Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΔ´ 1 – 13 – 1 Εν εκείνω τω καιρώ ήκουσεν Ηρώδης ο τετράρχης την ακοήν Ιησού, 2 και είπεν τοις παισίν αυτού· Ούτός εστιν Ιωάννης ο βαπτιστής· αυτός ηγέρθη από των νεκρών, και διά τούτο αι δυνάμεις ενεργούσιν εν αυτώ.
3 Ο γαρ Ηρώδης κρατήσας τον Ιωάννην έδησεν αυτόν και έθετο εν φυλακή διά Ηρωδιάδα την γυναίκα Φιλίππου του αδελφού αυτού· 4 έλεγεν γαρ αυτώ ο Ιωάννης· Ουκ έξεστί σοι έχειν αυτήν. 5 και θέλων αυτόν αποκτείναι εφοβήθη τον όχλον, ότι ως προφήτην αυτόν είχον. 6 γενεσίων δε αγομένων του Ηρώδου ωρχήσατο η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος εν τω μέσω και ήρεσε τω Ηρώδη, 7 όθεν μεθ’ όρκου ωμολόγησεν αυτή δούναι ο εάν αιτήσηται.
8 η δε προβιβασθείσα υπό της μητρός αυτής, Δος μοι, φησίν, ώδε επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού. 9 και ελυπήθη ο βασιλεύς, διά δε τους όρκους και τους συνανακειμένους εκέλευσε δοθήναι, 10 και πέμψας απεκεφάλισε τον Ιωάννην εν τη φυλακή· 11 και ηνέχθη η κεφαλή αυτού επί πίνακι και εδόθη τω κορασίω, και ήνεγκε τη μητρί αυτής.
12 και προσελθόντες οι μαθηταί αυτού ήραν το σώμα και έθαψαν αυτό, και ελθόντες απήγγειλαν τω Ιησού. 13 Ακούσας δε ο Ιησούς ανεχώρησεν εκείθεν εν πλοίω εις έρημον τόπον κατ’ ιδίαν· και ακούσαντες οι όχλοι ηκολούθησαν αυτώ πεζή από των πόλεων.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΔ´ 1 – 13
1 Κατ’ εκείνον τον καιρόν ήκουσεν ο Ηρώδης ο Αντίπας, ο τετράρχης της Γαλιλαίας και Περαίας, την φήμην του Ιησού 2 και είπεν εις τους αυλικούς του αυτός είναι ο Ιωάννης ο βαπτιστής· αυτός ανεστήθη εκ νεκρών με νέαν αποστολήν από τον Θεόν και δι’ αυτό αι υπερφυσικαί δυνάμεις ενεργούν διά μέσου αυτού.
3 Ειπέ δε ο Ηρώδης περί του Ιωάννου, ότι ανεστήθη εκ νεκρών, διότι ο Ηρώδης τον είχε θανατώσει· αφού δηλαδή συνέλαβε τον Ιωάννην, τον έδεσε και τον έβαλεν εις την φυλακήν εξ αιτίας της Ηρωδιάδος, η οποία ήτο σύζυγος του Φιλίππου του αδελφού του, και συνέζη τώρα με τον Ηρώδην. 4 Διότι του έλεγεν ο Ιωάννης· Δεν σου επιτρέπεται από τον νόμον του Θεού να έχης αυτήν σύζυγον.
5 Και ενώ εις τας αρχάς, παρακινούμενος από την Ηρωδιάδα, ήθελε να τον φονεύση, εφοβήθη τα πλήθη του λαού, διότι εθεώρουν και εσέβοντο αυτόν ως προφήτην. 6 Αλλ’ όταν εωρτάζοντο τα γενέθλια του Ηρώδου, εχόρευσεν η κόρη της Ηρωδιάδος εις το μέσον των προσκαλεσμένων εις το τραπέζι και άρεσεν ο χορός της εις τον Ηρώδην.
7 Δι’ αυτό της υπεσχέθη με όρκον να της δώση κάθε τι που θα εζήτει. 8 Αυτή δε οδηγηθείσα από την μητέρα της· Δος μοι, είπεν, εδώ επάνω εις το πιάτο, την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού. 9 Και ελυπήθη ο βασιλεύς, διά τους όρκους όμως και δι’ εκείνους, που εκάθηντο μαζί εις το τραπέζι, εις τους οποίους ήτο εκτεθειμένος και δεν ήθελε να παρουσιασθή, ότι ηθέτει τον λόγον του και τον όρκον του, έδωκε διαταγήν να δοθή η κεφαλή του Ιωάννου.
10 Και αφού έστειλε δήμιον, απεκεφάλισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν. 11 Και εφέρθη η κεφαλή του επάνω εις πιάτο και εδόθη εις το κοράσιον, και την έφερεν εκείνο εις την μητέρα του. 12 Και επήγαν οι μαθηταί του Ιωάννου εις την φυλακήν και εσήκωσαν το σώμα του και το έθαψαν.Και μετά την ταφήν ήλθαν και ανήγγειλαν εις τον Ιησούν το συμβάν.
13 Όταν δε ήκουσε ταύτα ο Ιησούς, ανεχώρησεν απ’ εκεί διά πλοίου εις έρημον τόπον, ώστε να μείνη μόνος με τους μαθητάς του. Και όταν ήκουσαν τα πλήθη του λαού, ότι απεχώρησεν εις έρημον τόπον, τον ηκολούθησαν πεζοί από τας πόλεις.