Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΑ/ 1 – 45 – 1 Ήν δέ τις ασθενών Λάζαρος από Βηθανίας, εκ τής κώμης Μαρίας καί Μάρθας τής αδελφής αυτής.
2 ήν δέ Μαριάμ η αλείψασα τόν Κύριον μύρω καί εκμάξασα τούς πόδας αυτού ταίς θριξίν αυτής, ής ο αδελφός Λάζαρος ησθένει. 3 απέστειλαν ούν αι αδελφαί πρός αυτόν λέγουσαι Κύριε, ίδε όν φιλείς ασθενεί. 4 ακούσας δέ ο Ιησούς είπεν Αύτη η ασθένεια ουκ έστι πρός θάνατον, αλλ υπέρ τής δόξης τού Θεού, ίνα δοξασθή ο υιός τού Θεού δι αυτής. 5 ηγάπα δέ ο Ιησούς τήν Μάρθαν καί τήν αδελφήν αυτής καί τόν Λάζαρον. 6 ως ούν ήκουσεν ότι ασθενεί, τότε μέν έμεινεν εν ώ ήν τόπω δύο ημέρας 7 έπειτα μετά τούτο λέγει τοίς μαθηταίς Άγωμεν εις τήν Ιουδαίαν πάλιν. 8 λέγουσιν αυτώ οι μαθηταί Ραββί, νύν εζήτουν σε λιθάσαι οι Ιουδαίοι, καί πάλιν υπάγεις εκεί; 9 απεκρίθη Ιησούς Ουχί δώδεκά εισιν ώραι τής ημέρας; εάν τις περιπατή εν τή ημέρα, ου προσκόπτει, ότι τό φώς τού κόσμου τούτου βλέπει 10 εάν δέ τις περιπατή εν τή νυκτί, προσκόπτει, ότι τό φώς ουκ έστιν εν αυτώ. 11 ταύτα είπε, καί μετά τούτο λέγει αυτοίς Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνήσω αυτόν
12 είπον ούν οι μαθηταί αυτού Κύριε, ει κεκοίμηται, σωθήσεται. 13 ειρήκει δέ ο Ιησούς περί τού θανάτου αυτού εκείνοι δέ έδοξαν ότι περί τής κοιμήσεως τού ύπνου λέγει. 14 τότε ούν είπεν αυτοίς ο Ιησούς παρρησία Λάζαρος απέθανε, 15 καί χαίρω δι υμάς, ίνα πιστεύσητε, ότι ουκ ήμην εκεί αλλ άγωμεν πρός αυτόν. 16 είπεν ούν Θωμάς ο λεγόμενος Δίδυμος τοίς συμμαθηταίς Άγωμεν καί ημείς ίνα αποθάνωμεν μετ αυτού. 17 Ελθών ούν ο Ιησούς εύρεν αυτόν τέσσαρας ημέρας ήδη έχοντα εν τώ μνημείω. 18 ήν δέ η Βηθανία εγγύς τών Ιεροσολύμων ως από σταδίων δεκαπέντε.
19 καί πολλοί εκ τών Ιουδαίων εληλύθεισαν πρός τάς περί Μάρθαν καί Μαρίαν ίνα παραμυθήσωνται αυτάς περί τού αδελφού αυτών. 20 η ούν Μάρθα ως ήκουσεν ότι ο Ιησούς έρχεται, υπήντησεν αυτώ Μαρία δέ εν τώ οίκω εκαθέζετο. 21 είπεν ούν η Μάρθα πρός τόν Ιησούν Κύριε, ει ής ώδε, ο αδελφός μου ουκ άν ετεθνήκει. 22 αλλά καί νύν οίδα ότι όσα άν αιτήση τόν Θεόν, δώσει σοι ο Θεός. 23 λέγει αυτή ο Ιησούς Αναστήσεται ο αδελφός σου. 24 λέγει αυτώ Μάρθα Οίδα ότι αναστήσεται εν τή αναστάσει εν τή εσχάτη ημέρα. 25 είπεν αυτή ο Ιησούς Εγώ ειμι η ανάστασις καί η ζωή.
26 ο πιστεύων εις εμέ, κάν αποθάνη, ζήσεται καί πάς ο ζών καί πιστεύων εις εμέ ου μή αποθάνη εις τόν αιώνα. πιστεύεις τούτο; 27 λέγει αυτώ Ναί, Κύριε, εγώ πεπίστευκα ότι σύ εί ο Χριστός ο υιός τού Θεού ο εις τόν κόσμον ερχόμενος. 28 καί ταύτα ειπούσα απήλθε καί εφώνησε Μαρίαν τήν αδελφήν αυτής λάθρα ειπούσα Ο διδάσκαλος πάρεστι καί φωνεί σε.
29 εκείνη ως ήκουσεν, εγείρεται ταχύ καί έρχεται πρός αυτόν. 30 ούπω δέ εληλύθει ο Ιησούς εις τήν κώμην, αλλ ήν εν τώ τόπω όπου υπήντησεν αυτώ η Μάρθα. 31 οι ούν Ιουδαίοι οι όντες μετ αυτής εν τή οικία καί παραμυθούμενοι αυτήν, ιδόντες τήν Μαρίαν ότι ταχέως ανέστη καί εξήλθεν, ηκολούθησαν αυτή, λέγοντες ότι υπάγει εις τό μνημείον ίνα κλαύση εκεί.
32 η ούν Μαρία ως ήλθεν όπου ήν Ιησούς, ιδούσα αυτόν έπεσεν αυτού εις τούς πόδας λέγουσα αυτώ Κύριε, ει ής ώδε, ουκ άν απέθανέ μου ο αδελφός. 33 Ιησούς ούν ως είδεν αυτήν κλαίουσαν καί τούς συνελθόντας αυτή Ιουδαίους κλαίοντας, ενεβριμήσατο τώ πνεύματι καί ετάραξεν εαυτόν, 34 καί είπε Πού τεθείκατε αυτόν; 35 λέγουσιν αυτώ Κύριε, έρχου καί ίδε. εδάκρυσεν ο Ιησούς. 36 έλεγον ούν οι Ιουδαίοι Ίδε πώς εφίλει αυτόν 37 τινές δέ εξ αυτών είπον Ουκ εδύνατο ούτος, ο ανοίξας τούς οφθαλμούς τού τυφλού, ποιήσαι ίνα καί ούτος μή αποθάνη; 38 Ιησούς ούν, πάλιν εμβριμώμενος εν εαυτώ, έρχεται εις τό μνημείον ήν δέ σπήλαιον, καί λίθος επέκειτο επ αυτώ.
39 λέγει ο Ιησούς Άρατε τόν λίθον. λέγει αυτώ η αδελφή τού τεθνηκότος Μάρθα Κύριε, ήδη όζει τεταρταίος γάρ εστι. 40 λέγει αυτή ο Ιησούς Ουκ είπόν σοι ότι εάν πιστεύσης, όψει τήν δόξαν τού Θεού; 41 ήραν ούν τόν λίθον ού ήν ο τεθνηκώς κείμενος. ο δέ Ιησούς ήρε τούς οφθαλμούς άνω καί είπε Πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου. 42 εγώ δέ ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις αλλά διά τόν όχλον τόν περιεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι σύ με απέστειλας.
43 καί ταύτα ειπών φωνή μεγάλη εκραύγασε Λάζαρε, δεύρο έξω. 44 καί εξήλθεν ο τεθνηκώς δεδεμένος τούς πόδας καί τάς χείρας κειρίαις καί η όψις αυτού σουδαρίω περιεδέδετο. λέγει αυτοίς ο Ιησούς Λύσατε αυτόν καί άφετε υπάγειν. 45 Πολλοί ούν εκ τών Ιουδαίων, οι ελθόντες πρός τήν Μαρίαν καί θεασάμενοι ά εποίησεν ο Ιησούς, επίστευσαν εις αυτόν.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΑ/ 1 – 45
1 Ήτο δέ κάποιος ασθενής, πού ελέγετο Λάζαρος καί κατήγετο από τήν Βηθανίαν, από τό χωρίον Μαρίας καί τής Μάρθας τής αδελφής της. 2 Η Μαρία δέ ήτο εκείνη, πού ολίγον πρό τού θανάτου του άλειψε τόν Κύριον μέ μύρον καί εσφόγγισε τούς πόδας του μέ τά μαλλιά της. Τής Μαρίας αυτής ο αδελφός Λάζαρος ήτο άρρωστος.
3 Έστειλαν λοιπόν πρός αυτόν αι δύο αδελφαί ανθρώπους εξεπίτηδες νά τόν ειδοποιήσουν καί τού είπαν Κύριε, νά, αυτός, πού τόσον πολύ αγαπάς, είναι άρρωστος. 4 Όταν όμως ήκουσε τούτο ο Ιησούς είπεν Αυτή η ασθένεια δέν θά καταλήξη εις ανεπανόρθωτον θάνατον, αλλά συνέβη διά νά εκλάμψη η δόξα καί η δύναμις τού Θεού συνέβη δηλαδή διά νά δοξασθή διά τής ασθενείας αυτής ο Υιός τού Θεού, διότι θά δοθή ευκαιρία νά δείξη τήν υπερφυσικήν δύναμίν του καί νά επιβεβαιώση περιτράνως τήν θείαν φύσιν καί αποστολήν του.
5 Ηγάπα δέ ο Ιησούς τήν Μάρθαν καί τήν αδελφήν της καί τόν Λάζαρον. Καί εάν δέν ανεχώρησεν αμέσως πρός επίσκεψιν καί θεραπείαν τού Λαζάρου, δέν έπραξε τούτο εξ αδιαφορίας, αλλά διότι απέβλεπεν εις τήν φανέρωσιν τής δόξης καί δυνάμεως τού Θεού.
6 Όταν λοιπόν ήκουσεν ότι ο Λάζαρος ασθενεί, τότε μέν, πού όλοι όσοι ήξευραν τήν αγάπην του πρός αυτόν θά επερίμεναν νά αναχωρήση αμέσως, παρέμεινεν επί δύο ακόμη ημέρας εις τόν τόπον, όπου ευρίσκετο. 7 Έπειτα δέ, αφού επέρασαν αι δύο ημέραι, είπεν εις τούς μαθητάς Άς υπάγωμεν πάλιν εις τήν Ιουδαίαν.
8 Αλλά τότε οι μαθηταί, οι οποίοι είχον φοβηθή από τήν αντίδρασιν, πού συνήντησεν ο Ιησούς εις τά Ιεροσόλυμα, τού είπαν Διδάσκαλε, πρό ολίγου εζήτουν οι Ιουδαίοι νά σέ λιθοβολήσουν καί πάλιν πηγαίνεις εκεί;
9 Απεκρίθη ο Ιησούς Δέν είναι δώδεκα αι ώραι τής ημέρας; Εάν κανείς περιπατή κατά τήν διάρκειαν τής ημέρας, δέν σκοντάπτει, αλλά βαδίζει ασφαλώς, διότι βλέπει τόν ήλιον, ο οποίος φωτίζει τόν κόσμον τούτον τόν υλικόν. Ούτω καί εγώ έχω επακριβώς ωρισμένον από τόν Πατέρα μου τόν χρόνον τής επί γής αποστολής μου. Καί οι Ιουδαίοι δέν δύνανται νά μού αφαιρέσουν ούτε δευτερόλεπτον εκ τού χρόνου τούτου. Δέν διατρέχω λοιπόν κανένα κίνδυνον από τούς Ιουδαίους, εφ όσον ακολουθώ τόν δρόμον, ο οποίος φωτίζεται από τό θέλημα τού Πατρός μου, αλλά καί σείς, εφόσον μέ ακολουθείτε, δέν διατρέχετε μαζί μου κανένα κίνδυνον, διότι εγώ ως ήλιος τής δικαιοσύνης θά φωτίζω τόν δρόμον σας καί θά ασφαλίζω τήν πορείαν σας.
10 Εάν όμως κανείς περιπατή κατά τήν νύκτα,σκοντάπτει,διότι τό φώς δέν υπάρχει εις αυτόν διά νά τόν φωτίζη. Ούτω καί εκείνοι, οι οποίοι δέν θά μείνουν εις τό φώς τού Υιού τού Θεού, θά σκοντάψουν καί θά πέσουν. 11 Ταύτα είπεν ο Ιησούς, καί ύστερον από ολίγον λέγει εις αυτούς· Ο φίλος μας Λάζαρος έχει κοιμηθή. Αλλά πηγαίνω διά νά τόν εξυπνήσω.
12 Όταν λοιπόν ήκουσαν οι μαθηταί του, ότι ο Λάζαρος εκοιμήθη, νομίσαντες ότι επρόκειτο περί φυσικού ύπνου, τού είπαν Κύριε, εάν έχη κοιμηθή, ο οργανισμός του διά τής αναπαύσεως τού ύπνου θά έχη αναλάβει καί συνεπώς ο Λάζαρος θά γίνη καλά. Πρός τί νά τόν εξυπνήσωμεν; 13 Ο Ιησούς όμως είχεν είπει διά τόν θάνατον τού Λαζάρου εκείνοι δέ ενόμισαν, ότι λέγει διά τήν αποκοίμησιν τού ύπνου. 14 Τότε λοιπόν τούς είπεν ο Ιησούς καθαρά Ο Λάζαρος απέθανε,
15 καί χαίρω διά σάς, διά νά στηριχθήτε περισσότερον εις τήν πίστιν. Χαίρω, διότι δέν ήμουν εκεί, οπότε θά τόν εθεράπευον προτού αποθάνη καί δέν θά εγίνετο τό θαύμα τής αναστάσεώς του, πού θά σάς στηρίξη εις τήν πίστιν. Αλλ ας υπάγωμεν εις αυτόν. 16 Κατόπιν λοιπόν τής προτροπής αυτής τού Κυρίου, όπως αναχωρήσουν διά τήν Βηθανίαν, είπεν εις τούς συμμαθητάς του ο Θωμάς, τόν οποίον, εκείνοι πού ωμίλουν τήν ελληνικήν καί μετέφραζον τό όνομά του εις τήν γλώσσαν αυτών, τόν έλεγαν Δίδυμον αφού θέλει νά επιστρέψη εις τό μέρος, όπου οι εχθροί του ζητούν νά τόν φονεύσουν, ας υπάγωμεν καί ημείς εκεί διά νά αποθάνωμεν μαζί του. 17 Όταν λοιπόν ήλθεν εις τήν Βηθανίαν ο Ιησούς, εύρε πλέον πεθαμένον τόν Λάζαρον καί νά έχη τέσσαρας ημέρας μέσα εις τόν τάφον.
18 Ήτο δέ η Βηθανία πλησίον τών Ιεροσολύμων εις απόστασιν περίπου δεκαπέντε παλαιών σταδίων, ήτοι ολιγώτερον από τρία στάδια σημερινά. 19 Καί πολλοί από τούς εχθρευομένους τόν Ιησούν Ιουδαίους είχον έλθει πρός τάς συντροφευμένας καί από άλλους Μάρθαν καί Μαρίαν, διά νά παρηγορήσουν αυτάς διά τόν αδελφόν τους. 20 Η Μάρθα λοιπόν ευθύς όταν ήκουσεν, ότι ο Ιησούς ήλθεν, έτρεξε καί τόν προϋπάντησεν έξω από τό χωρίον. Η Μαρία δέ εν τώ μεταξύ εκάθητο εις τό σπίτι.
21 Όταν λοιπόν η Μάρθα συνήντησε τόν Ιησούν, είπε πρός αυτόν Κύριε, εάν ήσουν εδώ, δέν θά είχεν αποθάνει ο αδελφός μου. 22 Αλλά καί τώρα, πού ο αδελφός μου είναι πεθαμένος, γνωρίζω, ότι όσα καί άν ζητήσης από τόν Θεόν, θά σού τά δώση ο Θεός.
23 Λέγει πρός αυτήν ο Ιησούς θά αναστηθή ο αδελφός σου. 24 Είπε τότε πρός αυτόν η Μάρθα Γνωρίζω, ότι ο αδελφός μου θά αναστηθή κατά τήν ανάστασιν, πού θά γίνη εις τήν πιό τελευταίαν καί εσχάτην ημέραν τού προσκαίρου αυτού αιώνος, ύστερα από τήν οποίαν θά επακολουθήση ο μέλλων ένδοξος καί ατελείωτος αιών. 25 Είπεν εις αυτήν ο Ιησούς Εγώ είμαι η ανάστασις καί η ζωή. Έχω τήν δύναμιν νά ανασταίνω, διότι είμαι εγώ η πηγή τής ζωής.
26 Εκείνος πού πιστεύει εις εμέ, καί αν αποθάνη σωματικώς, όπως απέθανεν ο αδελφός σου, θά ζήση, διότι εκτός τής ουρανίας καί πνευματικής ζωής, τήν οποίαν από τώρα θά μεταδώσω εις τήν ψυχήν του, εν καιρώ θά αναστηθή ούτος από εμέ καί κατά τό σώμα. Καί καθένας εξ εκείνων, πού δέν απέθαναν ακόμη, αλλά ζούν τήν επίγειον ζωήν, εφ όσον πιστεύει εις εμέ, θά αντιμετωπίση γεμάτος αφοβίαν τόν πρόσκαιρον θάνατον, τόν οποίον οι μακράν εμού άνθρωποι τρέμουν καί φοβούνται, επειδή δέ θά μένη πάντοτε ενωμένος μέ τόν Θεόν, δέν θά δοκιμάση ποτέ πνευματικόν θάνατον, ο οποίος είναι καί ο πραγματικός καί ανεπανόρθωτος θάνατος. Τό πιστεύεις αυτό;
27 Λέγει εις αυτόν η Μάρθα Ναί, Κύριε εγώ έχω πρό πολλού πιστεύσει, ότι σύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός τού Θεού, ο οποίος σύμφωνα πρός τάς θείας υποσχέσεις καί προφητείας επρόκειτο νά έλθη εις τόν κόσμον. Εφ όσον δέ έχω πεποίθησιν, ότι σύ είσαι ο Χριστός, πιστεύω καί εις όσα κατά τήν στιγμήν αυτήν λέγεις καί διακηρύττεις διά τόν εαυτόν σου. 28 Καί αφού είπε ταύτα έφυγε καί εφώναξε τήν αδελφήν της Μαρίαν, εις τήν οποίαν είπε κρυφά Ο Διδάσκαλος είναι εδώ καί σέ φωνάζει. 29 Εκείνη αμέσως, καθώς ήκουσε τούτο, σηκώνεται γρήγορα καί έρχεται πρός συνάντησιν αυτού.
30 Εν τώ μεταξύ όμως ο Ιησούς δέν είχεν έλθει ακόμη μέσα εις τό χωρίον, αλλ ήτο εις τό μέρος, όπου τόν είχεν υποδεχθή η Μάρθα, επιθυμών, ίνα μόνος μετά τών μαθητών του καί τών δύο αδελφών τού Λαζάρου επισκεφθή τόν τάφον αυτού. 31 Οι Ιουδαίοι λοιπόν, πού ήσαν μαζί μέ τήν Μαρίαν εις τό σπίτι καί τήν παρηγορούσαν, όταν είδαν τήν Μαρίαν, ότι εσηκώθη γρήγορα καί εβγήκεν από τό σπίτι μέ κατεύθυνσιν, πού θά τήν έφερεν έξω από τό χωρίον, τήν ηκολούθησαν λέγοντες, ότι πηγαίνει εις τό μνημείον διά νά κλαύση εκεί. 32 Όταν λοιπόν η Μαρία ήλθεν εκεί, πού ήτο ο Ιησούς, μόλις τόν είδεν, έπεσεν εις τά πόδια του καί τού είπε Κύριε, εάν ήσουν εδώ, δέν θά μού επέθαινεν ο αγαπημένος αδελφός, διότι θά τόν εθεράπευες.
33 Ο Ιησούς λοιπόν, όταν είδεν αυτήν νά κλαίη καθώς καί τούς Ιουδαίους, οι οποίοι ήλθαν μαζί της, νά κλαίουν καί αυτοί, επέπληξε τό εσωτερικόν τής ψυχής του συγκρατών τήν συγκίνησίν του καί αντέδρασεν εντόνως επιβαλλόμενος επί τού εαυτού του.
34 Καί μέ φωνήν ήρεμον καί μή διακοπτομένην από λυγμούς είπε Πού τόν έχετε βάλει; 35 Είπαν οι παριστάμενοι εις αυτόν Κύριε, έλα νά ιδής. Καθώς δέ επήγαινε εις τόν τάφον, εκ συμπαθείας πρός τήν θλίψιν τών δύο αδελφών, εδάκρυσεν ο Ιησούς. 36 Όταν λοιπόν οι Ιουδαίοι τόν είδαν νά δακρύη έλεγον Κύτταξε πόσον τόν αγαπούσε! 37 Μερικοί όμως από αυτούς έλαβαν αφορμήν νά εκδηλώσουν τήν δυσμένειάν των καί είπον Δέν είχε τήν δύναμιν αυτός, πού ήνοιξε τά μάτια τού τυφλού, νά κάμη εγκαίρως ό,τι εχρειάζετο, ώστε καί αυτός νά μή αποθάνη; 38 Ο Ιησούς λοιπόν, ενώ πάλιν επέπληττε μέσα του τήν συγκίνησίν του διά νά συγκρατήση αυτήν, ήλθεν εις τό μνημείον. Ήτο δέ τό μνημείον σπήλαιον ανοιγμένον εις βράχον καί λίθος βαρύς είχε τεθή εις τό στόμιον του.
39 Είπε τότε ο Ιησούς Σηκώσατε τόν λίθον. Λέγει εις αυτόν η αδελφή τού αποθαμένου, η Μάρθα, Κύριε βρωμά πλέον διότι είναι τεσσάρων ημερών νεκρός. 40 Λέγει εις αυτήν ο Ιησούς Δέν σού είπα, ότι εάν πιστεύσης, θά ίδης διά τής αναστάσεως τού αδελφού σου, η οποία θά είναι σύμβολον καί προμήνυμα τής κοινής αναστάσεως πάντων τών ανθρώπων, τόν ένδοξον θρίαμβον τής παντοδυναμίας τού Θεού κατά τού θανάτου;
41 Κατόπιν λοιπόν από τήν παρατήρησιν αυτήν τού Κυρίου εσήκωσαν τόν λίθον από τό στόμιον τού σπηλαίου, όπου ευρίσκετο ο πεθαμένος. Ο Ιησούς δέ ύψωσε τότε τούς οφθαλμούς του πρός τόν ουρανόν καί είπε Πάτερ, είμαι βέβαιος, ότι θά συντελεσθή αμέσως τό θαύμα καί σέ ευχαριστώ, διότι μέ ήκουσες. 42 Εγώ δέ εγνώριζον, ότι πάντοτε μέ ακούεις αλλά είπον μεγαλοφώνως τό Ευχαριστώ, διά νά ακούση ο λαός, πού στέκεται γύρω μου, καί έτσι βλέποντες πόσην πεποίθησιν έχω εκ προτέρου ότι θά εισακουσθώ, πιστεύσουν, όταν θά επακολουθήση τό θαύμα, ότι σύ μέ απέστειλας.
43 Καί αφού είπε ταύτα, δεικνύων τήν κυριαρχικήν εξουσίαν του καί επ αυτού τού θανάτου, εφώναξε μέ φωνήν μεγάλην Λάζαρε, έβγα έξω. 44 Καί εβγήκεν από τό μνημείον ο αποθαμένος μέ δεμένους δι επιδέσμων τούς πόδας καί τάς χείρας του, καί τό πρόσωπόν του είχε τριγύρω δεθή καί σκεπασθή μέ φακιόλιον. Είπε δέ τότε ο Ιησούς εις εκείνους, πού παρευρίσκοντο εκεί Λύσατέ τον καί αφήσατέ τον μόνον καί χωρίς βοηθόν νά υπάγη εις τό σπίτι του. 45 Μετά τό θαύμα τούτο λοιπόν πολλοί από τούς Ιουδαίους, αυτοί δηλαδή πού ήλθον πρός επίσκεψιν τής Μαρίας καί είδαν μέ τά μάτια των εκείνα, πού εποίησεν ο Ιησούς, επίστευσαν εις αυτόν.