Σε μία επίσκεψή μου στον Γέροντα Παϊσιο, ο Γέροντας καθόταν στο υπαίθριο αρχονταρίκι του, στο Ιερόν Κελλίον Παναγούδα, κι έπλεκε σιωπηλός κομποσχοίνι.
Εμείς ολοτρίγυρα αρκετοί θα έλεγα προσκυνητές καθισμένοι στους κομμένους κορμούς των δένδρων, παρακολουθούσαμε σιωπηλοί. Για μια στιγμή ο γέροντας έσπασε τη σιωπή του αστειευόμενος με δυό παιδιά δέκα με δώδεκα χρονών.
– Εσένα πώς σε λένε ; ρώτησε ο Γέροντας.
– Γιώργο απαντά ο μικρός.
– Πω, πω και ήθελα έναν υποτακτικό να τον λένε Γιώργο του απάντησε ο Γέροντας αστειευόμενος, κι ύστερα τον πλησίασε συνεχίζοντας…
Μα εγώ δε τον θέλω έτσι, τον θέλω να έχει βγάλει πανεπιστήμια, να ξέρει ξένες γλώσσες.
Στο τέλος φεύγοντας ο μικρός με τον πατέρα του, πήγε να πάρει την ευχή του. Ο γέροντας, του έδωσε το κομποσχοίνι που έπλεκε, τον έβαλε στην αγκαλιά του και του είπε:
«Έλα μωρέ, εγώ τον Χριστό θέλω ν’ αγαπάς» καταδεικνύοντας τόσο απλά ο Γέροντας, την ορθόδοξη ομορφιά της ελεύθερης επιλογής οδού προς σωτηρίαν.»