ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ – Την νηστεία του Δεκαπενταυγούστου (του 1957 τότε βρισκόταν στην Ιερά Μονή Φιλοθέου) την χώρισε σε δύο διαστήματα τέλειας ασιτίας.
Δεν έφαγε μέχρι την εορτή της Μεταμορφώσεως, έφαγε λίγο εκείνη την ημέρα για το χαρμόσυνο της εορτής, και έπειτα, μέχρι της Παναγίας, δεν έφαγε πάλι τίποτε. Ανήμερα της Παναγίας, αμέσως μετά την Απόλυση της Θείας Λειτουργίας, κάποιος προιστάμενος του έδωσε μία επιστολή, για να την μεταφέρη στην Ιερά Μονή Ιβήρων, η οποία πανηγύριζε.
Στην συνέχεια θα έπρεπε να περιμένη στον αρσανά της Ιβήρων ένα γεροντάκι που θα ερχόταν με το καράβι από την Ιερισσό, για να το συνοδέψη έως την Μονή Φιλοθέου.
Ο πατήρ Παΐσιος ξεκίνησε χωρίς να πάρη μαζί του ούτε λίγο παξιμάδι.Έφθασε στην Μονή Ιβήρων, που απέχει μιάμιση περίπου ώρα με τα πόδια, παρέδωσε την επιστολή και ύστερα κατέβηκε στον αρσανά, για να περιμένη το γεροντάκι. Το καράβι όμως αργούσε, κι εκείνος κατά το απόγευμα άρχισε να ζαλίζεται.
«Ας πάω λίγο απόμερα, σκέφθηκε για να μη με δη κανείς και αρχίση να με ρωτάει τι έπαθα». Πιο πέρα ήταν στοιβαγμένοι κορμοί δένδρων που προορίζονταν για τηλεγραφόξυλα. Πήγε λοιπόν και κάθησε εκεί, και τότε του πέρασε ο λογισμός να κάνη κομποσχοίνι, για να του οικονομήση κάτι η Παναγία. Άμέσως όμως έδιωξε αυτόν τον λογισμό, σαν να ήταν βλάσφημος. «Ταλαίπωρε, είπε στον εαυτό του για τέτοια τιποτένια πράγματα θα ενοχλής την Παναγία;».
Δεν πρόλαβε να βάλη αυτόν τον ταπεινό και φιλότιμο λογισμό, και ξαφνικά παρουσιάσθηκε μπροστά του ένας Μοναχός που κρατούσε ένα στρογγυλό ψωμί, δύο σύκα και ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλι. Του τα έδωσε λέγοντας: «Πάρε αυτά, εις δόξαν της Κυρίας Θεοτόκου», και χάθηκε.
Το γεγονός αυτό τον «διέλυσε»· δάκρυα ευγνωμοσύνης έτρεχαν από τα μάτια του για την «ταχείαν και θερμήν αντίληψιν» της Θεομήτορος.
Από το βιβλίο «Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης» Εκδ. Ιερόν ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015 , σελ.149-150