνίσει τότε και να δώσει ψωμί για δυο ημέρες στους πατέρες του Κοινοβίου που τότε είχε περισσότερους από εξήντα Μοναχούς και σε δέκα ως είκοσι διερχόμενους κάθε ημέρα προσκυνητές.
Στη μεγάλη αυτή ανάγκη και απορία που βρέθηκε ο Γερο – Θωμάς, άρχισε να κάνει θερμή προσευχή και με δάκρυ να παρακαλεί την Παναγία Μητέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Κυρία Θεοτόκο και τον άγιο Παύλο, να τον φωτίσουν τι να κάνει; στην προκειμένη περίπτωση, γιατί τα είχε κυριολεκτικά χαμένα και δεν ήξερε πούθε να αρχίσει.
Ξαφνικά παίρνει την μαγιά του προζυμιού και εκεί που πήγε να βάλει νερό κι αλεύρι βλέπει δίπλα του μια μεγαλόπρεπη μαυροφορούσα γυναίκα, η οποία πήρε το προζύμι το ανακάτεψε, έβαλε το αλεύρι στην σκάφη και σε δυο ώρες έγινε το ζυμάρι, έπλασε τα ψωμιά τα φούρνισε και μέσα στις δυο αυτές ώρες ξεφούρνισε και έδωσε ο Γερο -Θωμάς ψωμί στους Μοναχούς, οι οποίοι ακόμη μέχρι σήμερα δεν μπορούν να ξεχάσουν την γλυκύτητα και νοστιμιά του ψωμιού αυτού.
Ο δε Γερο – Θωμάς σαν υπνωτισμένος δεν κατάλαβε τίποτε, πώς και με ποιό τρόπο γίνανε όλα αυτά! Το μόνο που κατάλαβε ήταν η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα, που δεν ήταν άλλη παρά η Κυρία Θεοτόκος.
Οι δε αδελφοί της Μονής αυτής του έλεγαν: Γερο- Θωμά, κάτι φάρμακο θα έβαλες μέσα στο ψωμί που είναι τόσο γλυκό και νόστιμο και έγινε τόσο γρήγορα και τόσο ωραίο.
Εδώ έδωκε την παρουσία της η Κυρία Θεοτόκος που σαν μάνα φροντίζει τα παιδιά της, τους Μοναχούς του Αγίου Όρους για να μη μείνουν νηστικοί από έλλειψη τροφίμων και άρτου, όπως. εμπράκτως το είδαμε όλοι κατά τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής 1940 -1944.
Παρόμοιο θαύμα της Παναγίας στην Νέα Σκήτη
Για την ιδιαίτερη φροντίδα της Κυρίας και Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, οι Πατέρες της ιεράς Νέας Σκήτης, μου διηγήθηκαν το ακόλουθο γεγονός:
Το έτος 1942, που η Γερμανική κατοχή, είχε επιφέρει μεγάλη συμφορά στην Πατρίδα μας και η πείνα και στέρηση των υλικών αγαθών και ιδιαίτερα η έλλειψη τροφίμων θέριζε κυριολεκτικά τους αδελφούς μας Έλληνες, οι Μοναχοί του Αγίου Όρους, από την φροντίδα και μέριμνα της Παναγίας Μητέρας μας και μητέρας όλου του κόσμου δεν αισθάνθηκαν την έλλειψη των αγαθών, όπως οι άλλοι αδελφοί μας στον κόσμο βρισκόμενοι, που από την πείνα πέθαιναν κάθε μέρα και τους μάζευαν από τον δρόμο τα κάρα και ομαδικά τους ενταφίαζαν.
Έτσι λοιπόν δυο χρόνια υστέρα από τον Αλβανικό πόλεμο με τους Ιταλούς, που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Πατρίδα μας και είχαμε γενικό αποκλεισμό από τρόφιμα, οι Πατέρες της Νέας Σκήτης μου είπαν, δεν είχαμε αλεύρι παρά μόνο για δυο ζύμες, το οποίο άμα θα τελείωνε, τι θα γινόμαστε τότε; Είχαμε στην συνοδεία μας εκτός από τον πατέρα Θεοφύλακτο και τον μακαρίτη τον Γερο – Γαλακτίωνα στο σπίτι μας, είπε ο Παπά Ιωακείμ ο Σπετσέρης. ότι στην συνοδεία μας είχαμε ακόμη ένα άτομο και φτάσαμε σε τρομερή απογοήτευση.
Αυτός ο μακαρίτης τώρα και τότε γέροντας μας Ιωακείμ, άνθρωπος του Θεού με πολλή μεγάλη πίστη στον Θεό και γενναία ψυχή, προικισμένος με πνεύμα υπομονής, Πίστεως και αγάπης προς όλον τον κόσμο, μας έδινε θάρρος και μας έλεγε: «Μη λυπήστε παιδιά μου, δεν θα μας αφήσει ο Θεός, εμείς έχουμε την Παναγία μητέρα του Θεού, βοηθό, η οποία, σύμφωνα με την υπόσχεσή της, θα φροντίσει για μας. Αλλά εάν παραχωρήσει ο Θεός να στερηθούμε τα υλικά αγαθά και να πεινάσουμε δεν θα πάθουμε τίποτε μεγάλο κακό, γιατί αν με υπομονή καί δίχως γογγυσμό υποφέρουμε ο,τι κακό θα μας βρει, τούτο θα είναι καλό και ωφέλιμο για την ψυχική μας σωτηρία. Εμείς σαν Μοναχοί, πρέπει να κάνουμε κουράγιο, να έχουμε την ελπίδα μας στο θεό και στην Κυρία Θεοτόκο και με το υπόδειγμά μας να δίνουμε θάρρος και στον άλλο κόσμο που υποφέρει πολύ περισσότερο από μας».
Από τις ζύμες το αλεύρι, με πολλή μεγάλη οικονομία καί μέτρο, περάσαμε από τον Απρίλη μέχρι τον Αύγουστο, οπόταν άρχισαν οι καθημερινές Παρακλήσεις της Παναγίας για το 15) Αύγουστο.
Ψωμί δεν είχαμε πλέον καθόλου, ο τότε γείτονας μας Πάτερ Αρσένιος Μαντζαρόλας, που τον είχε η Σκήτη μυλωνά, εκτός του ότι αυτός δεν είχε καθόλου ψωμί, αλλά είχε πάρει δανεικά και χρωστούσε στον έναν και στον άλλον, ολόκληρη φουρνιά 15—20 ψωμιά, χωρίς να μπορεί να τα επιστρέψει.
Στο δικό μας σπίτι αυτός, λέγει η Συνοδεία του πατρός Ιωακείμ Σπετσέρη, πολύ σπάνια ερχόταν, σχεδόν ποτέ, γιατί ο Γέροντας μου πάντα τον συμβούλευε και του έλεγε να σταματήσει τα ταξίδια που συχνά έκανε στον κόσμο, για το νεαρό της ηλικίας του και για τους κινδύνους που διατρέχει ο μοναχός στον κόσμο περιφερόμενος.
Η Παναγία έφερε σιτάρι
Ήτανε δώδεκα του μηνός Αυγούστου, η ώρα έξι (6) το μεσημέρι, ώρα Βυζαντινή (ή οποία κατά την δύση του ηλίου θα πρέπει πάντοτε σε όλες τίς εποχές του έτους να δείχνει ο ωροδείκτης 12), ακούμε να κτυπάει η πόρτα. Έτρεξε ο Πάτερ Ιάκωβος για να ανοίξει. Είδε τον Πατέρα Αρσένιο Μαντζαρόλα να κτυπάει, του άνοιξε και στην ερώτηση που του έκανε: «Πώς τέτοια ώρα πάτερ Αρσένιε, τι σου συμβαίνει; η οσιότητά σου δεν ερχότανε τον καλό καιρό και τώρα μεσημεριάτικα τι συμβαίνει;». Εκείνος σχεδόν κλαμένος του απάντησε: «Σώπα, π. Ιάκωβε, και έλα έξω στην απλωταριά — στην βεράντα— στον εξώστη, να δεις τα θαύματα της Κυρίας Θεοτόκου καί την φροντίδα που έχει για μας τους Μοναχούς της η Παναγία μας.
Πράγματι βγήκαμε και οι δυο στην απλωταριά και είδαμε τα κατάρτια ενός πλοίου. Ιδού μου λέγει, π. Ιάκωβε, η Παναγιά μας έφερε σιτάρι! Εγώ είπα: «Πώς το έμαθες αυτό Π. Αρσένιε; πήγες στην παραλία, κατέβηκες κάτω και το είδες;». Ο Αρσένιος τότε μου είπε: «Πάτερ μου εγώ δεν πήγα στην παραλία, αλλά επειδή, όπως γνωρίζεις, δεν έχω καθόλου ψωμί και χρωστάω τόσα στους Πατέρες και ντρέπομαι να τους δω, αποφάσισα αύριο τα ξημερώματα να φύγω και με τα πόδια σιγά σιγά από τη στεριά να φτάσω στην πατρίδα μου την Σπάρτη.
Έτσι, με τη σκέψη αυτή, ξάπλωσα στο ντιβάνι μου να ξεκουραστώ νηστικός και πολύ στενοχωρεμένος. Μόλις αποκοιμήθηκα ή μισο-ξύπνιος ήμουνα, βλέπω την μάνα μου, η οποία ήρθε και μου είπε, τι έχεις παιδί μου και είσαι έτσι λυπημένος; «Μάνα, της είπα, τι άλλο θέλεις να έχω, δεν έχω καθόλου ψωμί, μάνα πεινώ. Κι αυτή μου είπε πάλι: «Και γι’ αυτό θέλεις να φύγεις από το Όρος; της είπα, ναι, γι’ αυτό.
Και που λογαριάζεις να πας παιδί μου; δυστυχισμένο παιδί, δεν είμαι εγώ η Κυβερνήτης του Όρους;
Τόσους αιώνες το προστάτευα, το συντηρώ και το διαφυλάττω, το Όρος ολόκληρο και τους εν αυτώ υπομένοντας πατέρες, δεν τους έχω και τους φροντίζω σαν τέκνα μου αγαπητά; Και πώς είναι δυνατόν να αθετήσω την υπόσχεσίν μου αυτήν; Ιδού σας έφερα κάτω ένα Καΐκι με σιτάρι, σήκω κατέβα και πάρε».
Εγώ σε αυτά είπα: «Μητέρα μου, πώς θα πάρω το σιτάρι αφού δεν έχω χρήματα;
Κι αυτή μου είπε: «Το γνωρίζω κι αυτό παιδί μου, αλλά εδώ κάτω είναι ο Γέρο – Συμεών ο δούλος μου με την συνοδεία του, κι αυτός δεν έχει σιτάρι και στενοχωριέται, πλην όμως σε μένα έχουν την ελπίδα τους. Πήγαινε σ’ αυτούς και θα σου δώσουν χρήματα και να τους πεις να κατέβουν κι αυτοί κι όλοι οι Πατέρες να πάρουν.
Αυτά μου είπε κι έφυγε Π. Ιάκωβε. Έλα λοιπόν κι εσύ πάμε μαζί κάτω να πάρουμε σιτάρι. Να το Καΐκι. Όπως βλέπεις δεν ήταν αυτή η μητέρα μου, αλλά ολοφάνερα ήταν η Παναγία η μεγάλη μας Μητέρα.
Ο Πατήρ Ιάκωβος έτρεξε στον Γέροντα μας και του είπε «δώσε Γέροντα στον Παντελεήμονα χρήματα και σακιά, κι εμείς με τον Π. Αρσένιο φεύγουμε για την παραλία να προλάβουμε να πάρουμε λίγο σιτάρι, μήπως μας φύγει το Καΐκι.
Όταν κατεβήκαμε στην θάλασσα, βρήκαμε τους Καπεταναίους στην Καλαμιά, εκεί που τώρα είναι ο αρσανά του Παπα – Βαρλαάμ. Οι ναυτικοί ήταν καθισμένοι και έλεγαν: «Πατέρες εμείς δεν έχουμε σιτάρι για πούλημα. Εμάς, από την Καβάλα μας αγγάρευαν οι Γερμανοί να πάμε είδη πολέμου στον Κολυνδρό και μας επέτρεψαν να πάρουμε σιτάρι 300 οκάδες για κάθε οικογένεια. Αυτό έχουμε, αλλά επειδή κι εσείς δεν έχετε καθόλου θα σας δώσουμε να πάρετε από 30 οκάδες κάθε άτομο, για οικονομηθήτε τώρα».
Ρώτησαν τον Π. Αρσένιο, πόσοι μοναχοί είστε εσείς; Ο Π. Αρσένιος είπε εγώ είμαι μόνος μου.
Καλά είπαν θα πάρεις 30 οκάδες. Ο π. Αρσένιος είπε, σας ευχαριστώ.
Εσείς Π. Ιάκωβε πόσοι είστε;
Αυτός απάντησε, εμείς είμαστε πέντε (5) γιατί είχαμε και τον Γερο – Βαρθολομαίο.
Εσείς τότε θα πάρετε, είπαν οι Καπεταναίοι, εκατόν πενήντα (150) οκάδες. Και είπαμε δόξα να έχει ο Θεός, σας ευχαριστούμε.
Φύγανε τότε όλοι κι εγώ έμεινα εκεί. Οι άλλοι με την βάρκα πήγανε στο Καΐκι ζύγισαν το σιτάρι και το φέρανε έξω στην παραλία.
Οι Γερμανοί αξιωματικοί, δεν τους «είπαν τίποτε. Όταν ήρθαν έξω, τότε οι άνθρωποι που είχαν το Καΐκι είπαν: «Πατέρες, οι Γερμανοί φοβούνται και δεν θέλουνε να φύγουμε τώρα που είναι ακόμη ημέρα, αλλά θέλουν να φύγουμε τα μεσάνυχτα, γι’ αυτό μήπως μπορούσαμε, με την ευκαιρία αυτή, εμείς να προσκυνήσουμε τα άγια Λείψανα που έχετε εδώ στην Σκήτη σας; Ο Π. Ιάκωβος τους είπε: «ευχαρίστως μπορείτε, βεβαίως, να έρθετε επάνω». Ο Δίκαιος μας, που τότε ήταν ο Γέρο – Ανατόλιος, ο οποίος έμενε στην Καλύβη του αγίου Σπυρίδωνος, είναι δικός μας και θα σας αφήσει να προσκυνήσετε, ελατέ πάμε. Τους πήρε κι ανεβήκαμε όλοι μαζί.
Όταν φτάσαμε στο προσκυνητάρι λέει ο Καπετάνιος:
«Πατέρες μήπως μπορούσατε να μας δώσετε λίγο καφέ, μια-δυο οκάδες και να σας δώσουμε σιτάρι; Εμείς τους είπαμε πολύ καλά να σας δώσουμε, για τόσο λίγο πράγμα δεν γίνεται λόγος. Ο Καπετάνιος τότε είπε, καλά, αλλά με τι τιμή θα μας τον δώσετε; Εμείς, τους είπαμε, τώρα τελευταία αδελφοί, τον καφέ τον αγοράσαμε προς 50 δραχμές την οκά και το σιτάρι έχει δέκα δραχμές, εσείς θα μας δώσετε πέντε οκάδες σιτάρι για κάθε οκά καφέ. Ο Καπετάνιος τότε είπε: «όχι Πατέρες αυτό δεν είναι δίκαιο, αλλά θα σας δώσουμε για κάθε οκά του καφέ είκοσι οκάδες σιτάρι, έτσι πάει, αυτή είναι ή τιμή του τώρα.
Ο Π. Ιάκωβος τους είπε, όχι αδελφοί, αυτό είναι αισχροκέρδεια και δεν το θέλει ο Δεσπότης Χριστός, δεν είναι σωστό πράγμα και εκείνοι είχανε τις αντιρρήσεις τους, για να μας δώσουν όσο αυτοί θα κρίνουν σωστό, αυτό και έγινε για να ικανοποιηθούν όλοι.
Τότε εγώ είπα, Πάτερ Ιάκωβε, τι καθόμαστε, πάμε σύντομα επάνω, γιατί αργήσαμε κι ο Γέροντας μας θα ανησυχεί και θα νομίζει πως πάθαμε τίποτε.
Ο ναύκληρος τότε είπε: «Έχετε κι άλλον Γέροντα; του είπαμε ναι, έχουμε και είναι άγιος άνθρωπος, τότε αυτός είπε: «Πατέρες όλο το σιτάρι που έχουμε στο Καΐκι μας θα μείνει εδώ για όλους τους αδελφούς σας».
Πήγαμε στο Κυριακό της Σκήτης, προσκύνησαν οι ναυτικοί τα άγια Λείψανα κι εμείς κάναμε θερμή δοξολογία και ευχαριστία με παράκληση και με ολονύχτια αγρύπνια, ευχαριστήσαμε την προστάτιδα του Αγίου Όρους, Κυρία και Δέσποινα Θεοτόκο και την παρακαλέσαμε με πίστη και θερμά δάκρυα να καταπαύσουν οι πόλεμοι και να ειρηνεύσει ο κόσμος και έτσι οί ναυτικοί με τους Γερμανούς έφυγαν κατασυγκινημένοι και πολύ ευχαριστημένοι, όπως μας βεβαίωσαν.
Κι άλλο φανερό θαύμα της Παναγίας
Όταν στις Καρυές που είναι η Πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, στις 3 Οκτωβρίου 1948 οι Κομμουνιστές αντάρτες οκτακόσιοι (800) περίπου επιτέθηκαν εναντίον της Χωροφυλακής και του πολιτικού Διοικητού του Αγίου Όρους κ. Παναγιωτάκου.
Την ημέρα εκείνη, που άρχισε η επίθεση των ανταρτών πολύ πρωί, στο Κελί — μικρό Μοναστηράκι — «ο Προφήτης Ηλίας» του οποίου ο Γέροντας Διάκο – Διονύσιος γιόρταζε την μνήμη του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, είχε θεία λειτουργία, για την ονομαστική γιορτή του και στη θ. λειτουργία αυτή ήταν συνηγμένοι περισσότεροι από πενήντα (50) Μοναχοί.
Οι θείες λειτουργίες στο άγιον Όρος αρχίζουν πολύ πρωί και τελειώνουν στις 8—9 πρωινή ώρα, πριν όμως να τελειώσει η θεία αυτή λειτουργία, οι αντάρτες άρχισαν την επίθεσή τους με διάφορα όπλα, πολυβόλα και βαρείς όλμους. Ένα από τα βλήματα του όλμου έπεσε επάνω στην σκεπή του Κελλιου αυτού, που όπως είπαμε ήταν μαζεμένοι οι Μοναχοί, οι οποίοι φοβήθηκαν γιατί δεν ήξεραν τι είχε συμβεί και κλείστηκαν όλοι μέσα στο Κελί αυτό.
Από επέμβαση καθαρά της θείας Πρόνοιας, με την πρεσβεία και προστασία της Κυρίας Θεοτόκου, όλως παραδόξως, δεν εξερράγη — δεν έσκασε — το βλήμα του όλμου και έτσι από τους Πατέρας δεν έπαθε κανείς τίποτε, διότι αν έσκαγε ο όλμος ασφαλώς δεν θα γλίτωνε κανείς από τους Μοναχούς.
Τέτοια θαύματα πάρα πολλά έκανε η Παναγία μας στο Περιβόλι της, κατά τα μαύρα εκείνα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής και του ανταρτοπόλεμου οπού ήταν φανερή η επέμβασή Της.
Δεν πρέπει να κρίνουμε από τα φαινόμενα.
Ο μακαρίτης πνευματικός μου από τη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων Παπα – Νικόδημος μου διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία παρμένη από Πατερικά αγιορείτικα χειρόγραφα:
«Ένας πιστός χριστιανός, επί δέκα πέντε χρόνια πήγαινε στον πνευματικό του και εξομολογούνταν τις ανθρώπινες αδυναμίες του. Μια μέρα όμως, όπως συνήθιζε, πήγε στον πνευματικό του να πορνεύεται με μια γυναίκα.
Αμέσως βγήκε έξω και φεύγοντας είπε στον εαυτό του: Αχ! τι έπαθα, αλίμονο σε μένα, έχω τόσα χρόνια που εξομολογούμαι σε αυτόν και τώρα τι θα κάνω; θα κολασθώ, γιατί όσα αμαρτήματα κι αν μου συγχώρεσε, έφ’ όσον είναι αμαρτωλός άνθρωπος, είναι όλα ασυχώρετα. Έκλεγε και χτυπιόταν ο άνθρωπος για το κακό που τον βρήκε και δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει.
Στο δρόμο που έφευγε δίψασε, προχώρησε λίγο και μπροστά του βρέθηκε ένα μικρό ρεματάκι στο οποίο έτρεχε γάργαρο και πεντακάθαρο νερό. Έσκυψε και ήπιε. Ήπιε τόσο που χόρτασε και δεν του έκανε καρδιά να φύγει αλλά ήθελε να πιει κι άλλο από εκείνο το νεράκι.
Σε μια στιγμή σκέφτηκε με το λογισμό του και είπε: «Αν εδώ στο ρεματάκι το νερό αυτό είναι τόσο καθαρό και νόστιμο, φαντάσου πώς θα είναι στη πηγή. Με την σκέψη αυτή ξεκίνησε να βρει την πηγή του νερού.
Όταν έφτασε όμως εκεί τι να δει! Βλέπει το νερό να βγαίνει μέσα από ένα ψόφιο και βρώμικο κουφάρι σκύλου, μέσα από το στόμα του!! Τότε βαθιά αναστέναξε και είπε: αλίμονο σε μένα τον άθλιο, μαγαρίστηκα ο ταλαίπωρος που ήπια από το μολυσμένο αυτό νερό, φαίνεται είμαι πολύ αμαρτωλός και ακάθαρτος για να μου συμβαίνουν αυτά τα πράγματα.
Στη μεγάλη αυτή στενοχώρια που βρισκότανε, παρουσιάστηκε Άγγελος Κυρίου και του είπε: «Γιατί, άνθρωπε μου, στενοχωριέσαι και λυπάσαι για τα πράγματα που σου συμβαίνουν; ΙΙρώτα σαν ήπιες το νερό από το ρεματάκι δεν ευχαριστήθηκες που το βρήκες πολύ καθαρό και δεν το χόρταινες να πίνεις και τώρα που είδες πούθε βγαίνει λες ότι μαγαρίστηκες; Είδες ότι βγαίνει από το στόμα του σκύλου και λες ότι μολύνθηκες; Εάν, αγαπητέ μου, ο σκύλος είναι, ψόφιος και ακάθαρτος μη λυπάσαι γι’ αυτό εσύ, διότι το νερό που ήπιες εσύ κι ο κόσμος όλος που πίνει, μπορεί να βγαίνει από το ακάθαρτο στόμα του σκύλου, αλλά το νερό που βγαίνει δεν είναι δικό του, δεν είναι του σκύλου, αλλά είναι δώρο του Θεού.
Έτσι κι ο πνευματικός που σε εξομολογούσε, η συγχώρεση που σου έδινε δεν ήταν δική του, αλλά η συγχώρεση είναι δωρεά του Θεού, Εκείνος τη δίνει, το Πανάγιο Πνεύμα την χορηγεί, σ’ αυτόν που ειλικρινά και καθαρά εξομολογείται τις αμαρτίες και αδυναμίες του.
Με τη διαφορά ότι οι δωρεές και τα χαρίσματα του Θεού στους ανθρώπους δίδονται μέσω της ιεροσύνης, από τους κανονικά χειροτονημένους και έχοντας την άδεια της εξομολογήσεως και αφέσεως των αμαρτιών, όπως είπε ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός στους αγίους Αποστόλους και Μαθητές Του: «Λάβετε ΙΙνεύμα Άγιον, αν τίνων αφήτε τάς αμαρτίας αυτών άφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατείτε κεκράτηνται» (Ίωάν. Κ. 22).
Έτσι οι άγιοι Απόστολοι έδωσαν την έξουσίαν αυτήν στους Επισκόπους και διαδόχους αυτών και εκείνοι στους κανονικά χειροτονηθέντες ιερείς και πνευματικούς. Εκ του λόγου τούτου και διότι τελούν τα άγια Μυστήρια του Θεού, οι ιερείς είναι ανώτεροι κατά το αξίωμα κι από αυτόν τον βασιλέα και ανώτατο άρχοντα του λαού, διότι κι αυτός οποιοσδήποτε και αν είναι στο κοσμικό του αξίωμα, από τον Ιερέα και πνευματικό θα λάβει την συγχώρεση των αμαρτιών του, διότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, αυτή είναι η ιερά Παράδοση της αγίας Εκκλησίας μας.
Δεν πρέπει οι χριστιανοί να κρίνουν τους ιερωμένους
Και τώρα, λέγει ο Άγγελος, πήγαινε να βάλεις μετάνοια και να ζήτησης συγχώρεση από τον πνευματικό σου, που τον είδες να αμαρτάνει και παρακάλεσε τον να σε συγχωρέσει, για την κατάρτιση που σε βάρος του έκαμες. Όσο δε για την αμαρτία που εκείνος έκανε, ο θεός θα τον εξετάσει και Αυτός μόνον θα τον κρίνει, διότι εσύ είδες αυτόν να κάνει την αμαρτία, δεν μπορείς όμως να γνωρίζεις αν αυτός μετανόησε ή τον τρόπο της μετανοίας του. Έτσι εσύ μεν έχεις την αμαρτία της κατακρίσεως, εκείνος δε, αν μετανοήσει, θα τρυγήσει τους καρπούς της μετανοίας και διορθώσεώς του».
Όταν ο Άγγελος είπε αυτά στον πιστό εκείνο χριστιανό έγινε άφαντος. Ο δε χριστιανός, σύμφωνα με την εντολή του Αγγέλου, γύρισε πίσω, πήγε στον πνευματικό, στον οποίο διηγήθηκε όλα όσα είδε και άκουσε από τον Άγγελον Κυρίου, του έβαλε μετάνοια κι όταν είπε τα διατρέξαντα στον πνευματικό, όπως του τα είπε ο Άγγελος ο πνευματικός με δάκρυα στα μάτια μετανόησε, έκλαψε πικρά και ζήτησε συγχώρεση από τον πολυέλεο, πολυεύσπλαχνο και Πανάγαθο Θεό και διόρθωσε τα κακώς διαπραττόμενα, προς δόξαν Θεού και ψυχική σωτηρία αυτού.
Όταν μου διηγήθηκε αυτά ο πνευματικός μου Παπα – Νικόδημος, συνέχισε τον λόγο του και με αγάπη μου είπε: «Γι’ αυτό, αδελφέ Χαράλαμπε, (αυτό έλαβε χώρα το 1934, που δεν ήμουν ακόμη Μοναχός και με έλεγε με το κατά κόσμον όνομά μου) δεν έχουμε δικαίωμα να εξετάζουμε την ζωή των άλλων ανθρώπων, όπως λέει και ο Απόστολος Παύλος: «Σύ τίς ει ό κρίνων άλλότριον οικέτην;….» (Ρωμ. ΙΔ’ 4). Πολύ δε περισσότερο να κρίνουμε τους Κληρικούς, τους ιερωμένους, τους πνευματικούς και γενικά τους ρασοφόρους, τους οποίους σκληρότατα δοκιμάζει ο Θεός και με μεγάλη πονηρία και μαεστρία πολεμεί ο Διάβολος, όπως λέει ο ίδιος ο Θεός «Μη κρίνετε; ίνα μη κριθήτε καί εν ω κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καί εν ω μέτρω μετρείται μετρηθήσεται υμίν» (Ματθ. Ζ’ 1 – 3).
Εμείς οφείλουμε να συγχωρούμε τα σφάλματα των άλλων και να μετανοούμε, να κρίνουμε και να τιμωρούμε τον εαυτό μας και μόνον. Αν θέλουμε να σωθούμε, να συγχωρούμε τους άλλους και να άναλι του ιερού Ευαγγελίου που λέει: «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα πάλι του ιερού Ευαγγελίου πού λέει: «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ό Θεός τα παραπτώματα υμών, κατά το έφετε καί αφεθήσεται υμίν» (Λουκ. ΚΓ’ 34).