του Μητροπ. Προικοννήσου Ιωσήφ
Δεκαπενταύγουστος! Λέξη αποκλειστικά ελληνική! Λέξη που θυμίζει ήλιο πυρωμένο και μελτέμι,· αψιά αρμύρα θαλασσινή και βασιλικό μοσχομύριστο· ασπρισμένα πεζούλια και μαυροφορεμένες -εξαιτίας κάποιου τάματος- κοπελλιές· πεύκο βουνίσιο και θυμάρι- ταπεινά αιγαιοπελαγίτικα εκκλησάκια και σεβάσμια σοβαρά μοναστήρια- νηστεία αυστηρή και συχνά καμπανοπαιξίματα· ελιές μαυρομάτες με παξιμάδι σιταρένιο και σουλτανοστάφυλα τραγανά· ευωδιαστά μελισσοκέρια και καρδιακές προσευχές «ως θυμίαμα»· εικόνες θαυματουργές, ιστορημένες από φως και λουλούδια, ζωγραφισμένες «αναξία χειρί» νηστευόντων πιστών Μικρές και Μεγάλες Παρακλήσεις στη Χάρη Της, μ’ ατέλειωτα σταυροκοπήματα και μετάνοιες!
Δεκαπενταύγουστος! Λέξη που κλείνει μέσα της όλη τη ρωμέικη παράδοση κι όλη την πατρική μας ευσέβεια! Όλη την πίστη μας και την ευλάβειά μας προς τη Δέσποινα του κόσμου, τη Μάννα του Χριστού και της Ρωμηοσύνης!
Ξεκίνησα να πάω στην Κάτω Σύμη. Το πιο απομακρυσμένο προς τα δυτικά χωριό της μητροπολιτικής μας περιφέρειας, στην πολύπαθη περιοχή της Βιάννο. Να δω τους Χριστιανούς μας, μέρες που είναι, να κάνουμε μαζί ένα σταυρό και μια Παράκληση στη «Γαλατοχτισμένη» τους…
Έφτασα απόγευμα. Ο παπα-Χαράλαμπος, ένας λεβεντόγερος Κρητικός που θυμίζει παλιές, όμορφες εποχές, με υποδέχθηκε με όση αρχοντιά και καλοσύνη διαθέτει μια γνήσια κρητικιά ψυχή. Ανηφορίσαμε μαζί ανάμεσα από πεύκα στ’ αριστερά και πλατάνια στα δεξιά, για την «Παναγία της Κοιμήσεως». Τη «Νηστικοχτισμένη» και «Γαλατοχτισμένη»! Οι ενορίτες του, και οι ντόπιοι, και οι της «διασποράς» που ήλθαν στο χωριό για παραθερισμό, είχαν προηγηθεί και μας περίμεναν. Στη θέα μας άρχισαν να χτυπάνε χαρμόσυνα τις καμπάνες, σ’ εκείνο τον όμορφο, το χαρακτηριστικό ρυθμό, που ό μακαρίτης ο Δεσπότης μας, ο ιεροσητείας Αμβρόσιος (1890-1929), είχε δι’ εγκυκλίου καθορίσει: «Τον Αδάμ, τον Αδάμ, τον αμήν-αμήν Αδάμ· τον Αδάμ· τον Αδάμ…!»
Μετά το εγκάρδιο καλωσόρισμα και το αυθόρμητο χειροφίλημα, μια σύντομη ξενάγηση στο Ναό, μια παλιά, μικρή και όμορφη βασιλική, με γλυπτό «αγιοθύριδο» στη χιβάδα του Ιερού. «Το χτίσιμο της εκκλησιάς μας, πάτερ, έγινε μετά από τάμα της αρχόντισσας του χωριού με τους εργάτες εντελώς νηστικούς! Ξεκινούσαν το πρωί κι έχτιζαν με απόλυτη νηστεία, μέχρι το απομεσήμερο, όσο βάσταγε η αντοχή τους. Και την επαύριο το ίδιο. και ξανά, ώσπου ολοκληρώθηκε το χτίρι. Μα το τάμα της αρχόντισσας -για τον άρρωστο άνδρα της, αν δεν κάνω λάθος- περιλάμβανε και τούτο: αντί για νερό, στο χτίσιμο της εκκλησίας να χρησιμοποιηθεί γάλα! Μάζεψε, λοιπόν, τα κοπάδια της, άρμεγαν τα ζώα κι έβαζαν το γάλα αντί για νερό για να μαλάξουν τη λάσπη και τους σοβάδες! Είναι «νηστικοχτισμένη» και «γαλατοχτισμένη» η εκκλησία μας!»
Φως μόνο από καντήλια κι αγιοκέρια. Ψάλτες όλοι κι όλες· γνώστες και μη· με ισοκράτες τα τζιτζίκια και τα πετεινά του ουρανού, Ο παπάς, άτυφος και απλοϊκός, εύχεται μετά θέρμης «υπέρ ων τελείται η ιερά δεκαπέντισις αύτη» (δικό του τυπικό!…) κι όλοι σταυροκοπιούνται και κάνουν ατέλειωτες στρωτές μετάνοιες. Το μοσχολίβανο καίει άφθονο για τη Χάρη Της. «Κυρά… μπροστά Σου όση είναι δάφνη στέκει, κι όσο λιβάνι για τα γόνατα Σου!».Κι Εκείνη από τον θρόνο Της στο τέμπλο, «περισσότερο ζωντανή στην εικονική ακινησία Της. στην Κοίμηση Της»,δέχεται τη δέησή μας «την πενιχρά», τους αλάλητους στεναγμούς της καρδίας μας τα δάκρυα και τις γονυκλισίες μας. και αντικαταπέμπει στις ψυχές μας τη γαλήνη, το έλεος, την παραμυθία, το γλυκασμό, τη χάρη!…
«Προς τίνα καταφύγω άλλην, Αγνή;»
Τούτος ο λαός ο βασανισμένος, τούτες οι γυναίκες οι μαυρομαντηλούσες, τούτοι οι άνδρες που ανδρώθηκαν ορφανοί σε μια γη καμένη, τούτα τα παιδιά που ακούν σαν παραμύθι την ιστορία της σφαγής των παππούδων και του καψίματος των χωριών από τους γιους των Ούννων πριν σαράντα χρόνια, τούτοι οι πονεμένοι άνθρωποι με τα πικραμένα χείλη και τις λαβωμένες καρδιές, κι εγώ που μ’ έταξε ό Υιός Σου παρηγορητή τους. Σε Σένα καταφεύγουμε, Αγνή. μοναδική παρηγοριά κι ελπίδα μας ακαταίσχυντη! Προσκυνούμε την εικόνα Σου, τιμούμε την εκκλησιά Σου τη «Νηστικοχτισμένη», παίρνουμε φυλαχτό μας ακριβό δυο φύλλα βασιλικό που ακούμπησαν στο νεκροκρέβατο του θεοδόχου και ζωαρχικού Σου σκήνους, βλογάμε την ώρα και τη στιγμή που οι ουρανοί Σε χάρισαν στον κόσμο μας δώρο μοναδικό κι ατίμητο, και συνοδεύουμε την έξοδο Σου από τα λυπηρά της ματαιότητος μ’ όλη τη ζέση, μ’ όλο τον πόθο, μ’ όλη τη φλόγα, μ’ όλο το σέβας, μ’ όλη την αγάπη και μ’ όλη τη λατρεία που διαθέτει η φτωχή μας καρδιά!…
Δεκαπενταύγουστος! Λέξη που θυμίζει «Νηστικοχτισμένη» και «Γαλατοχτισμένη»! Λαό πονεμένο, μα και αρκούντως παρηγορημένο από τη Μητέρα της Ζωής! Λαό ταπεινό, ευσεβόφρονα! Λαό που έχει ακουμπήσει την ψυχή του στα γόνατα της «Μάννας των ανέλπιδων», της Σκέπης όλου τού κόσμου!… .
(Ιωσήφ, Μητρ. Προικοννήσου «Οσμή ζωής», εκδ. Άθως, σ.137-140)