Από τον «Επιτάφιο θρήνο» στη «Μάνα του Χριστού», του Βάρναλη και στον «Επιτάφιο» του Ρίτσου…
Ν. Γκάτσος: «Πάντα στον κόσμο θα ‘ρχεται/ Παρασκευή Μεγάλκαι κάποιος θα σταυρώνεται/ για να σωθούν οι άλλοι».
Η Παναγία ως το «πανάγιο πρόσωπο» της χριστιανικής πίστης πέρασε στη συνείδηση του λαού σαν το ιερό σύμβολο της μάνας.
Της κάθε μάνας, που στο πρόσωπο του δικού της παιδιού, του σπλάχνου της, βλέπει το δικό της Χριστό. Της κάθε χαροκαμένης μάνας που μπρος στο άψυχο σώμα του παιδιού της θρηνολογεί, σπαράσσεται και ολοφύρεται δίχως να βρίσκει παρηγόρια, γιατί όσο κι αν η θρησκευτική Ανάσταση θέλει να λειτουργεί σαν ελιξίριο, η χαροκαμένη ξέρει ενδόμυχα πολύ καλά αυτό που ο δημοτικός ποιητής μοιρολογεί:
«Να ‘ταν να γυρίζανε του κόσμου οι πεθαμένοι,/ δε θα ‘κλαιε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,…/ Μα όταν στερέψει η θάλασσα και γίνει περιβόλι,/ κι όταν θα καμ’ η ελιά κρασί και το σταφύλι λάδι,/ τότε θα περιμένουμε να ρθουν από τον Άδη»…
Είναι άραγε τυχαίο ότι άθρησκοι ποιητές, όπως ο Βάρναλης και ο Ρίτσος «πάτησαν» στους έξοχους εκκλησιαστικούς ύμνους των Παθών του Χριστού, ο μεν πρώτος στους «Πόνους της Παναγίας» και στο «Η μάνα του Χριστού», ο δε δεύτερος στον «Επιτάφιο», για να εκφράσουν έτσι τα βαθιά συναισθήματα του λαού και ιδιαίτερα της μάνας που θρηνεί;
«Επιτάφιος θρήνος»…
(…Η απουσία του από παλιότερα λειτουργικά βιβλία, μας πείθει πως είναι γέννημα των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου. Ο άγνωστος ή οι άγνωστοι ποιητές των τριών ποιημάτων του Επιταφίου Θρήνου συνεχίζουν μ’ αυτά τις καλύτερες παραδόσεις των παλιών μεγάλων υμνωδών. Ο Επιτάφιος Θρήνος, με τις έξοχες ποιητικές του εικόνες, τον παλμό και το πάθος του, προκαλεί ακόμα ρίγη συγκίνησης στους ακροατές).
.Ν. Γκάτσος: «Πάντα στον κόσμο θα ‘ρχεται/ Παρασκευή Μεγάλκαι κάποιος θα σταυρώνεται/ για να σωθούν οι άλλοι».
Η Παναγία ως το «πανάγιο πρόσωπο» της χριστιανικής πίστης πέρασε στη συνείδηση του λαού σαν το ιερό σύμβολο της μάνας. Της κάθε μάνας, που στο πρόσωπο του δικού της παιδιού, του σπλάχνου της, βλέπει το δικό της Χριστό. Της κάθε χαροκαμένης μάνας που μπρος στο άψυχο σώμα του παιδιού της θρηνολογεί, σπαράσσεται και ολοφύρεται δίχως να βρίσκει παρηγόρια, γιατί όσο κι αν η θρησκευτική Ανάσταση θέλει να λειτουργεί σαν ελιξίριο, η χαροκαμένη ξέρει ενδόμυχα πολύ καλά αυτό που ο δημοτικός ποιητής μοιρολογεί:
«Να ‘ταν να γυρίζανε του κόσμου οι πεθαμένοι,/ δε θα ‘κλαιε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,…/ Μα όταν στερέψει η θάλασσα και γίνει περιβόλι,/ κι όταν θα καμ’ η ελιά κρασί και το σταφύλι λάδι,/ τότε θα περιμένουμε να ρθουν από τον Άδη»…
Είναι άραγε τυχαίο ότι άθρησκοι ποιητές, όπως ο Βάρναλης και ο Ρίτσος «πάτησαν» στους έξοχους εκκλησιαστικούς ύμνους των Παθών του Χριστού, ο μεν πρώτος στους «Πόνους της Παναγίας» και στο «Η μάνα του Χριστού», ο δε δεύτερος στον «Επιτάφιο», για να εκφράσουν έτσι τα βαθιά συναισθήματα του λαού και ιδιαίτερα της μάνας που θρηνεί;
«Επιτάφιος θρήνος»…
(…Η απουσία του από παλιότερα λειτουργικά βιβλία, μας πείθει πως είναι γέννημα των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου. Ο άγνωστος ή οι άγνωστοι ποιητές των τριών ποιημάτων του Επιταφίου Θρήνου συνεχίζουν μ’ αυτά τις καλύτερες παραδόσεις των παλιών μεγάλων υμνωδών. Ο Επιτάφιος Θρήνος, με τις έξοχες ποιητικές του εικόνες, τον παλμό και το πάθος του, προκαλεί ακόμα ρίγη συγκίνησης στους ακροατές).