Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ/ 18 – 26 – 18 Ταύτα αυτού λαλούντος αυτοίς ιδού άρχων είς προσελθών προσεκύνει αυτώ λέγων ότι Η θυγάτηρ μου άρτι ετελεύτησεν αλλά ελθών επίθες τήν χείρά σου επ αυτήν καί ζήσεται.
19 καί εγερθείς ο Ιησούς ηκολούθησεν αυτώ καί οι μαθηταί αυτού. 20 Καί ιδού γυνή, αιμορροούσα δώδεκα έτη, προσελθούσα όπισθεν ήψατο τού κρασπέδου τού ιματίου αυτού 21 έλεγεν γάρ εν εαυτή, Εάν μόνον άψωμαι τού ιματίου αυτού, σωθήσομαι. 22 ο δέ Ιησούς επιστραφείς καί ιδών αυτήν είπε Θάρσει, θύγατερ η πίστις σου σέσωκέ σε. καί εσώθη η γυνή από τής ώρας εκείνης.
23 Καί ελθών ο Ιησούς εις τήν οικίαν τού άρχοντος καί ιδών τούς αυλητάς καί τόν όχλον θορυβούμενον λέγει αυτοίς 24 Αναχωρείτε ου γάρ απέθανε τό κοράσιον αλλά καθεύδει καί κατεγέλων αυτού. 25 ότε δέ εξεβλήθη ο όχλος, εισελθών εκράτησε τής χειρός αυτής, καί ηγέρθη τό κοράσιον. 26 καί εξήλθεν η φήμη αύτη εις όλην τήν γήν εκείνην.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Θ/ 18 – 26
18 Ενώ δε έλεγεν αυτά ο Ιησούς, ιδού ένας άρχων της συναγωγής ήλθε προς αυτόν, έσκυψεν έως το έδαφος, τον προσκύνησε με βαθύτατον σεβασμόν και του είπεν ότι η κόρη μου προ ολίγου απέθανεν, αλλά έλα, βάλε το χέρι σου επάνω εις αυτήν και θα ζήση. 19 Εσηκώθη ο Ιησούς και τον ηκολούθησε, καθώς και οι μαθηταί του. 20 Και ιδού, καθώς επροχωρούσαν, μία γυναίκα, που έπασχε από αιμορραγίαν δώδεκα έτη, επλησίασε από πίσω και ήγγισε με πίστιν την άκρη από το ένδυμα αυτού.
21 Διότι, έλεγε από μέσα της, και μόνον εάν εγγίσω το ένδυμα αυτού θα σωθώ από την ασθένειάν μου. 22 Ο δε Ιησούς εγύρισε, την είδε και της είπε· θάρρος, κόρη μου· η πίστις, με την οποίαν ήγγισες το ένδυμά μου, σε έχει σώσει. Και πράγματι από την ώραν εκείνην εθεραπεύθη η γυναίκα και έγινε τελείως υγιής. 23 Οταν δε ήλθε ο Ιησούς στο σπίτι του άρχοντος και είδε αυτούς, που με τους αυλούς των έπαιζαν πένθιμα και νεκρικά τραγούδια, και τον όχλον να θρηνή και να ολοφύρεται και να δημιουργή θόρυβον, είπε προς αυτούς.
24 Πηγαίνετε· διότι η μικρή κόρη δεν απέθανε, αλλά κοιμάται. Και εκείνοι τον περιγελούσαν, διότι ήξευραν πολύ καλά ότι η κόρη είχεν πεθάνει. 25 Οταν δε εδιώχθη ο όχλος έξω από την αίθουσαν, που ευρίσκετο η νεκρά, εισήλθεν ο Ιησούς, επιασε το χέρι της και αμέσως εκείνη ανεστήθη. 26 Και διεδόθη η φήμη περί της αναστάσεως της νεκράς κόρης εις όλην την χώραν εκείνην.