Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ / 37 – 45 – 37 Καί μή κρίνετε, καί ου μή κριθήτε μή καταδικάζετε, καί ου μή καταδικασθήτε απολύετε, καί απολυθήσεσθε …
38 δίδοτε, καί δοθήσεται υμίν μέτρον καλόν, πεπιεσμένον καί σεσαλευμένον καί υπερεκχυνόμενον δώσουσιν εις τόν κόλπον υμών τώ γάρ αυτώ μέτρω, ώ μετρείτε, αντιμετρηθήσεται υμίν. 39 Είπε δέ καί παραβολήν αυτοίς Μήτι δύναται τυφλός τυφλόν οδηγείν; ουχί αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται; 40 ουκ έστι μαθητής υπέρ τόν διδάσκαλον αυτού κατηρτισμένος δέ πάς έσται ως ο διδάσκαλος αυτού.
41 Τί δέ βλέπεις τό κάρφος τό εν τώ οφθαλμώ τού αδελφού σου, τήν δέ δοκόν τήν εν τώ ιδίω οφθαλμώ ου κατανοείς; 42 ή πώς δύνασαι λέγειν τώ αδελφώ σου, αδελφέ, άφες εκβάλω τό κάρφος τό εν τώ οφθαλμώ σου, αυτός τήν εν τώ οφθαλμώ σού δοκόν ου βλέπων; υποκριτά, έκβαλε πρώτον τήν δοκόν εκ τού οφθαλμού σού, καί τότε διαβλέψεις εκβαλείν τό κάρφος τό εν τώ οφθαλμώ τού αδελφού σου.
43 Ου γάρ εστι δένδρον καλόν ποιούν καρπόν σαπρόν, ουδέ δένδρον σαπρόν ποιούν καρπόν καλόν 44 έκαστον γάρ δένδρον εκ τού ιδίου καρπού γινώσκεται. ου γάρ εξ ακανθών συλλέγουσι σύκα, ουδέ εκ βάτου τρυγώσι σταφυλήν.
45 ο αγαθός άνθρωπος εκ τού αγαθού θησαυρού τής καρδίας αυτού προφέρει τό αγαθόν, καί ο πονηρός άνθρωπος εκ τού πονηρού θησαυρού τής καρδίας αυτού προφέρει τό πονηρόν εκ γάρ τού περισσεύματος τής καρδίας λαλεί τό στόμα αυτού.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ / 37 – 45
37 Καί μή κατακρίνετε εξ ασυμπαθείας καί εγωϊσμού τάς πράξεις τού πλησίον σας ασφαλώς δέ τότε καί σείς δέν θά κατακριθήτε υπό τού Θεού εν τή μελλούση κρίσει. Μή γίνεσθε δικασταί απρόσκλητοι καί προπετείς διά νά καταδικάζετε τόν πλησίον καί δέν θά καταδικασθήτε υπό τού Θεού. Εφ όσον δέν θά σάς έχη ανατεθή ως καθήκον τό νά δικάζετε, κρίνετε εις τάς ιδιωτικάς σας συζητήσεις μέ συμπάθειαν καί απολύετε ως αθώους τούς άλλους, καί θά κριθήτε καί σες μέ επιείκειαν καί θά αθωωθήτε υπό τού Θεού.
38 Δίδετε εις εκείνους, πού έχουν ανάγκην βοηθείας, καί θά δοθή καί εις σάς βοήθεια από τόν Θεόν. Μέτρον καλόν, στοιβαγμένον καί κουνημένον, ώστε νά μή μείνη διόλου χώρος κενός εις τό δοχείον τής μετρήσεως, καί μέτρον, πού θά πλεονάζη καί θά ξεχύνεται, θά δοθή εις τήν αγκάλην σας από τήν πρόνοιαν καί δικαιοσύνην καί αγαθότητα τού Θεού. Διότι μέ τήν αυτήν πλουσίαν διάθεσιν καί μέ τό ίδιον μέτρον τής ευεργεσίας, μέ τό οποίον μετράτε τάς δωρεάς σας πρός τούς άλλους, θά μετρηθή καί θά ανταποδοθή καί εις σάς από τόν Θεόν.
39 Είπε δέ καί τήν εξής παραβολήν εις αυτούς Μήπως δύναται τυφλός νά οδηγή τυφλόν; Δέν θά πέσουν καί οι δύο εις λάκκον; Έτσι καί σείς προτού νά κρίνετε τούς άλλους, κρίνατε πρώτον τόν εαυτόν σας, οπότε θά γίνετε καί επιεικείς πρός τούς άλλους. Διότι, εάν δέν κάμετε αυτό, τότε θά είσθε τυφλοί, πού θέλουν νά γίνουν οδηγοί τυφλών. Καί τό αποτέλεσμα θά είναι ολέθριον καί διά σάς καί δι εκείνους.
40 Δέν υπάρχει μαθητής ανώτερος από τόν διδάσκαλόν του, εφ όσον εξακολουθεί νά διδάσκεται υπ αυτού. Εκείνος δέ ο μαθητής, πού θά τελειοποιηθή εις τά μαθήματα, θά είναι, όταν θά περατωθή ο κύκλος τών μαθημάτων, σάν τόν διδάσκαλόν του. Εάν λοιπόν ο διδάσκαλος είναι τυφλός, τυφλός θά μείνη καί ο μαθητής. Διά νά γίνης συνεπώς οδηγός καί διδάσκαλος τών άλλων, πρέπει προηγουμένως νά γίνης διδάσκαλος τού εαυτού σου καί νά διορθώσης τόν εαυτόν σου, διότι άλλως καί σύ θά είσαι τυφλός καί οι μαθηταί σου τυφλοί θά παραμείνουν. 41 Διατί δέ βλέπεις τό ξυλαράκι, πού είναι εις τό μάτι τού αδελφού σου, τό δοκάρι δέ, πού είναι εις τό μάτι σου, δέν τό αισθάνεσαι καί δέν τό καταλαβαίνεις;
42 Ή μέ ποίον θάρρος θά ημπορέσης νά είπης εις τόν αδελφόν σου Αδελφέ, άφησε νά βγάλω τό ξυλαράκι, πού είναι εις τό μάτι σου, ενώ σύ ο ίδιος δέν βλέπεις τό δοκάρι, πού είναι εις τό μάτι σου; Πώς ημπορείς νά τού είπης: αδελφέ, επίτρεψόν μου νά διορθώσω τό μικρόν σφάλμα σου, ενώ σύ δέν βλέπεις τό ιδικόν σου βαρύτατον ελάττωμα; Υποκριτά, βγάλε πρώτον τό δοκάρι από τό μάτι σου διόρθωσε τό βαρύ ελάττωμά σου· καί τότε θά ίδης καθαρά διά νά βγάλης τό ξυλαράκι, πού είναι εις τό μάτι τού αδελφού σου τότε θά είσαι εις θέσιν νά διορθώσης καί τό ελαφρόν σφάλμα τού πλησίον σου.
43 Διότι δέν είναι δένδρον καλόν, πού νά κάνη καρπόν κακόν καί επιβλαβή, ούτε πάλιν υπάρχει δένδρον κακόν, πού νά κάνη καρπόν καλόν. Έτσι καί ο κάθε άνθρωπος διά νά φέρη καρπόν καί ωφέλειαν εις τόν πλησίον, πρέπει νά είναι καλός. Άνθρωπος, πού δέν διώρθωσε προτήτερα τόν εαυτόν του, πώς είναι δυνατόν νά διορθώση τούς άλλους καί νά δώση εις αυτούς τό καλόν, τό οποίον δέν ημπόρεσε προτήτερα νά δώση εις τόν εαυτόν του;
44 Κάθε δένδρον από τόν καρπόν, πού βγάζει, διακρίνεται καί γνωρίζεται, εάν είναι καλόν ή κακόν. Διότι από αγκάθια δέν μαζεύουν ως καρπόν σύκα, ούτε από βάτον τρυγούν ποτέ σταφύλι. Έτσι καί ο αδιόρθωτος, εις τού οποίου τήν ψυχήν υπάρχουν τά αγκάθια τών κακιών καί ελαττωμάτων, δέν ημπορεί νά διορθώση τόν άλλον. Αλλά καί εκείνος, πού αισθάνεται τήν ανάγκην νά εύρη οδηγόν καί διδάσκαλον τής ζωής του, εύκολα από τόν βίον καί τήν συμπεριφοράν τών άλλων ημπορεί νά διακρίνη, ποίος από αυτούς είναι ο καλός, εις τού οποίου τόν λόγον νά δίδη προσοχήν.
45 Ο αγαθός άνθρωπος έχει τήν ψυχήν του πολύτιμον θησαυροφυλάκιον αγαθών σκέψεων καί συναισθημάτων, καί από τόν αγαθόν τούτον θησαυρόν τής καρδίας του βγάζει λόγους καί πράξεις αγαθάς. Καί ο πονηρός άνθρωπος από τόν κακόν θησαυρόν τής καρδίας του βγάζει τό κακόν. Διότι από εκείνο πού περισσεύει καί ξεχύνεται εις τήν καρδίαν, λαλεί τό στόμα θά συμβουλεύσης λοιπόν καί σύ τόν άλλον σύμφωνα μέ εκείνο, πού έχεις στήν καρδιά σου. Καί άν δέν έχης διορθώσει τόν εαυτόν σου, πώς είναι δυνατόν νά γίνης οδηγός ωφέλιμος εις τόν πλησίον σου;