Είχα ήδη ολοκληρώσει τη συγγραφή της εργασίας μου, και επεξεργαζόμουν, λίγο πριν την έκδοσή της, το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που είχα στα χέρια μου, όταν ένα μεσημέρι του Μαρτίου, για κάποιον προσωπικό λόγο, επικοινώνησα με έναν από τους πρώτους υποστηρικτές της ανιστόρησης της νέας Μονής Σουμελά, το Διογένη Αμοιρί-δη, Γραμματέα της Κοινότητας Καστανιάς Ημαθίας από το 1980 μέχρι το 1986.
Με την ευκαιρία αυτής μας της επικοινωνίας, ρώτησα τον αγαπητό φίλο, που εξακολουθεί να ζει μόνιμα στην Καστανιά και στα 83 του χρόνια να υπηρετεί με τον ίδιο ζήλο την Παναγία Σουμελά, εάν θυμόταν να μου διηγηθεί κάποιο ξεχωριστό γεγονός, από τα εξήντα χρόνια της διακονίας του στη Μονή.
Ο Διογένης, ενώ κόμπιασε για λίγο στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε, ξαφνικά, λες και κάποιο φλας άναψε μπροστά του, μου είπε:
-Έχω δει και έχω ακούσει εκατοντάδες συμπατριώτες που έρχονταν όλα αυτά τα χρόνια προσκυνητές στην Παναγία να μιλούν με ευλάβεια και θαυμασμό για τη χάρη Της, μα υπάρχουν δυο ξεχωριστά γεγονότα στη ζωή μου, που μέχρι σήμερα ποτέ δε δημοσιοποίησα.
-Διογένη, τι ακριβώς εννοείς; Τον ρώτησα περίεργος.
-Άκουσε να σου πω, Στέφανε, στο πρώτο περιστατικό πρόκειται για ένα ζευγάρι Ελλήνων από τη Γερμανία, που επισκέφθηκαν την Παναγία το 1980, αλλά τώρα δε θυμάμαι να σου πω ακριβώς τα στοιχεία τους. Τηλεφώνησέ μου κάποια άλλη στιγμή και τα ξαναλέμε.
Διαισθανόμενος εγώ ότι κάποια σπουδαία ιστορία γνώριζε ο Διογένης, σχετικά με το ζευγάρι που μου είχε αναφέρει, και θέλοντας να του αποσπάσω άμεσα τις όποιες πληροφορίες γνώριζε, του πρότεινα, παρά το φόρτο της δουλειάς μου, όπως «εκ του πονηρού» του τόνισα ότι είχα, να τον επισκεφθώ άμεσα στο σπίτι του στο χωριό.
Ο Διογένης, ευγενής όπως πάντα, μη θέλοντας να με βάλει έστω σ’ αυτή τη μικρή δοκιμασία, μου απάντησε αμέσως:
-Μείνε για λίγο στη γραμμή και θα σου τα διηγηθώ όλα, όσα θυμάμαι.
-Γυναίκα, άκουσα από την άλλη πλευρά του ακουστικού, για φέρε μου το σακάκι μου.
-Τι ψάχνεις; Τον ρώτησα.
-Ένα σημείωμα, μου απάντησε, που το έχω φυλαγμένο στην τσέπη μου περίπου τριάντα χρόνια!
Έτσι άρχισε τη διήγηση ο Διογένης:
Διήγηση Πρώτη
Το 1980, με την ευκαιρία της βάφτισης ενός μικρού παιδιού στη Μονή της Σουμελά, γνώρισα το ζεύγος Ελευθερίου και Αθηνάς Ντόστα.
Ο Λευτέρης, που δεν ήταν Πόντιος όπως μου εκμυστηρεύτηκε, είχε γεννηθεί στην Καστοριά, και η Αθηνά στις Σέρρες. Οι δυο τους γνωρίστηκαν το 1965 στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας, όταν βρέθηκαν οικονομικοί μετανάστες, και στη συνέχεια, το 1966, παντρεύτηκαν.
Στην ερώτησή μου, πως διάλεξαν τη Μονή της Παναγίας Σουμελά για να κάνουν την βάφτιση του παιδιού τους, μου εκμυστηρεύτηκαν τα εξής:
Επί δεκατρία χρόνια μετά το γάμο τους, μέχρι το 1979, παρά την επιθυμία και τις προσπάθειές τους για την απόκτηση παιδιού, δεν τα κατάφεραν. Στα χρόνια αυτά μάλιστα επισκέφτηκαν δυο ιατρικά κέντρα της Γερμανίας και έτυχαν ιατρικής παρακολούθησης και υποστήριξης δύο γυναικολόγων.
Όσο περνούσαν τα χρόνια και δεν ευοδωνόταν η επιθυμία τους, ξεμάκρυναν οι πιθανότητες της απόκτησης ενός παιδιού. Όλο αυτό το διάστημα ο Λευτέρης προσπαθούσε να παρηγορήσει με κάθε τρόπο τη σύζυγό του. Ο ίδιος όμως το 1979 επισκέφτηκε μια χριστιανική εκκλησία στη Φρανκφούρτη και προσευχήθηκε με πίστη στη Θεοτόκο Παναγία, ζητώντας της να μεσολαβήσει για την πραγμάτωση της επιθυμίας τους.
Ύστερα από αυτή του την επίσκεψη στην εκκλησία, για δύο συνεχείς νύχτες στον ύπνο του, όπως ο ίδιος διηγόταν, είδε να τον επισκέπτεται μια μαυροφορεμένη νέα γυναίκα, να τον πιάνει από το χέρι και να τον οδηγεί σε μια πέτρινη εκκλησία, μέσα από ένα πανέμορφο δασώδες τοπίο.
Στην ερώτησή του, που ακριβώς βρισκόμαστε και τι κάνουμε εδώ, θυμάται να πήρε ξεκάθαρα την απάντηση από τη νέα γυναίκα που τον συνόδευε:
-Είμαστε στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, όπου σύντομα θα έρθεις με τη σύζυγό σου και θα φέρετε την κόρη σας για να βαπτισθεί!
Στη δεύτερη ερώτησή του, πως μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο αφού εμείς δεν έχουμε παιδιά, πήρε και πάλι την απάντηση από τη μαυροφορεμένη γυναίκα μέσα στο όνειρό του, το οποίο όμως ζούσε σαν πραγματικό:
-Σύντομα θα έρθεις να με συναντήσεις και θα τα ξαναπούμε.
Ενώ η γυναίκα χάθηκε από το όραμά του, ο ίδιος και τις δύο φορές ξύπνησε αναστατωμένος για ό,τι ζούσε τόσο ζωντανά στον ύπνο του. Και ενώ την πρώτη φορά δεν είπε τίποτε στη γυναίκα του, για να μην την ταράξει, τη δεύτερη φορά που ξαναείδε το ίδιο όνειρο, ένιωσε την ανάγκη να της το διηγηθεί.
Όμως το περίεργο γι’ αυτούς ήταν ότι και οι δυο τους, όπως είπε ο Λευτέρης στο Διογένη, για πρώτη φορά στη ζωή τους άκουγαν για την «Παναγία Σουμελά». Ενώ δε θυμόνταν να είχανε ξαναδεί το δασώδες τοπίο που είχε ονειρευτεί ο Λευτέρης και περιέγραψε στη σύζυγό του, και ασφαλώς δε γνώριζαν καν σε ποιά περιοχή μπορούσε να βρίσκεται η Μονή.
Τις επόμενες εβδομάδες επισκέφτηκαν το γιατρό τους, από τον οποίο άφωνοι, αλλά με ενθουσιασμό, πληροφορήθηκαν ότι η Αθηνά, ύστερα από δεκατρία χρόνια γάμου, επιτέλους βρισκόταν στο δεύτερο μήνα της κύησης!
Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης φρόντισαν να πληροφορηθούν για την ύπαρξη της Μονής Σουμελά στο χωριό Καστανιά της Βέροιας.
Όταν με το καλό γεννήθηκε η κόρη τους, την 1η Απριλίου 1980 και έγινε περίπου 3 μηνών, τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου ταξίδεψαν από τη Γερμανία για την Ελλάδα, με σκοπό να οργανώσουν τη βάφτιση της κόρης τους. Έφτασαν στη Θεσσαλονίκη και από εκεί ξεκίνησαν για την «Παναγία Σουμελά» μέσω Έδεσσας. Μη γνωρίζοντας όμως το δρομολόγιο, πέρασαν έξω από τη Βέροια, και έτσι έφτασαν στη Φλώρινα.
Ρωτώντας εκεί πως μπορούν να πάνε στη Σουμελά, ενημερώθηκαν ότι έπρεπε να επιστρέψουν προς τη Βέροια, μέσω της Ζωοδόχου Πηγής. Έτσι και έκαναν χωρίς καθυστέρηση, παίρνοντας το δρόμο του γυρισμού.
Όπως διηγείται ο Λευτέρης, κάποτε έφτασαν στη διασταύρωση που ενώνει την είσοδο της Μονής, από την πλευρά της Ζωοδόχου Πηγής, όπου βρίσκονται και οι εγκαταστάσεις των κατασκηνώσεων της Πρόνοιας που για χρόνια οργάνωνε με επιτυχία ο αείμνηστος καθηγητής Ελενίδης. Σταμάτησε δεξιά το αυτοκίνητό του και κατέβηκε στο δρόμο.
Έκπληκτος είδε, ίδιο και απαράλλαχτο, το τοπίο που για δύο συνεχόμενα βράδια έβλεπε στο όνειρό του. Δεξιά του τις κατασκηνώσεις, μπροστά του το δημόσιο δρόμο, γύρω του το πυκνό από τις οξιές δάσος και στο βάθος το μικρό πέτρινο μοναστήρι.
Κάθισε για λίγο στα γόνατα, για να συνέλθει από την έκπληξη. Ενώ, χωρίς να το καταλάβει, άρχισε να κλαίει από τη συγκίνηση. Όπως μάλιστα είπε, με βουρκωμένα και πάλι τα μάτια του, όταν διηγόταν στο Διογένη το ξεχωριστό αυτό περιστατικό που του συνέβη, για ώρα προσπαθούσε να συνέλθει από όσα έβλεπε μπροστά του. Όμως αυτή τη φορά ήταν ξύπνιος και με ανοιχτά τα μάτια!
Μετά το πρώτο σοκ που τον άφησε σχεδόν άφωνο για αρκετά λεπτά, όταν συνήλθε, συνέχισε και έφτασε στη Μονή, που ήταν όπως ακριβώς την είχε δει στο όνειρό του. Στη συνέχεια με ευλάβεια μπήκε μέσα στο ναό και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με την άγνωστη έως τότε γι’ αυτόν Παναγία.
Βαθιά συγκινημένος, μαζί με τη σύζυγό του, προσκύνησαν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και προσευχήθηκαν, ευχαριστώντας Την για το θαυμαστό τρόπο, με τον οποίο τους αποκάλυψε την επερχόμενη γέννηση της κόρης τους, καθώς και για το μοναδικό αυτό γεγονός που συνέβη στη ζωή τους.
Μια εβδομάδα αργότερα, στις 25 Ιουνίου του 1980, επέστρεψαν στη Μονή και βάπτισαν την κόρη τους, δίνοντάς της το όνομα Μαρία. Για να θυμάται, όπως εξομολογήθηκαν στο Διογένη, και η μικρή ότι η δύναμη της πίστης των γονιών της, με τη βοήθεια της Σουμελιώτισσας, συνέβαλαν να γίνει πραγματικότητα μια επιθυμία τους, που για χρόνια φαινόταν αδύνατη!
Διήγηση Δεύτερη
(18 Απριλίου 2008)
Το δεύτερο περιστατικό ο Διογένης μου το διηγήθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν του τηλεφώνησα για να του διαβάσω πως αποτύπωσα την πρώτη ιστορία που μου διηγήθηκε.
Σ’ αυτό το δεύτερο περιστατικό, όπως ο ίδιος μου είπε, ήταν αυτήκοος μάρτυρας.
Το 1968 υπηρετούσε ως κοινοτικός γιατρός στην Καστανιά ο Ευστράτιος Αγαρίδης, ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος.
Τη χρονιά εκείνη γεννήθηκε η κόρη του. Δυστυχώς όμως από τις πρώτες εβδομάδες της γέννησής της πυορροούσαν τα μάτια του παιδιού.
Ο πατέρας της, ως επιστήμονας που ήταν, προσέφυγε στο νοσοκομείο και τους ειδικούς γιατρούς, αναζητώντας τη θεραπεία της μικρής του κόρης.
Για ένα μήνα, περίπου, οι όποιες ιατρικές φροντίδες δεν απέφεραν το αναμενόμενο αποτέλεσμα της ίασης του νεογέννητου.
Σχεδόν απελπισμένος ο γιατρός πατέρας της, μου ζήτησε να κανονίσω να βαφτίσουμε το κοριτσάκι στην Παναγία Σουμελά, γιατί φοβόταν για το χειρότερο.
Ο γιατρός μάλιστα με πλησίασε πριν τη βάφτιση και με ιδιαίτερα φορτισμένο λόγο, μου εκμυστηρεύτηκε ότι για μέρες τώρα προσεύχεται στην Παναγία, ζητώντας τη βοήθειά της, έχοντας βαθιά την ελπίδα μέσα του ότι θα ακουσθεί η πατρική του προσευχή.
Έτσι και έγινε. Πέντε άνθρωποι όλοι και όλοι συμμετείχαν στο γεγονός της έκτακτης βάφτισης της μικρής -που πήρε το όνομα Βασιλική- στην Παναγία Σουμελά.
Όταν με το καλό τέλειωσε η βάφτιση, ο γιατρός με τη σύζυγό του και την κόρη του, αφού με ευχαρίστησαν, έφυγαν για τους Γεωργιανούς. Το χωριό που ήταν και η έδρα του κοινοτικού ιατρείου.
Την επομένη το πρωί δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από το γιατρό.
-Διογένη, άκουσα τον ενθουσιαστικό τόνο της φωνής του γιατρού, το πύον σταμάτησε να τρέχει από τα μάτια του παιδιού. Η Σουμελά άκουσε τις προσευχές μου και «ελάρωσεν» το μικρόν!
Η Βασιλική έγινε καλά και σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, είναι δασκάλα στη Βέροια, αλλά και αυτή και ο πατέρας της, όπως και εγώ, δεν ξεχάσαμε ποτέ αυτό το θαυμαστό γεγονός που της συνέβη.
Μνήμες και μνημεία του Πόντου. Στέφανος Π. Τανιμανίδης. ΣΟΥΜΕΛΑ «Η ΠΡΟΣΦΥΞ ΠΟΝΤΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ». Τόμος β΄. Σελ. 464-468