Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ / 5 – 14 – 5 επάρας ούν ο Ιησούς τούς οφθαλμούς καί θεασάμενος ότι πολύς όχλος έρχεται πρός αυτόν, λέγει πρός τόν Φίλιππον Πόθεν αγοράσωμεν άρτους ίνα φάγωσιν ούτοι; 6 τούτο δέ έλεγε πειράζων αυτόν αυτός γάρ ήδει τί έμελλε ποιείν.
7 απεκρίθη αυτώ ο Φίλιππος Διακοσίων δηναρίων άρτοι ουκ αρκούσιν αυτοίς ίνα έκαστος αυτών βραχύ τι λάβη. 8 λέγει αυτώ είς εκ τών μαθητών αυτού, Ανδρέας ο αδελφός Σίμωνος Πέτρου 9 Έστι παιδάριον έν ώδε ός έχει πέντε άρτους κριθίνους καί δύο οψάρια αλλά ταύτα τί εστιν εις τοσούτους; 10 είπεν δέ ο Ιησούς Ποιήσατε τούς ανθρώπους αναπεσείν ήν δέ χόρτος πολύς εν τώ τόπω. ανέπεσον ούν οι άνδρες τόν αριθμόν ωσεί πεντακισχίλιοι.
11 έλαβε δέ τούς άρτους ο Ιησούς καί ευχαριστήσας διέδωκε τοίς μαθηταίς, οι δέ μαθηταί τοίς ανακειμένοις ομοίως καί εκ τών οψαρίων όσον ήθελον. 12 ως δέ ενεπλήσθησαν, λέγει τοίς μαθηταίς αυτού Συναγάγετε τά περισσεύσαντα κλάσματα, ίνα μή τι απόληται.
13 συνήγαγον ούν καί εγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων εκ τών πέντε άρτων τών κριθίνων ά επερίσσευσε τοίς βεβρωκόσιν. 14 Οι ούν άνθρωποι, ιδόντες ό εποίησε σημείον ο Ιησούς, έλεγον ότι ούτός εστιν αληθώς ο προφήτης ο ερχόμενος εις τόν κόσμον.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ / 5 – 14
5 Ενώ λοιπόν ήτο απησχολημένος καί εδίδασκε τούς μαθητάς του, εσήκωσεν ο Ιησούς τά μάτια του καί όταν παρετήρησεν, ότι έρχεται πρός αυτόν πολύς λαός, λέγει πρός τόν Φίλιππον, πού κατήγετο από τήν περιφέρειαν εκείνην Από ποίον μέρος καί μέ τί χρήματα θά αγοράσωμεν ψωμιά, διά νά φάγουν οι άνθρωποι αυτοί; 6 Έλεγε δέ τούτο ο Κύριος δοκιμάζων τήν πίστιν τού Φιλίππου, καί όχι επειδή ευρίσκετο πραγματικώς εις απορίαν περί τού τί νά κάμη. Διότι ο Κύριος είχε λάβει πλέον τάς άποφάσεις του καί εγνώριζε τί έμελλε νά κάμη.
7 Απεκρίθη εις αυτόν ο Φίλιππος ψωμιά αξίας διακοσίων δηναρίων δέν φθάνουν εις αυτούς, όχι διά νά χορτασθούν, αλλά διά νά πάρη ο καθένας των ένα μικρό κομμάτι. 8 Λέγει εις αυτόν ένας από τούς μαθητάς του, ο Ανδρέας ο αδελφός τού Σίμωνος Πέτρου 9 Υπάρχει εδώ κάποιος νέος, πού έχει πέντε ψωμιά κρίθινα καί δύο ψάρια. Αλλά τί είναι αυτά τά ολίγα διά τόσον πολύν λαόν; 10 Άλλ ο Ιησούς είπε τότε Βάλετε τούς ανθρώπους νά καθήσουν κάτω. Ήτο δέ τήν εποχήν εκείνην χόρτος πολύς φυτρωμένος εις τόν τόπον. Εκάθησαν λοιπόν κάτω πρώτον οι άνδρες, τών οποίων ο αριθμός έφθανε περίπου τάς πέντε χιλιάδας.
11 Επήρε δέ ο Ιησούς εις τάς χείρας του τούς άρτους καί αφού ηυχαρίστησε τόν Θεόν, ο οποίος μάς παρέχει όλα τά αγαθά, διεμοίρασεν εις τούς μαθητάς, οι δέ μαθηταί διένειμαν τά κομμάτια εις τούς ανθρώπους, πού εκάθηντο ομοίως εμοίρασαν καί από τά ψάρια, όσον ήθελεν ο καθένας διά νά χορτάση.
12 Αφού δέ εχορτάσθησαν όλοι, λέγει ο Ιησούς εις τούς μαθητάς του Μαζεύσατε τά κομμάτια, πού επερίσσευσαν, ώστε νά μή χαθή τίποτε. 13 Εμάζευσαν λοιπόν καί εγέμισαν δώδεκα κοφίνια μέ κομμάτια από τά πέντε κριθαρένια ψωμιά, τά οποία είχαν περισσεύσει εις εκείνους, πού είχαν φάγει.
14 Οι άνθρωποι λοιπόν, όταν είδαν τό θαύμα αύτό, πού έκαμεν ο Ιησούς, έλεγαν ότι Αυτός είναι πραγματικώς ο προφήτης, ο οποίος σύμφωνα μέ τήν εις τό Δευτερονόμιον προφητείαν τού Μωϋσέως πρόκειται νά έλθη εις τόν κόσμον.