Άγιος Παΐσιος: – Όταν ο άνθρωπος αναπαύη τον λογισμό του, καταπατά την συνείδηση του. Και όταν αναπαύη τον λογισμό του για πολύ καιρό, κάνει μια άλλη, δική του, συνείδηση, μια συνείδηση στα μέτρα του, δηλαδή μια λανθασμένη συνείδηση.
Τότε όμως δεν έχει ανάπαυση μέσα του, γιατί ανάπαυση εσωτερική δεν μπορεί να φέρη η λανθασμένη συνείδηση.
Βλέπεις, ακόμη και όταν κάποιος κάνη ένα σφάλμα και ο άλλος του λέη: «δεν έφταιγες, τι στενοχωριέσαι»; ή κάνη ότι δεν κατάλαβε το σφάλμα του, πάλι ανάπαυση δεν βρίσκει. Είναι μερικοί που πάνε με τους γκουρούδες κ.λπ. και, όταν καταλάβουν ότι δεν πάνε καλά, έρχονται να με ρωτήσουν. Και ενώ τους λέω κάτι, για να τους βοηθήσω, πάλι επιμένουν: «Όχι, αυτό που πιστεύουμε είναι σωστό». «Καλά, αφού είναι σωστό και είσαι αναπαυμένος από αυτό το σωστό, γιατί έρχεσαι να με ρωτήσης»;
Ενώ δεν αναπαύονται στο στραβό, επιμένουν, προσπαθούν από εδώ-από εκεί, να ψευτοαναπαυθούν, ανάπαυση όμως αληθινή δεν βρίσκουν.
Μπορεί, Γέροντα, κανείς να ζήση με λανθασμένη συνείδηση σε όλη του την ζωή;
– Άμα πιστεύη στον λογισμό του, μπορεί.
Πώς θα την διόρθωση;
– Αν σκέφτεται ταπεινά, αν δεν έχη εμπιστοσύνη στον λογισμό του και τον συζητάη με
τον πνευματικό.
Μπορεί, Γέροντα, ο άνθρωπος, όταν έχη μια ευαισθησία, να δημιουργήση λανθασμένη συνείδηση;
– Για να δημιουργήση λανθασμένη συνείδηση, δεν θα είναι καλή η ευαισθησία του. Το ένα λανθασμένο θα δημιουργήση και άλλο λανθασμένο. Μερικοί, ενώ λένε: «εγώ είμαι ευαίσθητος», στους άλλους φέρονται βάρβαρα και τους κατσαδιάζουν χωρίς λόγο.
Γέροντα, η συνείδηση αυτών που δικαιολογούνται έχει πιάσει πουρί;
– Αυτός που δικαιολογείται έχει και λίγο έλεγχο μέσα του· δεν είναι αναίσθητος. Και όταν κανείς δεν είναι αναίσθητος, πονάει για το σφάλμα του και μετά έρχεται η θεία παρηγοριά. Αλλά, όποιος φτιάξη λανθασμένη συνείδηση, φθάνει σε αναισθησία· αυτός καυχιέται για το έγκλημα.
Έχω δει ανθρώπους που, ενώ έχουν κάνει εγκλήματα, τα λένε με τέτοιον τρόπο, που σου τα παρουσιάζουν σαν κατορθώματα. Γιατί, αν ανάπτυξη κανείς λανθασμένη συνείδηση, αυτό δεν είναι απλώς πώρωση, άλλα κάτι παραπάνω από πώρωση.
Όταν ήμουν στην Μονή Στομίου, στην Κόνιτσα, ήρθε ένας και μου λέει: «Θέλω να εξομολογηθώ». «Δεν είμαι ιερεύς», του λέω. «Όχι, θέλω να τα πω σ’ εσένα», μου λέει. Ήταν εκεί και μερικές γυναίκες που είχαν ανεβή να προσκυνήσουν. «Καλύτερα να φύγετε τώρα», τις λέω. «Όχι, τις λέει αυτός, δεν πειράζει, καθήστε».
Και άρχισε να διηγήται τι έκανε στα νιάτα του: «Όταν ήμουν νέος, είχα πάει να μάθω τσαγκάρης, άλλα όλο νύσταζα, γιατί την νύχτα πήγαινα με μια σπείρα και έκλεβα.
Στην περιοχή μας ήταν ένας τσαούσης [λοχίας] και μας έλεγε:
«Πάτε να κλέψετε. Εγώ θέλω δύο κριάρια. Από εκεί και πέρα εσείς κλέψτε ό,τι θέλετε».
Πηγαίναμε λοιπόν στα σπίτια των Χριστιανών, άφηνα την κάπα κάτω, έδινα μια στα σκυλιά, στην μασέλα, με μια βέργα από κρανιά που είχα μαζί μου, και μπαίναμε μέσα. Κλέβαμε δυο κριάρια και όσα αρνιά μπορούσαμε. Δίναμε τα κριάρια στον τσαούση και κρύβαμε τα αρνιά στον στάβλο μας. Ο τσαούσης μας έκλεινε αμέσως στην φυλακή.
Τα αφεντικά που μας είχαν δει να κλέβουμε, πήγαιναν το πρωί στην αστυνομία και έλεγαν: «Ο τάδε και ο τάδε μας έκλεψαν». «Ο τάδε και ο τάδε; Μα αυτοί είναι στην φυλακή. Γιατί τους συκοφαντήσατε»; Δώσ’ του ξύλο…
Μια φορά πήγαμε σε ένα κοπάδι που το φύλαγε ένα βλαχάκι ψηλό μέχρι εκεί επάνω με τον πατέρα του. «Τώρα πώς θα μπούμε στο κοπάδι; θα μας πετάξουν σαν τα σπιρτόξυλα», μου λένε οι άλλοι. Παίρνω τότε τον γκρα*, σημαδεύω το βλαχάκι, και μπαμ, σωριάζεται κάτω. Δένω και τον πατέρα του σε μια γκορτσιά… Πήραμε, πήραμε…».
Και τα έλεγε όλα αυτά σαν κατορθώματα, και γελούσε! Πού οδηγεί η λανθασμένη συνείδηση!
Αυτός θεωρούσε ένοχο τον εαυτό του, γιατί απλώς συνόδευσε κατόπιν εντολής της υπηρεσίας του έναν εγκληματία, ενώ ο άλλος διηγείτο τα εγκλήματα που έκανε σαν κατορθώματα και καυχιόταν γι’ αυτά!
* Οπισθογεμές τουφέκι παλαιού τύπου.
Απόσπασμα από το βιβλίο, Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, «Πνευματικός αγώνας», Λόγοι γ’, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης.