Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΔ/ 43 – 72 – 43 Καί ευθέως, έτι αυτού λαλούντος, παραγίνεται Ιούδας ο Ισκαριώτης, είς τών δώδεκα, καί μετ αυτού όχλος πολύς μετά μαχαιρών καί ξύλων, απεσταλμένοι παρά τών αρχιερέων καί γραμματέων καί τών πρεσβυτέρων.
44 δεδώκει δέ ο παραδιδούς αυτόν σύσσημον αυτοίς λέγων Όν άν φιλήσω, αυτός εστι κρατήσατε αυτόν καί απαγάγετε ασφαλώς. 45 καί ελθών ευθέως προσελθών αυτώ λέγει Χαίρε, ραββί, καί κατεφίλησεν αυτόν.
46 οι δέ επέβαλον επ αυτόν τάς χείρας αυτών καί εκράτησαν αυτόν. 47 Είς δέ τις τών παρεστηκότων σπασάμενος τήν μάχαιραν έπαισε τόν δούλον τού αρχιερέως καί αφείλεν αυτού τό ωτίον.
48 καί αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς Ως επί ληστήν εξήλθετε μετά μαχαιρών καί ξύλων συλλαβείν με 49 καθ ημέραν πρός υμάς ήμην εν τώ ιερώ διδάσκων, καί ουκ εκρατήσατέ με. αλλ ίνα πληρωθώσιν αι γραφαί. 50 καί αφέντες αυτόν έφυγον πάντες. 51 Καί είς τις νεανίσκος ηκολούθησεν αυτώ, περιβεβλημένος σινδόνα επί γυμνού καί κρατούσιν αυτόν οι νεανίσκοι.
52 ο δέ καταλιπών τήν σινδόνα γυμνός έφυγεν απ αυτών. 53 Καί απήγαγον τόν Ιησούν πρός τόν αρχιερέα καί συνέρχονται αυτώ πάντες οι αρχιερείς καί οι πρεσβύτεροι καί οι γραμματείς. 54 καί ο Πέτρος από μακρόθεν ηκολούθησεν αυτώ έως έσω εις τήν αυλήν τού αρχιερέως, καί ήν συγκαθήμενος μετά τών υπηρετών καί θερμαινόμενος πρός τό φώς.
55 Οι δέ αρχιερείς καί όλον τό συνέδριον εζήτουν κατά τού Ιησού μαρτυρίαν εις τό θανατώσαι αυτόν, καί ουχ εύρισκον 56 πολλοί γάρ εψευδομαρτύρουν κατ αυτού, καί ίσαι αι μαρτυρίαι ουκ ήσαν.
57 καί τινες αναστάντες εψευδομαρτύρουν κατ αυτού λέγοντες 58 ότι Ημείς ηκούσαμεν αυτού λέγοντος, ότι εγώ καταλύσω τόν ναόν τούτον τόν χειροποίητον καί διά τριών ημερών άλλον αχειροποίητον οικοδομήσω. 59 καί ουδέ ούτως ίση ήν η μαρτυρία αυτών.
60 καί αναστάς ο αρχιερεύς εις τό μέσον επηρώτα τόν Ιησούν λέγων Ουκ αποκρίνη ουδέν; τί ούτοί σου καταμαρτυρούσιν; 61 ο δέ εσιώπα καί ουδέν απεκρίνατο. πάλιν ο αρχιερεύς επηρώτα αυτόν καί λέγει αυτώ Σύ εί ο Χριστός ο υιός τού ευλογητού;
62 ο δέ Ιησούς είπεν Εγώ ειμι καί όψεσθε τόν υιόν τού ανθρώπου εκ δεξιών καθήμενον τής δυνάμεως καί ερχόμενον επί τών νεφελών τού ουρανού. 63 ο δέ αρχιερεύς διαρρήξας τούς χιτώνας αυτού λέγει Τί έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; 64 ηκούσατε πάντως τής βλασφημίας τί υμίν φαίνεται; οι δέ πάντες κατέκριναν αυτόν είναι ένοχον θανάτου.
65 Καί ήρξαντό τινες εμπτύειν αυτώ καί περικαλύπτειν τό πρόσωπον αυτού καί κολαφίζειν αυτόν καί λέγειν αυτώ Προφήτευσον ημίν τίς εστιν ο παίσας σε. καί οι υπηρέται ραπίσμασιν αυτόν έβαλον. 66 Καί όντος τού Πέτρου κάτω εν τή αυλή έρχεται μία τών παιδισκών τού αρχιερέως, 67 καί ιδούσα τόν Πέτρον θερμαινόμενον εμβλέψασα αυτώ λέγει Καί σύ μετά τού Ιησού τού Ναζαρηνού ήσθα.
68 ο δέ ηρνήσατο λέγων Ουκ οίδα ουδέ επίσταμαι τί σύ λέγεις. καί εξήλθεν έξω εις τό προαύλιον, καί αλέκτωρ εφώνησε.
69 καί η παιδίσκη ιδούσα αυτόν πάλιν ήρξατο λέγειν τοίς παρεστηκόσιν ότι Ούτος εξ αυτών εστιν. 70 ο δέ ηρνείτο. καί μετά μικρόν πάλιν οι παρεστώτες έλεγον τώ Πέτρω Αληθώς εξ αυτών εί καί γάρ Γαλιλαίος εί καί η λαλιά σου ομοιάζει.
71 ο δέ ήρξατο αναθεματίζειν καί ομνύειν ότι Ουκ οίδα τόν άνθρωπον τούτον όν λέγετε. 72 καί εκ δευτέρου αλέκτωρ εφώνησε. καί ανεμνήσθη ο Πέτρος τό ρήμα ό είπεν ο Ιησούς ότι πρίν αλέκτορα φωνήσαι δίς, απαρνήση με τρίς καί επιβαλών έκλαιε.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ/ 1 – 1
1 Καί ευθέως επί τό πρωί συμβούλιον ποιήσαντες οι αρχιερείς μετά τών πρεσβυτέρων καί γραμματέων καί όλον τό συνέδριον, δήσαντες τόν Ιησούν απήνεγκαν καί παρέδωκαν τώ Πιλάτω.
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΔ/ 43 – 72
43 Και αμέσως, ενώ ο Κυριος ωμιλούσε, φθάνει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, και μαζή του όχλος πολύς με μαχαίρια και ρόπαλα, σταλμένοι από τους αρχιερείς και τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους.
44 Είχε δώσει εις αυτούς εκ των προτέρων ο Ιούδας ένα σύνθημα λέγων· εκείνος που θα φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και μεταφέρατέ τον ασφαλώς. 45 Και αφού ήλθεν εκεί ο Ιούδας, αμέσως επλησίασε τον Κυριον και του είπε· χαίρε διδάσκαλε, και εφίλησε και ξαναφίλησε αυτόν με υποκριτικήν στοργήν. 46 Εκείνοι δε άπλωσαν επάνω του τα χέρια των και τον επιασαν.
47 Καποιος δε από αυτούς, που έστεκαν εκεί κοντά, ετράβηξε την μάχαιραν, εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το αυτί. 48 Ελαβε τότε ο Ιησούς τον λόγον και τους είπε· σαν να επρόκειτο δια ληστήν, εβγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα να με συλλάβετε; 49 Καθε ημέραν ήμουνα κοντά σας και εδίδασκα εις τας αυλάς του ναού και δεν με επιάσατε. Αλλά όλα αυτά έγιναν, δια να εκπληρωθούν όσα αι προφητείαι γράφουν. 50 Και οι μαθηταί τον εγκατέλειψαν και έφυγαν όλοι.
51 Και κάποιος νέος τον ηκολούθησε γυμνός, τυλιγμένος μ’ ένα σινδόνι. Και τον επιασαν οι νέοι που συμετείχαν στο απόσμασμα. 52 Εκείνος όμως αφήκε το σινδόνι εις τα χέρια των και καθώς ήτο νύχτα έφυγε γυμνός ανάμεσα από αυτούς. (Και έτσι έμεινε εντελώς μόνος ο Κυριος, εγκαταλελειμμένος από τους μαθητάς του και από οιανδήποτε άλλον, που θα έτρεφε κάποιαν συμπάθειαν προς αυτόν).
53 Και ωδήγησαν τον Ιησούν στον αρχιερέα· και μαζεύονται εις την οικίαν του αρχιερέως όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. 54 Και ο Πετρος ηκολούθησεν τον Ιησούν από μακράν μέχρι την εσωτερικήν αυλήν του αρχιερέως. Και εκάθητο μαζή με τους υπηρέτας και εθερμαίνετο πλησίον στο φως, που έρριπτε η φωτιά. 55 Οι αρχιερείς και όλον το συνέδριον εζητούσαν να εύρουν ενοχοποιητικήν μαρτυρίαν ενάντιον του Ιησού, δια να τον θανατώσουν, και δεν εύρισκαν.
56 Διότι πολλοί παρουσιάσθησαν και κατέθεσαν εναντίον του ψευδομαρτυρίας, αλλά δεν ήσαν αι καταθέσεις των σύμφωνοι μεταξύ των. 57 Και μερικοί προσήλθαν και εψευδομαρτυρούσαν εναντίον αυτού λέγοντες 58 ότι ημείς τον ακούσαμε να λέγη· Εγώ θα κρημνίσω τον ναόν αυτόν, τον κτισμένον από χέρια ανθρώπων, και έντος τριών ημερών θα ανοικοδομήσω άλλον αχειροποίητον. 59 Αλλά ούτε και έτσι δεν ήτο σύμφωνος η κατάθεσίς των.
60 Τοτε εσηκώθηκε ο αρχιερεύς, εστάθη στο μέσον, και ερωτούσε τον Ιησούν λέγων· δεν απαντάς τίποτε; Τι είναι αυτά, που σε κατηγορούν αυτοί εδώ; 61 Αυτός δε εσιωπούσε και δεν έδωσε καμμίαν απάντησιν. Παλιν ο αρχιερεύς τον ερωτούσε και του έλεγε· Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του ευλογημένου και δοξασμένου Θεού;
62 Ο δε Ιησούς είπε· εγώ είμαι· και θα ιδήτε τον υιόν του ανθρώπου να κάθεται εις τα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού και να έρχεται πάλιν επάνω εις τας νεφέλας του ουρανού. (Προαναγγέλλει την ένδοξον δευτέραν του παρουσίαν, δια να τους δώση ευκαιρίαν μήπως και συναισθανθούν το βάρος του εγκλήματός των και μετανοήσουν).
63 Ο δε αρχιερεύς έσχισε τα ρούχα του δια την ύβριν τάχα εναντίον του Θεού που ήκουσε και είπε· τι μας χρειάζονται πλέον οι μάρτυρες; 64 Ηκούσατε βέβαια την βλασφημίαν· τι γνώμην έχετε; Αυτοί δε όλοι μ’ ένα στόμα κατεδίκασαν αυτόν, ότι είναι ένοχος θανάτου δια την βλασφημίαν, που εξεστόμισε.
65 Και ήρχισαν μερικοί να τον φτύνουν, να του σκεπάζουν ολόγυρα το πρόσωπόν του, ώστε να μη βλέπη, να καταφέρουν ισχυρά ραπίσματα και γρονθοκοπήματα και να του λέγουν· προφήτεψέ μας ποιός είναι εκείνος που σε εκτύπησε. Και οι υπηρέται εκτυπούσαν αυτόν με ραπίσματα.
66 Ενώ δε ο Πετρος ευρίσκετο κάτω εις την αυλήν, ήλθε μία από τας υπηρετρίας του αρχιερέως 67 και όταν είδε τον Πετρον να ζεσταίνεται, τον εκύτταξε με πολλήν προσοχήν και του είπε· και συ ήσουν μαζή με τον Ιησούν τον Ναζαρηνόν. 68 Εκείνος όμως ηρνήθη λέγων· δεν γνωρίζω ούτε ενοω τι λέγεις. Και εβγήκε έξω στο προαύλιον και ο πετεινός ελάλησε.
69 Και η υπηρέτρια, όταν τον ξαναείδε, ήρχισε να λέγη εις αυτούς που έστεκαν εκεί, ότι αυτός είναι από εκείνους. 70 Ο δε Πετρος πάλιν ηρνήθη. Και έπειτα από ολίγον πάλιν οι παριστάμενοι έλεγαν στον Πετρον· πράγματι είσαι από αυτούς, διότι είσαι Γαλιλαίος, και η προφορά σου ομοιάζει με την προφοράν των Γαλιλαίων.
71 Αυτός δε ήρχισε να καταριέται και να ορκίζεται, ότι δεν ξεύρω τον άνθρωπον αυτόν, που λέτε. 72 Και δευτέραν φοράν ο πετεινός ελάλησε. Και εθυμήθηκε ο Πετρος τον λόγον, που του είχε πη ο Ιησούς, ότι πριν ο πετεινός λαλήση δύο φορές, θα με απαρνηθής τρεις φορές. Και εκάλυψε το πρόσωπον και ήρχισε να κλαίη. (Η βαθεία συναίσθησις του βαρέος σφάλματός του, η συγκλονιστική του λύπη, τα θερμά δάκρυα της μετανοίας τον επανέφεραν και πάλιν ψυχικώς πλησίον του Διδασκάλου και το έκαμαν άξιον να δεχθή την συγχώρησιν και την εξάλειψιν της μεγάλης του ενοχής).
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ/ 1 – 1
1 Και αμέσως το πρωϊ έκαμαν την επίσημον νομικήν συνεδρίασιν οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και όλους τους συνέδρους και αφού κατεδίκασαν τον Ιησούν, τον έδεσαν, τον έφεραν και τον παρέδωσαν ως εγκληματίαν άξιον θανάτου στον Πιλάτον.