Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΒ´ 19 – 36 – 19 οι ούν Φαρισαίοι είπον προς εαυτούς· Θεωρείτε ότι ουκ ωφελείτε ουδέν; ίδε ο κόσμος οπίσω αυτού απήλθεν.
20 Ήσαν δε τινες Έλληνες εκ των αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή. 21 ούτοι ούν προσήλθον Φιλίππω τώ από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και ηρώτων αυτόν λέγοντες· Κύριε, θέλομεν τον Ιησούν ιδείν. 22 έρχεται Φίλιππος και λέγει τώ Ανδρέα, και πάλιν Ανδρέας και Φίλιππος και λέγουσι τώ Ιησού· 23 ο δε Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς λέγων· Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου.
24 αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει. 25 ο φιλών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τώ κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν. 26 εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω, και όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται· και εάν τις εμοί διακονή, τιμήσει αυτόν ο πατήρ. 27 Νύν η ψυχή μου τετάρακται, και τί είπω; Πάτερ, σώσόν με εκ της ώρας ταύτης. αλλά διά τούτο ήλθον εις την ώραν ταύτην.
28 πάτερ, δόξασόν σου το όνομα. ήλθεν ούν φωνή εκ του ουρανού· Και εδόξασα και πάλιν δοξάσω. 29 ο ούν όχλος ο εστώς και ακούσας έλεγε βροντήν γεγονέναι· άλλοι έλεγον· Άγγελος αυτώ λελάληκεν. 30 απεκρίθη ο Ιησούς και είπεν· Ου δι’ εμέ αύτη η φωνή γέγονεν, αλλά δι’ υμάς. 31 νύν κρίσις εστί του κόσμου τούτου, νύν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω·
32 καγώ εάν υψωθώ εκ της γής, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν. 33 τούτο δε έλεγεν σημαίνων ποίω θανάτω ήμελλεν αποθνήσκειν. 34 απεκρίθη αυτώ ο όχλος· Ημείς ηκούσαμεν εκ του νόμου ότι ο Χριστός μένει εις τον αιώνα, και πως σύ λέγεις, δεί υψωθήναι τον υιόν του ανθρώπου; τίς εστιν ούτος ο υιός του ανθρώπου;
35 είπεν ούν αυτοίς ο Ιησούς· Έτι μικρόν χρόνον το φως μεθ’ υμών εστι· περιπατείτε έως το φως έχετε, ίνα μη σκοτία υμάς καταλάβη· και ο περιπατών εν τη σκοτία ουκ οίδεν που υπάγει. 36 έως το φως έχετε, πιστεύετε εις το φως ίνα υιοί φωτός γένησθε. Ταύτα ελάλησεν Ιησούς, και απελθών εκρύβη απ’ αυτών.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΒ´ 19 – 36
19 Ύστερα λοιπόν από τον ενθουσιασμόν αυτόν του λαού είπαν οι Φαρισαίοι μεταξύ τους· Βλέπετε, ότι δεν κερδίζετε τίποτε με το να περιμένετε και να αναβάλλετε την σύλληψίν του; Ιδού τώρα, ότι όλος ο λαός μας εγκατέλειψε και ηκολούθησεν αυτόν. 20 Ήσαν δε τότε μερικοί Έλληνες προσήλυτοι από εκείνους, που συνήθως ανέβαινον εις τα Ιεροσόλυμα διά να προσκυνήσουν κατά την εορτήν του Πάσχα. 21 Αυτοί λοιπόν ήλθαν προς τον Φίλιππον, που ήτο από την Βηθσαϊδά της Γαληλαίας, και τον παρεκάλουν λέγοντες· Κύριε, θέλομεν να ίδωμεν ιδιαιτέρως τον Ιησούν και να συνομιλήσωμεν μετ’ αυτού.
22 Επειδή δε ο Φίλιππος εδίσταζε να αναγγείλη τούτο εις τον Διδάσκαλον, ήλθε και ανεκοίνωσεν αυτό εις τον συμπολίτην και συμμαθητήν του Ανδρέαν. Και πάλιν ο Ανδρέας και ο Φίλιππος λέγουν εις τον Ιησούν, ότι οι Έλληνες προσήλυτοι θέλουν να τον ίδουν. 23 Ο Ιησούς δε απεκρίθη προς αυτούς και είπεν· Ήλθεν η ώρα η ωρισμένη κατά το προκαθωρισμένον σχέδιον του Θεού διά να δοξασθή ο υιός του ανθρώπου διά του θανάτου του και της αναλήψεώς του, οπότε και θα αναγνωρισθή ως Μεσσίας και υπό των εθνικών.
24 Εν πάση αληθεία σας λέγω, εάν το μικρό σπυρί του σιταριού δεν πέση εις την γην και δεν σαπίση μέσα εις το χώμα, μένει μοναχό του και δεν πολλαπλασιάζεται. Εάν όμως διά της σποράς του εις την γην αποθάνη και ταφή, βγάζει πολύν καρπόν. Έτσι και εγώ εάν αποθάνω, καθώς ο Πατήρ μου ώρισε, θα καρποφορήσω την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους. 25 Εκείνος, που αγαπά την ζωήν του και αποφεύγει τον θάνατον, τον οποίον του επιβάλλει το καθήκον, θα την χάση εν τη αιωνία βασιλεία· και εκείνος, ο οποίος διά το καθήκον περιφρονεί και μισεί την ζωήν του εις τον κόσμον αυτόν, θα διατηρήση και θα φυλάξη αυτήν, διά να απολαύση την αιώνιον ζωήν του μέλλοντος.
26 Εάν κανείς με υπηρετή και είναι μαθητής μου, άς με ακολουθή εις την οδόν της αυταπαρνήσεως μιμούμενος το παράδειγμά μου. Και όπου είμαι εγώ, τώρα μέν κακοπαθών και θυσιαζόμενος, εις το μέλλον όμως δοξαζόμενος εις τους ουρανούς, εκεί θα είναι και ο ιδικός μου διάκονος. Πρέπει λοιπόν και αυτός να είναι πρόθυμος εις θυσίας εδώ, διά να δοξάζεται μαζί μου εις το μέλλον. Και εάν κανείς με υπηρετή, θα τον τιμήση και θα τον δοξάση εν τώ αιωνίω μέλλοντι ο Πατήρ.
27 Τώρα, όταν η ώρα του θανάτου μου επλησίασεν, η ψυχή μου έχει ταραχθή εκ της αγωνίας, την οποίαν φυσικώς δοκιμάζει ο άνθρωπος, όταν αντιμετωπίζη τον θάνατον. Και τί να είπω; Πάτερ μου, σώσε με και απάλλαξέ με από την σκληράν αυτήν ώραν του μαρτυρικού μου θανάτου. Αλλά έφθασα μετ’ εγκαρτερήσεως και αυταπαρνήσεως μέχρι της ώρας αυτής, ακριβώς δι’ αυτό, διά να υποστώ τουτέστι τον θάνατον αυτόν και αυτό υπήρξεν ο όλος σκοπός της ζωής μου. Θα είπω λοιπόν τούτο: 28 Πάτερ, ο,τιδήποτε και αν πρόκειται να πάθω εγώ, φέρε σύ εις αίσιον πέρας το έργον της σωτηρίας και απολυτρώσεως των ανθρώπων και δόξασε ούτω το όνομά σου. Εις απάντησιν λοιπόν της επικλήσεως αυτής του Ιησού ήλθε φωνή από τον ουρανόν, η οποία έλεγε· Και εδόξασα το όνομά μου διά της μέχρι τούδε εν μέσω του Ισραήλ δράσεώς σου και πάλιν θα δοξάσω αυτό διά του ενδόξου παθήματος και της αναστάσεώς σου και διά της εξαπλώσεως του ευαγγελίου εις τα έθνη.
29 Κατόπιν λοιπόν της φωνής αυτής ο πολύς λαός, που εστέκετο εκεί και ήκουσαν τον ήχον της, χωρίς να ξεχωρίσουν και τους λόγους της, έλεγαν ότι έγινε βροντή· άλλοι έλεγαν, ότι άγγελος ωμίλησεν εις αυτόν. 30 Απεκρίθη ο Ιησούς και είπε· Δεν έγινε η φωνή αυτή δι’ εμέ, ο οποίος γνωρίζω την προς εμέ αγάπην του Πατρός μου, αλλά διά σάς, διά να πληροφορηθήτε ότι απεστάλην από τον Θεόν. 31 Τώρα, που θα με ίδουν οι άνθρωποι περιφρονημένον και σταυρωμένον, θα κριθή ο κόσμος αυτός και θα χωρισθούν οι πιστοί από τους απίστους. Τώρα ο άρχων του κόσμου τούτου, ο σατανάς, θα πεταχθή έξω από το κράτος του και θα χάση την εξουσίαν του.
32 Τουναντίον δε εγώ, εάν υψωθώ διά του σταυρού από την γην και αναληφθώ εις τους ουρανούς, θα αποσπάσω από την δουλείαν του διαβόλου και θα ελκύσω προς τον εαυτόν μου όλους, όχι μόνον τους Ιουδαίους, αλλά και τους Έλληνας, όσοι θα πιστεύσουν εις εμέ. 33 Έλεγε δε τους περί της υψώσεώς του εκ της γης λόγους τούτους υποδεικνύων συνεσκιασμένως με ποίον είδος θανάτου έμελλε να αποθάνη. 34 Απεκρίθη εις αυτόν το πλήθος του λαού· Ημείς έχομεν ακούσει από την ανάγνωσιν του νόμου, που γίνεται εις τας συναγωγάς, ότι ο Χριστός μένει εις τον αιώνα και δεν αποθνήσκει ποτέ. Και πως σύ λέγεις, ότι πρέπει να υψωθή επί του σταυρού και να αποθάνη ο υιός του ανθρώπου; Ποίος είναι αυτός ο υιός του ανθρώπου, περί του οποίου ομιλείς;
35 Κατόπιν λοιπόν της ερωτήσεώς των αυτής είπε προς αυτούς ο Ιησούς· Ολίγον χρόνον ακόμη έχετε μαζί σας εμέ, ο οποίος είμαι το φως του κόσμου. Εφ’ όσον λοιπόν έχετε το φως μεταξύ σας, περιπατείτε υπό την οδηγίαν του και τον φωτισμόν του, διά να μη σας κατακυριεύση το σκότος της αμαρτίας και της πλάνης. Διότι εκείνος, που περιπατεί εις το σκότος, δεν ξεύρει που πηγαίνει.
36 Έως ότου έχετε μεταξύ σας εμέ, που είμαι το φως, πιστεύετε εις το φως και αναγνωρίσατε, ότι εγώ είμαι το φως, διά να γίνετε παιδιά του φωτός, ολόκληροι φωτισμένοι από το φως της αληθείας και της αγιότητος. Αυτά ελάλησεν ο Ιησούς και αναχωρήσας από το ιερόν και τα Ιεροσόλυμα εκρύβη από αυτούς, διά να μη ερεθίζωνται από την παρουσίαν του περισσότερον.