Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΔ/ 10 – 42 – 10 Καί Ιούδας ο Ισκαριώτης, είς τών δώδεκα, απήλθε πρός τούς αρχιερείς ίνα παραδώ αυτόν αυτοίς.
11 οι δέ ακούσαντες εχάρησαν, καί επηγγείλαντο αυτώ αργύρια δούναι καί εζήτει πώς ευκαίρως αυτόν παραδώ. 12 Καί τή πρώτη ημέρα τών αζύμων, ότε τό πάσχα έθυον, λέγουσιν αυτώ οι μαθηταί αυτού Πού θέλεις απελθόντες ετοιμάσωμεν ίνα φάγης τό πάσχα; 13 καί αποστέλλει δύο τών μαθητών αυτού καί λέγει αυτοίς Υπάγετε εις τήν πόλιν, καί απαντήσει υμίν άνθρωπος κεράμιον ύδατος βαστάζων ακολουθήσατε αυτώ, 14 καί όπου εάν εισέλθη, είπατε τώ οικοδεσπότη ότι ο διδάσκαλος λέγει πού εστι τό κατάλυμά μου όπου τό πάσχα μετά τών μαθητών μου φάγω;
15 καί αυτός υμίν δείξει ανώγαιον μέγα εστρωμένον έτοιμον καί εκεί ετοιμάσατε ημίν. 16 καί εξήλθον οι μαθηταί αυτού καί ήλθον εις τήν πόλιν, καί εύρον καθώς είπεν αυτοίς, καί ητοίμασαν τό πάσχα. 17 Καί οψίας γενομένης έρχεται μετά τών δώδεκα. 18 καί ανακειμένων αυτών καί εσθιόντων είπεν ο Ιησούς Αμήν λέγω υμίν ότι είς εξ υμών παραδώσει με, ο εσθίων μετ εμού. 19 οι δέ ήρξαντο λυπείσθαι καί λέγειν αυτώ είς καθ είς Μήτι εγώ; καί άλλος Μήτι εγώ;
20 ο δέ αποκριθείς είπεν αυτοίς Είς εκ τών δώδεκα, ο εμβαπτόμενος μετ εμού εις τό τρυβλίον. 21 ο μέν υιός τού ανθρώπου υπάγει καθώς γέγραπται περί αυτού ουαί δέ τώ ανθρώπω εκείνω, δι ού ο υιός τού ανθρώπου παραδίδοται καλόν ήν αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος. 22 Καί εσθιόντων αυτών λαβών ο Ιησούς άρτον ευλογήσας έκλασε καί έδωκεν αυτοίς καί είπε Λάβετε φάγετε τούτό εστι τό σώμά μου. 23 καί λαβών τό ποτήριον ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς, καί έπιον εξ αυτού πάντες. 24 καί είπεν αυτοίς Τούτό εστι τό αίμά μου τό τής καινής διαθήκης τό περί πολλών εκχυνόμενον.
25 αμήν λέγω υμίν ότι ουκέτι ου μή πίω εκ τού γεννήματος τής αμπέλου έως τής ημέρας εκείνης όταν αυτό πίνω καινόν εν τή βασιλεία τού Θεού. 26 Καί υμνήσαντες εξήλθον εις τό όρος τών ελαιών. 27 καί λέγει αυτοίς ο Ιησούς ότι Πάντες σκανδαλισθήσεσθε εν εμοί εν τή νυκτί ταύτη ότι γέγραπται, πατάξω τόν ποιμένα καί διασκορπισθήσονται τά πρόβατα
28 αλλά μετά τό εγερθήναί με προάξω υμάς εις τήν Γαλιλαίαν. 29 ο δέ Πέτρος έφη αυτώ Καί ει πάντες σκανδαλισθήσονται, αλλ ουκ εγώ. 30 καί λέγει αυτώ ο Ιησούς Αμήν λέγω σοι ότι σύ σήμερον εν τή νυκτί ταύτη πρίν ή δίς αλέκτορα φωνήσαι τρίς απαρνήση με.
31 ο δέ Πέτρος εκ περισσού έλεγε μάλλον Εάν με δέη συναποθανείν σοι, ου μή σε απαρνήσομαι. ωσαύτως δέ καί πάντες έλεγον. 32 Καί έρχονται εις χωρίον ού τό όνομα Γεθσημανή, καί λέγει τοίς μαθηταίς αυτού Καθίσατε ώδε έως προσεύξωμαι. 33 καί παραλαμβάνει τόν Πέτρον καί Ιάκωβον καί Ιωάννην μεθ εαυτού, καί ήρξατο εκθαμβείσθαι καί αδημονείν
34 καί λέγει αυτοίς Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου μείνατε ώδε καί γρηγορείτε. 35 καί προελθών μικρόν έπεσεν επί πρόσωπον επί τής γής, καί προσηύχετο ίνα ει δυνατόν εστι, παρέλθη απ αυτού η ώρα, 36 καί έλεγεν Αββά ο πατήρ, πάντα δυνατά σοι, παρένεγκε τό ποτήριον απ εμού τούτο αλλ ου τί εγώ θέλω, αλλ εί τι σύ.
37 καί έρχεται καί ευρίσκει αυτούς καθεύδοντας, καί λέγει τώ Πέτρω Σίμων, καθεύδεις; ουκ ισχύσατε μίαν ώραν γρηγορήσαι; 38 γρηγορείτε καί προσεύχεσθε, ίνα μή εισέλθητε εις πειρασμόν τό μέν πνεύμα πρόθυμον η δέ σάρξ ασθενής. 39 καί πάλιν απελθών προσηύξατο τόν αυτόν λόγον ειπών.
40 καί υποστρέψας εύρεν αυτούς πάλιν καθεύδοντας ήσαν γάρ οι οφθαλμοί αυτών καταβαρυνόμενοι, καί ουκ ήδεισαν τί αποκριθώσιν αυτώ. 41 καί έρχεται τό τρίτον καί λέγει αυτοίς Καθεύδετε λοιπόν καί αναπαύεσθε! απέχει ήλθεν η ώρα ιδού παραδίδοται ο υιός τού ανθρώπου εις τάς χείρας τών αμαρτωλών 42 εγείρεσθε, άγωμεν ιδού ο παραδιδούς με ήγγικε.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΔ/ 10 – 42
10 Καί ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τούς δώδεκα, επήγεν εις τούς αρχιερείς καί τούς επρότεινε νά τούς τόν παραδώση. 11 Αυτοί δέ, όταν ήκουσαν τήν πρότασιν αυτήν, εχάρησαν, διότι τό φονικόν σχέδιον τους θά εξετελείτο αθόρυβα καί μέ κάθε ασφάλειαν. Καί τού υπεσχέθησαν νά τού δώσουν χρήματα. Καί εζήτει νά εύρη τρόπον νά τούς τόν παραδώση εις κατάλληλον καιρόν, ώστε νά προληφθή κάθε λαϊκή εξέγερσις. 12 Καί κατά τήν πρώτην από τάς επτά ημέρας, πού διήρκει η εορτή τών αζύμων, τήν ημέραν πού έσφαζαν οι Ιουδαίοι τόν πασχάλιον αμνόν, λέγουν εις αυτόν οι μαθηταί του Πού θέλεις νά υπάγωμεν καί νά ετοιμάσωμεν διά νά φάγης τό πάσχα;
13 Καί αποστέλλει δύο από τούς μαθητάς του καί λέγει εις αυτούς Πηγαίνετε εις τήν πόλιν καί θά σάς συναντήση άνθρωπος, πού θά κρατή μίαν στάμναν νερό. Ακολουθήσατέ τον. 14 Καί εις όποιο σπίτι έμβη, είπατε εις τόν οικοδεσπότη ο διδάσκαλος λέγει Πού είναι η καθορισμένη δι εμέ αίθουσα τού φαγητού, όπου θά φάγω τό πάσχα μέ τούς μαθητάς μου;
15 Καί αυτός θά σάς δείξη ένα μεγάλο ανώγειον, δηλαδή πάνω διαμέρισμα τού σπιτιού, μέ καθίσματα καί τραπέζια στρωμένα, καθ όλα έτοιμον. Εκεί ετοιμάσατέ μας τό πάσχα. 16 Καί εβγήκαν οι μαθηταί του καί ήλθαν εις τήν πόλιν εύρον, καθώς τούς είπεν ο διδάσκαλος, καί ετοίμασαν τό δείπνον, εις τό οποίον θά εγίνετο τό αληθινόν Πάσχα τής Ευχαριστίας.
17 Καί όταν έγινε βράδυ, ήλθεν εκεί μέ τούς δώδεκα μαθητάς. 18 Καί τήν ώραν πού ήσαν γερμένοι εις τό τραπέζι καί έτρωγαν, είπεν ο Ιησούς Εν πάση αληθεία σάς βεβαιώ, ότι ένας από σάς θά μέ παραδώση εις τούς σταυρωτάς μου, ο οποίος τώρα τρώγει μαζί μου. 19 Αυτοί δέ ήρχισαν νά λυπούνται καί νά τού λέγουν ένας ένας χωριστά Μήπως είμαι εγώ; Καί ο άλλος Μήπως είμαι εγώ; 20 Αυτός δέ απεκρίθη καί τούς είπεν Ένας από σάς τούς δώδεκα, ο οποίος τώρα συντρώγει μαζί μου καί βουτά τό ψωμί του μαζί μου μέσα εις τόν ζωμόν τής πιατέλλας, αυτός θά μέ παραδώση.
21 Ο μέν υιός τού ανθρώπου, ο Μεσσίας, φεύγει από τήν παρούσαν ζωήν καί πηγαίνει πρός τόν Πατέρα του, σύμφωνα μέ τάς προφητείας, πού έχουν γραφή περί αυτού αλλοίμο όμως εις τόν άνθρωπον εκείνον, πού γίνεται όργανον διά να παραδοθή ο υιός τού ανθρώπου εις τούς σταυρωτάς του. Ήτο συμφερώτερον δι αυτόν νά μή είχε γεννηθή ο άνθρωπος εκείνος. 22 Καί ενώ αυτοί έτρωγον, επήρεν ο Ιησούς άρτον κα ηυχαρίστησε τόν επουράνιον Πατέρα, τόν έκοψε εις τεμάχια καί έδωκεν εις αυτούς καί είπε Λάβετε, φάγετε αυτό, πού σάς δίνω, είναι τό σώμα μου.
23 Καί αφού επήρε τό ποτήριον, ηυχαρίστησε καί έδωκεν εις αυτούς καί έπιον από αυτο όλοι. 24 Καί είπεν εις αυτούς Τούτο, πού πίνετε, είναι τό αίμα μου, μέ τό οποίον επικυρούται η νέα Διαθήκη καί τό οποίον χύνεται πρός σωτηρίαν πολλών. 25 Αληθινά σάς λέγω, ότι δέν θά πίω πλέον από τό προϊόν καί γένημα τής αμπέλου, μέχρι τής ημέρας εκείνης, όταν ευφραινόμενος θά τό πίνω καινούργιον καί πολύ πιό χαρμόσυνον εις τήν βασιλείαν τού Θεού. Ο μυστικός ούτος δείπνος δηλαδή είναι πρόγευμα τής τελείας κοινωνίας καί ενώσεώς μας, πού θά πραγματοποιηθή εν ατελευτήτω χαρά εις τήν ουράνιον βασιλείαν τού Θεού. 26 Καί αφού έψαλαν ύμνον, εβγήκαν εις τό όρος τών Ελαιών.
27 Καί λέγει εις αυτούς ο Ιησούς, ότι όλοι θά κλονισθήτε εις τήν πίστιν σας πρός εμέ κατά τήν νύκτα ταύτην. Διότι έχει γραφή από τόν προφήτην Ζαχαρίαν θά επιτρέψω εγώ ο Θεός καί Πατήρ νά κτυπηθή καί νά θανατωθή ο ποιμήν, ήτοι ο Χριστός, καί θά διασκορπισθούν τά πρόβατα τού κοπαδιού, τουτέστιν οι μαθηταί του. 28 Όταν όμως αναστηθώ, θά σάς προλάβω εις τήν Γαλιλαίαν, όπου θά υπάγω προτήτερα από σάς καί θά σάς περιμένω.
29 Αλλ ο Πέτρος τού είπε Καί εάν όλοι κλονισθούν εις τήν πρός σέ πίστιν, εγώ όμως δέν θά σκανδαλισθώ. 30 Καί λέγει πρός αυτόν ο Ιησούς Αληθινά σού λέγω, ότι σύ πού τώρα λέγεις αυτά, σήμερον, κατά τήν νύκτα αυτήν, προτού νά λαλήση δύο φοράς ο πετεινός, θά μέ απαρνηθής τρείς φοράς. 31 Αυτός δέ επέμενε πολύ περισσότερον καί έλεγεν Εάν χρειασθή νά αποθάνω καί εγώ μαζί σου, κατ ουδένα λόγον θά σέ αρνηθώ. Τά ίδια δέ έλεγαν καί όλοι οι μαθηταί.
32 Καί έρχονται εις κάποιο περιφραγμένον αγρόκτημα, πού ελέγετο Γεθσημανή, καί λέγει εις τούς μαθητάς του καθήσατε εδώ, έως ότου προσευχηθώ. 33 Καί παίρνει μαζί του τόν Πέτρον καί τόν Ιάκωβον καί τόν Ιωάννην καί ήρχισε νά καταλαμβάνεται από μεγάλην λύπην καί έκπληξιν διά τό σκληρόν πάθημα, πού τού ετοιμάζαν μέ πρωτοφανές μίσος αυτοί, τούς οποίους αυτός τόσον ηγάπησε, καί νά αισθάνεται βάρος μεγάλο η καρδία του. 34 Καί λέγει εις αυτούς Είναι καταλυπημένη η ψυχή μου μέχρι σημείου, πού νά κινδυνεύω νά αποθάνω. Μείνατε έδω καί αγρυπνείτε.
35 Καί αφού επροχώρησεν ολίγον έπεσε μέ τό πρόσωπον κατά γής καί προσηύχετο, εάν είναι δυνατόν, χωρίς νά ματαιωθή τό περί σωτηρίας τών ανθρώπων σχέδιον τού Θεού, νά περάση μακράν από αυτόν η ώρα τών παθών καί τού θανάτου 36 Καί έλεγεν Αββά, Πατέρα μου, όλα σού είναι δυνατά απομάκρυνε από εμέ τό ποτήριον αυτό τού μαρτυρικού θανάτου. Αλλ όχι εκείνο πού θέλω εγώ, αλλ εκείνο πού θέλεις σύ, αυτό νά γίνη. 37 Καί έρχεται καί τούς ευρίσκει νά κοιμώνται καί λέγει εις τόν Πέτρον Σίμων, σύ πού πρό ολίγου έδιδες εις εμέ τόσας υποσχέσεις, κοιμάσαι; δέν ημπορέσατε ούτε μίαν ώραν να μείνετε άγρυπνοι;
38 Αγρυπνείτε καί προσεύχεσθε, διά νά μή καταληφθήτε καί κυριευθήτε από πειρασμόν, πού θά κλονίση τήν πίστιν σας. Τό μέν βάθος τής ψυχής σας είναι πρόθυμον νά υπακούη εις τό καθήκον, τό σαρκικόν φρόνημα όμως κάμνει τήν ανθρωπίνην φύσιν αδύνατον καί παρασύρει τόν άνθρωπον παρά τήν αγαθήν διάθεσίν του εις τό κακόν. 39 Καί πάλιν, αφού έφυγεν από αυτούς, προσηυχήθη καί είπε τόν αυτόν λόγον. 40 Καί αφού επέστρεψε, τούς ηύρε πάλιν νά κοιμώνται διότι τά μάτια τους ήσαν βαρειά από τόν νυσταγμόν, καί δέν ήξευραν, τί νά τού αποκριθούν.
41 Καί έρχεται διά τρίτην φοράν καί τούς λέγει Περίεργον ! Ύστερα από αυτά πού σάς είπα, κοιμάσθε ακόμη καί αναπαύεσθε ! Αρκεί πλέον ο ύπνος. Ήλθεν η ώρα ιδού παραδίδεται ο υιός τού ανθρώπου εις τάς χείρας τών αμαρτωλών. 42 Σηκωθήτε, άς υπάγωμεν πρός συνάντησίν των. Ιδού, επλησίασεν αυτός, πού μέ παραδίδει εις τούς σταυρωτάς μου.