π. Δημητρίου Μπόκου
Η Παναγία είναι ο πιο θαυμαστός άνθρωπος. Μάλλον το πιο θαυμαστό δημιούργημα του Θεού. Είναι η ωραιότερη, σεμνότερη, ταπεινότερη και ιερότερη γυναίκα του κόσμου (π. Μωυσής Αγιορείτης). Πόσο μεγάλο είναι το πνευματικό της ανάστημα;
«Χαίροις μετά Θεόν η Θεός, τα δευτερεία της Τριάδος η έχουσα», ψάλλουμε. Δηλαδή; Μετά τον Θεό έρχεται σε αγιότητα η Παναγία. Είναι «η όντως αγνή μετά Θεόν υπέρ άπαντας». Η Αγία Τριάδα -Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα- έχει τα πρωτεία σε όλα. Τα δευτερεία όμως τα έχει η Παναγία. Αρχικά είχαν οι άγγελοι τη θέση αυτή. Μα η Παναγία τους ξεπέρασε. Αυτή τώρα δέχεται άμεσα όλες τις δωρεές από το χέρι του Θεού και τις μεταβιβάζει στα υπόλοιπα δημιουργήματα, αγγέλους και ανθρώπους. Είναι ο υπέρτατος σκοπός της «δημιουργίας απάσης, δι’ ην ο κόσμος εγένετο». Γι’ αυτήν δημιουργήθηκε ο υπόλοιπος κόσμος. Και με τη γέννησή της «η αιώνιος του Κτίστου βουλή πεπλήρωται». Με τη γέννησή της πραγματοποιήθηκε το προαιώνιο σχέδιο του Δημιουργού (Αγ. Ανδρέας ο Κρήτης, Θεοτοκάριον).
Πώς όμως κατάφερε να κατακτήσει μια τέτοια θέση μοναδική η Παναγία; Μήπως δημιουργήθηκε διαφορετική από εμάς; Μήπως ο Θεός ενεργώντας μεροληπτικά τής έδωσε επιπλέον χαρίσματα ή κάποια φύση ανώτερη από τα άλλα δημιουργήματα;
Όχι! Τουναντίον, ήταν όπως όλοι μας. «Εκ γης έχει την γένεσιν». Είναι «θυγάτηρ του πάλαι Αδάμ», απόγονος και αυτή των εκπεσόντων πρωτοπλάστων προπατόρων μας, βεβαρημένη όπως όλοι με το προπατορικό αμάρτημα, «φθαρτόν εκ του Αδάμ σώμα κληρονομήσασα». Γεννήθηκε σαν όλους τους ανθρώπους, με τη φυσική συζυγική συνάφεια των αγίων γονέων της, από το «πανάμωμον» σπέρμα του Ιωακείμ και από τη μήτρα της Άννας. Δεν γεννήθηκε έξω από τους όρους της ανθρώπινης φύσης, «αλλά καθώς πάντες εκ σπέρματος ανδρός και μήτρας γυναικός» (Αγ. Επιφάνιος). Δεν έχουμε «άσπιλο σύλληψη» της Παναγίας, δηλαδή γέννησή της χωρίς το προπατορικό αμάρτημα, όπως διατείνεται η Μαριολογία, η εσφαλμένη περί της Θεοτόκου δυτική διδασκαλία.
Η καθαρότητά της είναι καρπός της δικής της θέλησης, του δικού της αγώνα. Αν και κληρονόμησε τη φθαρτή αδαμιαία φύση και συνεπώς και το προπατορικό αμάρτημα, εν τούτοις κρατήθηκε έξω από προσωπικές αμαρτίες. Εδώ είναι το ανυπέρβλητο μεγαλείο της. Έγινε «όντως αγία και Παναγία», «αγγελικών υπερτέρα δυνάμεων». Ανέβηκε πάνω από τα Χερουβίμ και υψώθηκε πάνω από τα Σεραφίμ» (Αγ. Ιω. Δαμασκηνός). Η κάθαρσή της από το προπατορικό αμάρτημα έλαβε χώρα με την επιφοίτηση της αγιαστικής δύναμης του Αγίου Πνεύματος (Λουκ. 1, 35) μόλις κατά τη στιγμή (του Ευαγγελισμού) που έδωσε τη συγκατάθεσή της και συνέλαβε μέσα της τον Υιό του Θεού και όχι νωρίτερα. «Η του Πνεύματος αγιαστική δύναμις επιφοιτήσασα εκάθηρέ τε και ηγίασε και οιονεί προήρδευσε». Η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στην Παναγία είναι το αντίστοιχο με το μυστήριο του δικού μας βαπτίσματος.
Επειδή όμως διά του Αδάμ «η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και διά της αμαρτίας ο θάνατος», η Παναγία, ως απόγονος του Αδάμ και κληρονόμος του προπατορικού αμαρτήματος, πέρασε και αυτή μέσα από τη διαδικασία του θανάτου, όπως όλοι οι «εν τω Αδάμ αποθνήσκοντες». Δεν μετατέθηκε κατευθείαν ζωντανή, χωρίς θάνατο, στον ουρανό, κατά τη σφαλερή πάλι άποψη της δυτικής Μαριολογίας. Γεύθηκε και αυτή, όπως κάθε άνθρωπος, τον θάνατο. Η ψυχή της χωρίστηκε πραγματικά από το σώμα της. Την ώρα της ιεράς της Κοιμήσεως, ο ίδιος ο Υιός έρχεται «προς την οικείαν λοχεύτριαν», την παναγία μητέρα του, και «δεσποτικαίς παλάμαις… την ιεράν ψυχήν υποδέχεται» και με την τιμητική συνοδεία των αγγέλων όλων και των αγίων την ανεβάζει, όχι απλώς στον ουρανό, αλλά «έως αυτού του βασιλικού θρόνου» του, στα επουράνια «Άγια των Αγίων» (Αθανάσιος Γιέφτιτς).
[irp posts=”365919″ name=”Δεκαπενταύγουστος: Οι Παναγιές της Κρήτης – Μονές και εκκλησιές”]
Και πάλι ο Υιός της συνενώνει ουρανό και γη, συναθροίζει τους πάντες «του κηδεύσαι ενδόξως το σώμα το άχραντον» της Θεοτόκου. «Θεαρχίω νεύματι», με το θεϊκό του πρόσταγμα, από τα πέρατα της οικουμένης «οι θεοφόροι απόστολοι υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι», «πάντοθεν, θεία δυνάμει περαιωθέντες, την Σιών κατελάμβανον». Και οι υπέρτατες «των ουρανών δυνάμεις συν τω οικείω Δεσπότη παραγενόμεναι», αλλά και όλος ο άγιος λαός εν Ιερουσαλήμ, «καταλαβόντες το πανάχραντον και ζωαρχικόν σκήνος» της θεόπαιδος Μαριάμ, υπό το κράτος ασυνήθους δέους, προπέμπουν σε θεοπρεπή ταφή «το θεοδόχον και ακραιφνέστατον σώμα» της. Στο πάνσεπτο σκήνωμά της «προσπίπτουσι βασιλείς συν Αρχαγγέλοις και Αγγέλοις…, Εξουσίαι, Θρόνοι, Αρχαί, Κυριότητες, Δυνάμεις και Χερουβίμ και τα φρικτά Σεραφίμ».
Η Παναγία λοιπόν, όπως όλοι οι θνητοί, «τη νομίμω ταφή παραδίδοται». Το πανάγιο, αλλά φθαρτό ακόμη σώμα της κατατέθηκε στον τάφο. Εκεί όμως δεν το άγγιξε η φθορά του θανάτου. Δεν μπήκε στη διαδικασία της αποσύνθεσης. Συνέβη σ’ αυτήν «νέκρωσις άφθορος». Η μητέρα της Ζωής δεν μπορούσε να μένει κάτω από την κυριαρχία του θανάτου. Από το μνήμα το σώμα της «τριταίον και άφθαρτον προς ουρανίους δόμους μετεωρίζεται» (Αγ. Ιω. Δαμασκηνός). Στις τρεις ημέρες από την Κοίμησή της ο Υιός και Θεός της την ανέστησε. Της έδωσε αμέσως το άφθαρτο, ένδοξο και αιώνιο σώμα που θα της έδινε κατά τη Δευτέρα Παρουσία του. Και την ανέβασε ολοζώντανη και ολοφώτεινη στον ουρανό, κάνοντάς την χαρά και βασίλισσα αγγέλων και ανθρώπων και μητέρα του κόσμου.
Έτσι λοιπόν, αν και, μιμούμενη τον Υιό της, υποκύπτει στους νόμους της φύσης, ταυτόχρονα νικάει τη φύση. Αν και αποθνήσκει, όμως «συν τω Υιώ εγείρεται διαιωνίζουσα». Δεν έχουμε μόνο Κοίμηση, αλλά και Μετάσταση. Και το γεγονός αυτό είναι για μας ο,τι καλύτερο θα μπορούσε να μας συμβεί. Διότι δεν θα ξεχάσει ποτέ τους οικείους της, εμάς, η Παναγία. «Συγγενούς οικειότητος μη επιλάθη, Δέσποινα»!
Ας χαρούμε λοιπόν απέραντα όλοι για τη Μητέρα μας!
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, αρ. φ. 397, Αύγ. 2016, επηυξημένο)