Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η/ 51 – 59 – 51 αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν τις τόν λόγον τόν εμόν τηρήση, θάνατον ου μή θεωρήση εις τόν αιώνα.
52 είπον ούν αυτώ οι Ιουδαίοι Νύν εγνώκαμεν ότι δαιμόνιον έχεις. Αβραάμ απέθανε καί οι προφήται, καί σύ λέγεις, εάν τις τόν λόγον μου τηρήση, ου μή γεύσηται θανάτου εις τόν αιώνα; 53 μή σύ μείζων εί τού πατρός ημών Αβραάμ, όστις απέθανε; καί οι προφήται απέθανον τίνα σεαυτόν σύ ποιείς;
54 απεκρίθη Ιησούς Εάν εγώ δοξάζω εμαυτόν, η δόξα μου ουδέν εστιν έστιν ο πατήρ μου ο δοξάζων με, όν υμείς λέγετε ότι Θεός ημών εστι 55 καί ουκ εγνώκατε αυτόν εγώ δέ οίδα αυτόν. καί εάν είπω ότι ουκ οίδα αυτόν, έσομαι όμοιος υμών ψεύστης αλλ οίδα αυτόν καί τόν λόγον αυτού τηρώ.
56 Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο ίνα ίδη τήν ημέραν τήν εμήν, καί είδε καί εχάρη. 57 είπον ούν οι Ιουδαίοι πρός αυτόν Πεντήκοντα έτη ούπω έχεις καί Αβραάμ εώρακας; 58 είπεν αυτοίς ο Ιησούς Αμήν αμήν λέγω υμίν, πρίν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί.
59 ήραν ούν λίθους ίνα βάλωσιν επ αυτόν Ιησούς δέ εκρύβη, καί εξήλθεν εκ τού ιερού διά μέσου αυτών, καί παρήγεν ούτως.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Η/ 51 – 59
51 Κατηγορηματικώς σάς βεβαιώ ότι, εάν κανείς φυλάξη καί εφαρμόση εις τήν ζωήν του τόν λόγον μου, δέν θά ίδη ποτέ μέ τά μάτια του τόν πνευματικόν καί αιώνιον θάνατον, πού χωρίζει διαπαντός τόν άνθρωπον από τόν Θεόν καί τόν καταδικάζει εις τήν αιωνίαν κόλασιν.
52 Κατόπιν λοιπόν τής νέας ταύτης διακηρύξεως τού Ιησού, τού είπαν οι Ιουδαίοι Τώρα επείσθημεν τελείως, ότι έχεις δαιμόνιον. Ο Αβραάμ καθώς καί οι προφήται, μολονότι ετήρησαν τόν λόγον τού Θεού, απέθανον, καί σύ λέγεις, εάν κανείς τηρήση τόν λόγον μου, δέν θά αποθάνη ποτέ; 53 Μήπως είσαι σύ ανώτερος από τόν πατέρα μας τόν Αβραάμ, ο οποίος μ όλα ταύτα απέθανε; Καί οι προφήται απέθανον. Ποίος φαντάζεσαι, ότι είσαι καί πόσον μεγάλον κάνεις σύ τόν εαυτόν σου;
54 Απεκρίθη ο Ιησούς Εάν εγώ τιμώ καί δοξάζω τόν εαυτόν μου, η δόξα μου δέν είναι τίποτε, διότι εκείνοι, πού καυχώνται καί επαινούν μόνοι των τούς εαυτούς των, γίνονται καταγέλαστοι. Δι εμέ όμως υπάρχει ο Πατήρ μου, ο οποίος μέ δοξάζει διά τών θαυμάτων, πού διά τής δυνάμεώς του ενεργώ. Καί ο Πατήρ μου είναι εκείνος ακριβώς, διά τόν οποίον λέγετε σείς, ότι είναι Θεός αποκλειστικώς καί μόνον ιδικός σας.
55 Καί όμως δέν τόν εγνωρίσατε, διότι αγνοείτε καί τήν φύσιν του καί τήν αγάπην του καί τό θέλημά του. Εγώ όμως τόν γνωρίζω καλά. Καί εάν είπω, ότι δέν τόν γνωρίζω, θά είμαι όμοιός σας ψεύστης. Αλλά τόν γνωρίζω καλώς, ακριβώς δέ δι αυτό καί φυλάττω τόν λόγον του.
56 Ο Αβραάμ, πού καυχάσθε ότι τόν έχετε πατέρα, γεμάτος ελπίδα, πού τού επροκάλει μεγάλην χαράν, επεθύμησε νά ίδη τάς ημέρας τής ενανθρωπήσεώς μου καί τάς είδε τώρα από τόν τόπον τής μακαριότητος, όπου ζή, καί εχάρη. 57 Τού είπαν λοιπόν οι Ιουδαίοι Δέν είσαι ούτε πεντήκοντα ετών ακόμη καί έχεις ίδει τόν Αβραάμ, πού έζησε πρό δύο χιλιάδων περίπου ετών;
58 Είπε τότε εις αυτούς ο Ιησούς Εν πάση αληθεία σάς λέγω, προτού νά γίνη καί γεννηθή ο Αβραάμ, εγώ υπάρχω αϊδίως καί πρό τών αιώνων.
59 Κατόπιν λοιπόν τής διαβεβαιώσεως αυτής, πού έκαμε διά τόν εαυτόν του ο Ιησούς, επήραν από τό έδαφος πέτρας διά νά τάς ρίψουν κατ αυτού. Ο Ιησούς όμως διά θαυμαστής επεμβάσεως τής θείας Προνοίας εχάθη από τά μάτια τους καί εβγήκεν από τό ιερόν, αφού επέρασεν απαρατήρητος διά μέσου αυτών. Καί εβάδιζεν έτσι, χωρίς νά φαίνεται εις αυτούς.