Ο Άγιος Παΐσιος διηγείται μια απίστευτη ιστορία.
Είχα γνωρίσει κάποτε έναν άνθρωπο πολύ καλό και ευαίσθητο. Αφού να φανταστείς ούτε στο μοναστήρι δεν ερχόταν να φιλοξενηθεί για να μη δώσει βάρος στους μοναχούς… ‘Ημουν τότε αρχοντάρης στη σκήτη των Ιβήρων, βγαίνω μία στιγμή στο μπαλκόνι το μεσημέρι, βλέπω κάποιον κάτω να ξαπλώνει πάνω στις πέτρες…
Βρε, λέω, τι κάνει αυτός εκεί; ανησύχησα, πήγα και τον βρήκα… Τι κάνεις εδώ ευλογημένε; Γιατί δεν έρχεσαι στο μοναστήρι να φιλοξενηθείς; ‘Οχι, όχι, καλά είμαι εδώ, μη στεναχωριέσαι. Τον βίαζα να έρθει και αυτός δεν ήθελε.
Μου λέει « ‘Ολη νύχτα οι πατέρες κάνουν αγρυπνία… κουράζονται, νηστεύουν… πάνε να ξεκουραστούν λιγάκι το μεσημέρι, να πάω εγώ να τους ανησυχήσω; Δεν πάει!»
Είδες καλούς λογισμούς που έκανε; Aυτό δείχνει ψυχική και πνευματική υγεία… ενώ άλλοι έρχονται με απαίτηση να τους υπηρετήσεις και μετά όλο κακούς, λογισμούς κάνουν… να σε κατηγορήσουν κιόλας. Τέλος πάντων. Τελικά τον έπεισα, τον πήρα στο μοναστήρι, γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι.
Άκου να δεις τι έκανε αυτός ό άνθρωπος. Αυτός από μικρός έμεινε ορφανός, δε γνώρισε γονείς, μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο. ‘Οταν μεγάλωσε, δούλευε αχθοφόρος στο λιμάνι, στη Θεσσαλονίκη.
Παντρεύτηκε και χάρηκε πολύ. Γιατί βρήκε την οικογένεια που του έλειπε. Τα πεθερικά του τα είχε σαν τους γονείς του. Πιασαν ένα σπίτι κοντά στα πεθερικά και τα αγαπούσε πολύ. Αφού να φανταστείς, όταν σχολούσε από τη δουλειά, πρώτα πήγαινε από τα πεθερικά του, να τα χαιρετήσει, να δει αν χρειάζονται τίποτα, και μετά πήγαινε σπίτι να δει τη γυναίκα του. ‘Ηταν και πολύ ευλαβής. ‘Ελεγε και την ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Κουβαλούσε και προσευχόταν.
Τον στεναχωρούσε το Θέμα ότι τα πεθερικά του δεν πίστευαν. Ο πεθερός του μάλιστα βλασφημούσε και αυτό τον πίκραινε πολύ… Παρακαλούσε λοιπόν τον Θεό να μην τους πάρει απ’ αυτή τη ζωή πριν μετανοήσουν… Με παρακάλεσε και μένα να κάνω προσευχή γι’ αυτό το Θέμα.
Μία φορά λοιπόν αρρώστησε ο πεθερός του και τον πήγαν στο νοσοκομείο: Στο ΑΧΕΠΑ. ‘Ηταν μέρες εκεί. Μία μέρα λοιπόν μετά τη δουλειά πήγε στο νοσοκομείο κατευθείαν, χωρίς να περάσει από το σπίτι. Ψάχνει για τον πεθερό του, δεν τον βρίσκει στο δωμάτιο…
Ψάχνει ρωτάει… «Ποιός, αυτός; πέθανε,… τον έχουν κάτω στα ψυγεία, εκεί πού φυλάν τους νεκρούς» του λένε.
Του ήρθε σαν να τον χτύπησε κεραυνός. «Γιατί, Θεέ μου, τον πήρες αφού δεν ήταν έτοιμος; αφού δεν πρόλαβε να μετανοήσει; γιατί, Θεέ μου;».
Άρχισε να προσεύχεται με πόνο, βαθειά. «Τι είναι για το Θεό να τον φέρει πίσω; Τίποτα» σκέφτηκε και άρχισε να παρακαλεί τον Θεό.
Κατεβαίνει κάτω, ψάχνει το νεκροτομείο, τον βρίσκει παγωμένο, νεκρό. Τον πιάνει από το χέρι καί τού λέει : «’Ελα, πάμε, σήκω νά πάμε σπίτι…».
Ζωντάνεψε ο νεκρός, σηκώθηκε και τον ακολούθησε. – Αλήθεια, γέροντα, έγινε αυτό; τον ρώτησα εμβρόντητος. – Αλήθεια, βρε, αλήθεια. – Και ζει αυτός ο άνθρωπος ακόμα;
-‘Οχι, έχει πεθάνει τώρα… έζησε μερικά χρόνια ακόμα, μετανόησε, καλοσύνεψε… έγινε αρνάκι, και τον πήρε ο Χριστός στον Παράδεισο…
‘Ημουν κατάπληκτος ! Γίνονται στις μέρες μας τέτοια πράγματα;… ρώτησα με Θαυμασμό. Είδες… και ήταν λαίκός. Είχε όμως πολύ απλότητα και βαθειά πίστη.
Δεν λέει κάπου ό Χριστός, «ο πιστεύων εις εμέ α εγώ ποιώ και μείζονα τούτων ποιήσει»; Γιατί να μας φαίνεται παράξενο; Ο Χριστός δεν ανέστησε νεκρούς; Το Λάζαρο, το γιό της χήρας, την κόρη τού Ιαείρου! Οι Απόστολοι δεν ανάσταιναν νεκρούς;… Στους βίους των Αγίων δεν διαβάζουμε τόσα και τόσα;
Γιατί μας φαίνεται παράξενο;
(Απόσπασμα από το βιβλίο: “Ο πατήρ Παϊσιος μού είπε”, του ΑΘ. Ρακοβαλή, Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, σελ. 166-168)