Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 1 – 9 – 1 Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο μη εισερχόμενος διά της θύρας εις την αυλήν των προβάτων, αλλά αναβαίνων αλλαχόθεν, εκείνος κλέπτης εστί και ληστής·
2 ο δε εισερχόμενος διά της θύρας ποιμήν εστι των προβάτων. 3 τούτω ο θυρωρός ανοίγει, και τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει, και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά. 4 και όταν τα ίδια πρόβατα εκβάλη, έμπροσθεν αυτών πορεύεται, και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί, ότι οίδασι την φωνήν αυτού·
5 αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν. 6 Ταύτην την παροιμίαν είπεν αυτοίς ο Ιησούς· εκείνοι δε ουκ έγνωσαν τίνα ην ά ελάλει αυτοίς.
7 Είπεν ούν πάλιν αυτοίς ο Ιησούς· Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι εγώ ειμι η θύρα των προβάτων. 8 πάντες όσοι ήλθον πρό εμού, κλέπται εισί και λησταί· αλλ’ ουκ ήκουσαν αυτών τα πρόβατα. 9 εγώ ειμι η θύρα· δι’ εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται, και εισελεύσεται και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ι´ 1 – 9
1 Νομίζετε διά τον εαυτόν σας, ότι είσθε οι ανεγνωρισμένα οδηγοί και διδάσκαλοι του Ισραήλ. Σας διαβεβαιώ όμως εν πάση αληθεία, ότι είσθε εκμεταλλευταί του ποιμνίου και κλέπται των προβάτων. Εκείνος που δεν εμβαίνει από την πόρταν εις την μάνδραν, εις την οποίαν φυλάττονται τα πρόβατα, αλλ’ ανεβαίνει από άλλο μέρος διά να πηδήση μέσα κρυφίως, εκείνος είναι κλέπτης και ληστής. (Με άλλας λέξεις είναι κλέπτης και ληστής εκείνος, που χωρίς να κληθή και αναβιβασθή από τον Θεόν εις το αξίωμα του ποιμένος και οδηγού των προβάτων του Θεού, ζητεί να το σφετεριστή και να το αρπάση, όπως το εκάματε σείς οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς, οι οποίοι μολονότι βλέπετε από τα θαύματά μου, ότι είμαι ο ανεγνωρισμένος από τον Θεόν ποιμήν, σφετερίζεσθε τα δικαιώματά μου και την εξουσίαν μου).
2 Τουναντίον εκείνος, που έμβαίνει εις την μάνδραν όχι λαθραίως, αλλά φανερά από την πόρταν, είναι ποιμήν των προβάτων. 3 Εις αυτόν ο θυρωρός, που φυλάττει την μάνδραν, ανοίγει την πόρταν, αλλά και τα πρόβατα ακούουν την φωνήν του και γνωρίζουν αυτήν, και αυτός πάλιν γεμάτος ενδιαφέρον διά τα πρόβατά του φωνάζει το καθένα με το όνομά του και τα βγάζει από την μάνδραν διά να τα βοσκήση. 4 Και όταν από την μάνδραν, εις την οποίαν μένουν και άλλα ποίμνια μαζί, βγάλη αυτός έξω τα ιδικά του πρόβατα, πηγαίνει εμπρός από αυτά, και τα πρόβατα τον ακολουθούν, διότι γνωρίζουν την φωνήν του και το σφύριγμά του, με το οποίον από καιρού εις καιρόν τα φωνάζει.
5 Δεν θα ακολουθήσουν όμως ποτέ οποιονδήποτε ξένον, αλλά θα φύγουν μακράν από αυτόν, διότι δεν γνωρίζουν την φωνήν των ξένων. Έτσι και τα λογικά πρόβατά μου θα με αναγνωρίσουν ως ποιμένα των, θα ακούσουν την διδασκαλίαν μου, και θα αισθανθούν το δι’ αυτά ενδιαφέρον μου και την προς αυτά στοργήν μου και δεν θα παραπλανηθούν από τους απατεώνας, οι οποίοι θα επιζητήσουν να τα αποσπάσουν από εμέ. 6 Αυτόν τον αλληγορικόν λόγον τους είπεν ο Ιησούς. Εκείνοι όμως δεν ενόησαν, ποίαν σημασίαν είχον αυτά, που τους έλεγε.
7 Αφού λοιπόν δεν εκατάλαβαν την έννοιαν της αλληγορίας ταύτης, τους είπε πάλιν ο Ιησούς καθαρώτερα και σαφέστερα τα εξής· Αληθώς, αληθώς σας λέγω, ότι εγώ είμαι η πόρτα, διά της οποίας τα πρόβατα εμβαίνουν εις την μάνδραν διά να ασφαλισθούν και από την οποίαν βγαίνουν διά να βοσκήσουν. 8 Όλοι όσοι ήλθον κατά τους τελευταίους αυτούς χρόνους, προτού να έλθω εγώ, και επήραν μόνοι τους το αξίωμα του οδηγού των προβάτων, είναι κλέπται και λησταί, διότι αποβλέπουν εις το να εκμεταλλευθούν και καταφάγουν τα πρόβατα. Αλλά τα πρόβατα δεν τους ήκουσαν.
9 Εγώ είμαι η θύρα. Δι’ εμού και μόνον εάν έμβη κανείς, θα σωθή. Και θα εισέλθη ως το πρόβατον εις την μάνδραν προς ανάπαυσιν και ασφάλειαν εν καιρώ νυκτός και θα εξέλθη κατά την πρωΐαν εκ της μάνδρας προς βοσχήν και θα εύρή τροφήν. Δι’ εμού με άλλας λέξεις πάσα ψυχή θα ασφαλισθή από κάθε πνευματικόν κίνδυνον, θα τραφή αφθόνως διά της σωτηριώδους αληθείας και θα κατακτήση την αιώνιον ζωήν.