Άγιος Γέροντας Παΐσιος: Όποιος δεν έχει νιώσει την απερίγραπτη χαρά, την παραδεισένια, δεν έχει δηλαδή πνευματικές εμπειρίες, εύκολα μπορεί να πλανηθή, αν δεν προσέξη. Ο διάβολος είναι πονηρός.
Ερεθίζει λίγο την καρδιά του ανθρώπου και τον κάνει να αισθάνεται μια ευχαρίστηση, οπότε τον πλανάει, δίνοντάς του την εντύπωση ότι η ευχαρίστηση αυτή είναι πνευματική, θεία. Κλέβει την καρδιά και νομίζει ο άνθρωπος πως πάει καλά. «Δεν ένιωσα, ταραχή», λέει. Ναι, αλλά αυτό που ένιωσες δεν είναι η πραγματική, η πνευματική χαρά. Η πνευματική χαρά είναι κάτι το ουράνιο.
Ο διάβολος μπορεί να παρουσιασθή και σαν άγγελος ή σαν άγιος. Ο καμουφλαρισμένος δαίμονας σε άγγελο ή σε άγιο σκορπάει ταραχή – αυτό που έχει – , ενώ ο πραγματικός άγγελος ή Άγιος σκορπάει πάντα χαρά παραδεισένια και αγαλλίαση ουράνια. Ο ταπεινός και καθαρός άνθρωπος, ακόμη και άπειρος να είναι, διακρίνει τον Άγγελο του Θεού από τον δαίμονα που παρουσιάζεται σαν άγγελος φωτός, γιατί έχει πνευματική καθαριότητα και συγγενεύει με τον Άγγελο.
Ενώ ο εγωιστής και σαρκικός πλανιέται εύκολα από τον πονηρό διάβολο. Όταν ο διάβολος παρουσιάζεται σαν άγγελος φωτός, αν ο άνθρωπος βάλη ένα ταπεινό λογισμό, εξαφανίζεται. Ένα βράδυ, στην μονή Στομίου, μετά το Απόδειπνο, έλεγα την ευχή στο κελλί καθισμένος σε ένα σκαμνί. Για μια στιγμή ακούω όργανα και κλαρίνα σε ένα οίκημα που ήταν λίγο πιο πέρα για τους ξένους.
Παραξενεύτηκα! «Τι όργανα είναι αυτά που ακούγονται τόσο κοντά!», είπα. Το πανηγύρι είχε περάσει. Σηκώνομαι από το σκαμνί και πηγαίνω στο παράθυρο να δω τι συμβαίνει έξω. Βλέπω ησυχία παντού. Τότε κατάλαβα ότι ήταν από πειρασμό, για να διακόψω την προσευχή. Γύρισα και συνέχισα την ευχή.
Ξαφνικά ένα δυνατό φως γέμισε το κελλί. Η οροφή εξαφανίστηκε, άνοιξε η σκέπη και φάνηκε μια στήλη φωτός που έφθανε μέχρι τον ουρανό. Στην κορυφή αυτής της φωτεινής στήλης φαινόταν το πρόσωπο ενός ξανθού νέου, με μακριά μαλλιά και γένια, που έμοιαζε με τον Χριστό.
Επειδή έβλεπα το μισό πρόσωπό του, σηκώθηκα από το σκαμνί, για να το δω ολόκληρο. Τότε άκουσα μέσα μου μια φωνή: «Αξιώθηκες να δης τον Χριστό». «Και ποιος είμαι εγώ ο ανάξιος , που αξιώθηκα να δω τον Χριστό;», είπα και έκανα τον σταυρό μου. Αμέσως το φως και ο δήθεν Χριστός χάθηκαν και είδα ότι η οροφή βρισκόταν στη θέση της.
Αν ο άνθρωπος δεν έχη το κεφάλι του πολύ καλά κλειδωμένο, μπορεί ο πονηρός να του βάλη λογισμό υπερήφανο και να τον πλανέση με φαντασίες και ψεύτικα φώτα, τα οποία δεν ανεβάζουν στον Παράδεισο, αλλά γκρεμίζουν στο χάος .
Για αυτό πρέπει να μη ζητάη ποτέ φώτα ή θεία χαρίσματα κ.λ.π., αλλά μετάνοια. Η μετάνοια θα φέρει την ταπείνωση και μετά ο Καλός Θεός θα δώση ό,τι που είναι απαραίτητο.
Όταν ήμουν στο Σινά, στο ασκητήριο της Αγίας Επιστήμης, μια φορά το ταγκαλάκι πήγε να με … εξυπηρετήση ! Το ασκητήριο είχε τρία – τέσσερα σκαλάκια. Την νύχτα, όταν είχε αστροφεγγιά, πήγαινα στις σπηλιές και για να κατέβω τα σκαλάκια, άναβα το τσακμάκι. Μια φορά πάω να ανάψω το τσακμάκι, δεν άναβε. Σε μια στιγμή βλέπω ένα φως σε έναν βράχο σαν από δυνατό προβολέα, φαπ ! Ω, φώτισε τα πάντα γύρω γύρω! «Να μου λείψουν τέτοια φώτα», είπα, και γύρισα πίσω. Αμέσως χάθηκε το φως. Βρε τον διάβολο, δεν ήθελε να φέξω με το τσακμάκι, για να κατεβώ! «Κρίμα δεν είναι, σου λέει, να παιδεύεται; Ας του δώσω εγώ φώτα» ! Καλωσύνη του !
– Πώς καταλάβατε, Γέροντα, ότι δεν ήταν από τον Θεό;
– Εμ, καταλαβαίνεται. Φοβερό!
Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ Γ΄- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ» – ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ» – ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ – 2007