Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ / 1 – 10 – 1 Εγένετο δέ εν σαββάτω δευτεροπρώτω διαπορεύεσθαι αυτόν διά σπορίμων καί έτιλλον οι μαθηταί αυτού τούς στάχυας καί ήσθιον ψώχοντες ταίς χερσί.
2 τινές δέ τών Φαρισαίων είπον αυτοίς Τί ποιείτε ό ουκ έξεστι ποιείν εν τοίς σάββασι; 3 καί αποκριθείς πρός αυτούς είπεν ο Ιησούς Ουδέ τούτο ανέγνωτε ό εποίησε Δαυίδ οπότε επείνασεν αυτός καί οι μετ αυτού όντες;
4 ως εισήλθεν εις τόν οίκον τού Θεού καί τούς άρτους τής προθέσεως έλαβε καί έφαγε, καί έδωκε καί τοίς μετ αυτού, ούς ουκ έξεστι φαγείν ει μή μόνους τούς ιερείς; 5 καί έλεγεν αυτοίς ότι κύριός εστιν ο υιός τού ανθρώπου καί τού σαββάτου.
6 Εγένετο δέ καί εν ετέρω σαββάτω εισελθείν αυτόν εις τήν συναγωγήν καί διδάσκειν καί ήν εκεί άνθρωπος, καί η χείρ αυτού η δεξιά ήν ξηρά. 7 Παρετήρουν δέ οι γραμματείς καί οι Φαρισαίοι ει εν τώ σαββάτω θεραπεύσει, ίνα εύρωσι κατηγορίαν αυτού.
8 αυτός δέ ήδει τούς διαλογισμούς αυτών, καί είπε τώ ανθρώπω τώ ξηράν έχοντι τήν χείρα Έγειρε καί στήθι εις τό μέσον ο δέ αναστάς έστη. 9 είπεν ούν ο Ιησούς πρός αυτούς Επερωτήσω υμάς τί έξεστι τοίς σάββασιν, αγαθοποιήσαι ή κακοποιήσαι, ψυχήν σώσαι ή αποκτείναι; 10 καί περιβλεψάμενος πάντας αυτούς είπεν αυτώ Έκτεινον τήν χείρά σου. ο δέ εποίησε, καί απεκατεστάθη η χείρ αυτού ως η άλλη.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ / 1 – 10
1 Κατά δέ τό Σάββατον τό πρώτον τού μηνός Νισάν, από τόν οποίον ήρχιζε τό νέον έτος, καί τό οποίον Σάββατον ήτο η δευτέρα εορτή μετά τόν εορτασμόν τής αρχιμηνιάς καί πρωτοχρονιάς τού ιουδαϊκού έτους, συνέβη νά περνα ο Ιησούς διά μέσου τών σπαρμένων χωραφιών. Καί εμαδούσαν οι μαθηταί του τά στάχυα καί τρίβοντες αυτά μέ τά χέρια έτρωγον τόν καρπόν.
2 Μερικοί δέ από τούς Φαρισαίους τούς είπαν Διατί κάνετε αυτό, πού δέν επιτρέπεται νά τό κάμωμεν κατά τό Σάββατον, κατά τό οποίον μάς απαγορεύεται κάθε είδος εργασίας; 3 Καί ο Ιησούς τούς απεκρίθη καί είπε Δέν ανεγνώσατε ούτε κάν εκείνο, πού έκαμεν ο ένδοξός σας βασιλεύς Δαβίδ, όταν πείνασεν αυτός καί εκείνοι πού ήταν μαζί του;
4 Πώς δηλαδή εμβήκεν εις τόν οίκον τού Θεού καί επήρε τούς άρτους, πού ήσαν βαλμένοι ως θυσία εις τόν Θεόν επάνω εις τήν τράπεζαν τής σκηνής, καί έφαγε καί έδωκε καί εις εκείνους πού ήσαν μαζί του; Αυτούς δέ τούς άρτους δέν επιτρέπεται να τούς φάγη κανείς άλλος παρά μόνοι οι ιερείς. Καί όμως εις τήν περίστασιν εκείνην ούτε ο Θεός ωργίσθη, ούτε η Γραφή απεδοκίμασε τήν πράξιν αυτήν. Αλλ ούτε καί σείς κατακρίνεται τόν Δαβίδ, μολονότι αυτό πού έκαμεν είναι πολύ περισσότερον από εκείνο, πού κάνουν τώρα οι μαθηταί μου.
5 Καί έλεγεν εις αυτούς ο υιός τού ανθρώπου, πού είναι ο τέλειος άνθρωπος καί δέν έχει ανάγκην νά παιδαγωγηθή από τό θεσμόν τού Σαββάτου, ως Θεός δέ έχει ορίσει αυτός τόν θεσμόν τούτον, είναι κύριος τού Σαββάτου καί έχει εξουσίαν κι νά τροποποιήση ακόμη τόν θεσμόν τούτον. Ό,τι δέ έκαμαν τώρα οι μαθηταί, τό έκαμαν μέ τήν σιωπηράν συγκατάθεσιν τού Διδασκάλου των, πού είναι κύριος τού Σαββάτου. 6 Συνέβη δέ καί κατ άλλο Σάββατον νά εισέλθη ο Ιησούς εις τήν συναγωγήν καί νά διδάσκη εις αυτήν. Καί παρευρίσκετο εκεί άνθρωπος, τού οποίου τό δεξιόν χέρι ήτο ξηρόν καί ακίνητον.
7 Τόν παρεφύλαττον δέ καί τόν παρηκολούθουν προσεκτικά οι γραμματείς καί οι Φαρισαίοι, εάν θά θεραπεύση τόν πάσχοντα κατά τήν ημέραν τού Σαββάτου διά νά εύρουν κατηγορία εναντίον του, ότι κατέλυε τήν αργίαν τού Σαββάτου. 8 Αυτός όμως ως καρδιογνώστης εγνώριζε τούς διαλογισμού των. Καί είπεν εις τόν άνθρωπον, πού είχε τό ξηρόν καί ακίνητοτον χέρι Σήκω καί στάσου εις τό μέσον τής συναγωγής. Εκείνος δέ εσηκώθη καί εστάθη.
9 Είπε λοιπόν ο Ιησούς πρός αυτούς θά σάς ερωτήσω, τί είναι επιτετραμμένον κατά τάς ημέρας τού Σαββάτου νά κάνη ο άνθρωπος είναι επιτετραμμένον νά κάνη καλόν ή ημπορεί να παραλείψη τήν ευεργεσίαν τού πλησίον καί έτσι νά γίνη αίτιος βλάβης καί κακού εις αυτόν; Επιβάλλεται κατά τό Σάββατον νά σώση τήν ζωήν τού πλησίον, ή επιτρέπεται νά μή τόν βοηθήση κινδυνεύοντα καί έτσι εμμέσως νά τόν θανατώση; Βέβαια ηθικώς επιτετραμμένον, αλλά καί επιβεβλημένον καί κατ αυτήν τήν ημέραν τού Σαββάτου είναι νά κάνη ο καθένας μας καλόν καί νά σώση τήν ζωήν τού πλησίον.
10 Καί αφού εκύτταξε τριγύρω όλους αυτούς περιμένων νά τού απαντήσουν, είπεν εις τόν ασθενή Εξάπλωσε τήν χείρα σου. Αυτός δέ μολονότι από τήν ασθένειάν του ημποδίζετο νά πράξη τούτο, όμως φανερώνων τήν πίστιν του κατέβαλε προσπάθειαν καί έκαμεν όπως τού παρήγγειλεν ο Κύριος. Καί έγινε πάλιν υγιές τό χέρι του σάν τό άλλο.