AΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ – Στον επαρχιακό δρόµο που ενώνει την Κόνιτσα µε το χωριό του Αµαράντου, στα βόρεια του Νοµού των Ιωαννίνων, αντικρίζει κάποιος µία φαινοµενικά γνώριµη εικόνα για την ελληνική περιφέρεια.
Η ελληνική σηµαία κυµατίζει ανάµεσα σε ένα φροντισµένο εκκλησάκι και µία ψηλή βελανιδιά. Οσο πλησιάζεις όµως αντιλαµβάνεσαι ότι δεν πρόκειται για µία εκκλησία όπως όλες οι άλλες. Μία µικρή ταµπέλα στο πλάι του δρόµου επιβεβαιώνει την ξεχωριστή ενέργεια που έχει αυτό το µικρό κοµµάτι γης. Το δέντρο, δε, δεν είναι µία απλή βελανιδιά, αλλά µία εκκλησία, η δεντροκκλησιά του Αγίου Παϊσίου. Είναι τα µέρη που περνούσε ο Αγιος Παΐσιος στα χρόνια της νεότητάς του για να πάει στο γειτονικό χωριό του Αµαράντου και να εκτελέσει ξυλουργικές εργασίες και επισκευές σε σπίτια για να βιοποριστεί. Ο θρύλος λέει ότι στο σηµείο αυτό ο Αγιος Παΐσιος στεκόταν για να ξεκουραστεί και να αναπληρώσει δυνάµεις.
Η ΔΕΝΤΡΟΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ
Τα τάµατα των πιστών πληµµυρίζουν το εσωτερικό της δεντροκκλησιάς
Το δέντρο εσωτερικά είχε υποστεί καταστροφές και πυρκαγιές, µε αποτέλεσµα κάθε χρόνο η κατάστασή του να επιδεινώνεται και να είναι έτοιµο να καταρρεύσει. Το δέντρο για να σωθεί θωρακίστηκε εσωτερικά µε πέτρα από την περιοχή και µετατράπηκε σε δεντροκκλησιά που αφιερώθηκε στον Αγιο Παΐσιο. Εξωτερικά υπάρχει µια µικρή καµπάνα, ενώ στο εσωτερικό υπάρχει εσοχή όπου ο επισκέπτης µπορεί να ανάψει κερί ή ένα καντήλι, µια εικόνα του Χριστού και της Παναγίας και στο κέντρο η εικόνα του Αγίου Παϊσίου. Τα τάµατα των πιστών που πληµµυρίζουν το εσωτερικό της δεντροκκλησιάς µαρτυρούν την ιερότητα ενός χώρου στον οποίο έζησε ο Αγιος Παΐσιος. Η φροντίδα των ντόπιων για τη συντήρηση του ιερού χώρου και οι θρύλοι που διασώθηκαν από γενιά σε γενιά, στόµα µε στόµα, για τον Αγιο Παΐσιο στέκουν ως απόδειξη του µεγάλου αποτυπώµατός του στην πνευµατική ζωή της περιοχής και σε µεγαλύτερη εικόνα ολόκληρης της Ελλάδας και της ορθόδοξης Ανατολής. Είναι άλλωστε ένας από τους τελευταίους Αγιορείτες Αγίους, συνδέοντας τη Μοναστική Πολιτεία του Αθω µε την Καππαδοκία, τους Ελληνες πρόσφυγες και την Ελλάδα µε µία ζωή που εξελίχθηκε µεταξύ Κόνιτσας και Αγίου Ορους.
Η πορεία του στον μοναχισμό, η ιερότητα που μετέδιδε, οι ιστορίες που τον ακολουθούν, η πρώτη του θεοπτία και η αγιοκατάταξή του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Ακριβώς έναν αιώνα πριν, τον Ιούλιο του 1924, έρχεται στον κόσµο στα Φάρασα της Καππαδοκίας ο Αρσένιος Εζνεπίδης. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας µε ακόµα 8 αδέλφια, γιος του Πρόδροµου Εζνεπίδη, δηµάρχου των Φαράσων, και της Ευλαµπίας, πέφτει θύµα της Μικρασιατικής Καταστροφής και της αναγκαστικής ανταλλαγής πληθυσµών µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Λίγες µόλις ηµέρες πριν φύγει από τα Φάρασα η οικογένεια Εζνεπίδη µε τα προσφυγικά καραβάνια, ο ιερέας της ενορίας Αρσένιος δίνει το όνοµά του στον νεογέννητο και ξεκινάει το µακρύ ταξίδι της ξενιτιάς. Πρώτος σταθµός για την οικογένειά του ο Πειραιάς, ενώ ακολουθούν η Κέρκυρα και η Ηγουµενίτσα. Η τελική κατάληξη ήταν η Κόνιτσα, µία ακριτική πόλη της Ηπείρου, η οποία έµελλε να ταυτιστεί µε τη ζωή του Αγίου Παϊσίου.
Το πατρικό του Αγίου Παϊσίου
Σε µία πόλη µε έντονα χαρακτηριστικά της ηπειρώτικης τεχνοτροπίας και αρχιτεκτονικής, όλοι γνωρίζουν πού βρίσκεται το πατρικό σπίτι του Αγίου Παϊσίου. Ενα κλασικό σπίτι ελληνικής περιφέρειας, µε τη µεγάλη αυλή όπου έκανε τα πρώτα του βήµατα, θα µπορούσε να λειτουργεί και ως µουσείο, µε τις εικόνες του Αγίου, ξύλινες δηµιουργίες του και προσωπικά του αντικείµενα, να δεσπόζουν στον χώρο.
Μέχρι το 1945 που κατατάχτηκε στον στρατό και υπηρέτησε ως ασυρµατιστής κατά τη διάρκεια του Εµφυλίου Πολέµου, ο Αρσένιος έµαθε την τέχνη του ξυλουργού και βιοπορίστηκε από αυτή, ενώ παράλληλα προσευχόταν σε σηµεία τα οποία σήµερα έχουν ιστορική σηµασία. Ενα από αυτά είναι το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας µε την πανοραµική θέα στην Κόνιτσα και τη χαράδρα του Αώου. Εκεί διηγήθηκε ο ίδιος ότι είχε την πρώτη του θεοπτία. «Ο Θεός περίµενε την αντιµετώπισή µου. Υστερα από αυτό παρουσιάστηκε ο ίδιος ο Χριστός µέσα σε άφθονο φως. Φαινόταν από τη µέση και πάνω. Με κοίταξε µε πολλή αγάπη και µου είπε: ‘‘Εγώ ειµί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εµέ, καν αποθάνη, ζήσεται’’. Τα λόγια αυτά ήταν γραµµένα και στο Ευαγγέλιο που κρατούσε ανοικτό στο αριστερό χέρι Του», διηγήθηκε ο ίδιος, τοποθετώντας το θαύµα µετά την εµφάνιση αµφιβολιών για την πίστη του.
O ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ
Από πολύ µικρή ηλικία, ο µικρός Αρσένιος είχε αποφασίσει τι ήθελε να κάνει στη ζωή του. «Από ένδεκα χρόνων διάβαζα βίους Αγίων και έκανα νηστείες και αγρυπνίες. Ο αδελφός µου ο µεγαλύτερος έπαιρνε και έκρυβε τους βίους. ∆εν κατάφερε τίποτε. Πήγαινα στο δάσος και συνέχιζα», είχε διηγηθεί ο ίδιος. Αφού απολύθηκε από τον στρατό το 1949, το Αγιον Ορος ήταν ο επόµενος προορισµός του, µε πρώτο σταθµό τη Μονή Εσφιγµένου. Εκεί εκάρη µοναχός µε το όνοµα Αβέρκιος. Το 1954 έφυγε από τη Μονή Εσφιγµένου και εντάχθηκε στη Μονή Φιλοθέου, η οποία του άλλαξε σε µεγάλο βαθµό τη ζωή, καθώς εκεί έλαβε και το όνοµα Παΐσιος. Η ζωή όµως τον πήγε ξανά στην Κόνιτσα, καθώς το 1958 άφησε το Αγιον Ορος για την Ιερά Μονή Γενεθλίων της Θεοτόκου στο Στόµιο Κονίτσης, στο µέρος που συνδέθηκε µε τα παιδικά του χρόνια.
Η παρουσία του στη µονή από τον Αύγουστο του 1958 έως το 1962 συνδέθηκε µε την ανακαίνιση του καµένου µοναστηριού και την ευαισθητοποίηση της τοπικής κοινωνίας γύρω από το µοναστήρι και τις εργασίες που γίνονταν. Στην πόλη της Κόνιτσας επιζούν ακόµα και σήµερα θρύλοι για το πώς αποπερατώθηκαν οι εργασίες και πώς είχαν βρεθεί τα απαιτούµενα υλικά.
Στο ασκητήριο
Το 1962 είχε έρθει η στιγµή να αφήσει πίσω του οριστικά τον τόπο όπου γεννήθηκε, για να πάει στο Ορος Σινά, όπου εγκαταστάθηκε στο ασκητήριο των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήµης απέναντι ακριβώς από την Αγία Κορυφή. Εκεί µάλιστα θυµήθηκε την τέχνη του ξυλουργού που είχε µάθει από µικρός, κατασκευάζοντας ξύλινους σταυρούς, τους οποίους πουλούσε, και τα χρήµατα τα έδινε στους βεδουίνους της περιοχής.
Το 1966, αφού είχε επιστρέψει στη Σκήτη Τιµίου Προδρόµου Ιβήρων ως υποτακτικός του Ρώσου µοναχού Τύχωνα, ασθένησε σοβαρά και εισήχθη στο Νοσοκοµείο «Παπανικολάου» της Θεσσαλονίκης. Υποβλήθηκε σε εγχείρηση, µε αποτέλεσµα µερική αφαίρεση των πνευµόνων. Στο διάστηµα της ανάρρωσής του φιλοξενήθηκε στο Ιερό Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στη Σουρωτή. Επέστρεψε στο Αγιον Ορος µετά την ανάρρωσή του και το 1968 βοήθησε σηµαντικά στην ανακαίνιση της Μονής Σταυρονικήτα. Το 1979 εντάχθηκε στην αδελφότητα της Μονής Κουτλουµουσίου και εγκαταστάθηκε στη σκήτη της Παναγούδας. Ηταν η στιγµή που είχε αρχίσει να γίνεται διάσηµος σε ολόκληρη την Ελλάδα, µε χιλιάδες πιστούς να συρρέουν για να τον συναντήσουν και να του µιλήσουν.
O ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ΣΤΗ ΣΟΥΡΩΤΗ
Μετά το 1993 παρουσίαζε αιµορραγίες, για τις οποίες αρνούνταν να νοσηλευτεί, λέγοντας ότι «όλα θα βολευτούν µε το χώµα». Τον Νοέµβριο του ίδιου έτους βγήκε για τελευταία φορά από το Αγιον Ορος και πήγε στη Σουρωτή, στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, για τη γιορτή του Αγίου Αρσενίου, στις 10 Νοεµβρίου. Εκεί έµεινε για λίγες µέρες και ενώ ετοιµαζόταν να φύγει ασθένησε και εκοιµήθη την Τρίτη 12 Ιουλίου 1994 και ώρα 11.00. Στο ίδιο Ησυχαστήριο ενταφιάστηκε και τον τάφο του επισκέπτονται διαρκώς χιλιάδες άνθρωποι από ολόκληρο τον κόσµο. Στις 13 Ιανουαρίου 2015 η Ιερά Σύνοδος του Οικουµενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποφάσισε την κατάταξη του µοναχού Παϊσίου του Αγιορείτου στο Αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΚΟΣ/parapolitika.gr