Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 1 – 20 – 1 Και ήλθον εις το πέραν της θαλάσσης εις την χώραν των Γεργεσηνών. 2 και εξελθόντος αυτού εκ του πλοίου ευθέως απήντησεν αυτώ εκ των μνημείων άνθρωπος εν πνεύματι ακαθάρτω,
3 ός την κατοίκησιν είχεν εν τοις μνήμασι, και ούτε αλύσεσιν ουδείς ηδύνατο αυτόν δήσαι, 4 διά το αυτόν πολλάκις πέδαις και αλύσεσι δεδέσθαι, και διεσπάσθαι υπ’ αυτού τας αλύσεις και τας πέδας συντετρίφθαι, και ουδείς ίσχυεν αυτόν δαμάσαι·
5 και διά παντός νυκτός και ημέρας εν τοις μνήμασι και εν τοις όρεσιν ην κράζων και κατακόπτων εαυτόν λίθοις. 6 ιδών δε τον Ιησούν από μακρόθεν έδραμε και προσεκύνησεν αυτόν, 7 και κράξας φωνή μεγάλη λέγει· Τί εμοί και σοί, Ιησού, υιέ του Θεού του υψίστου; ορκίζω σε τον Θεόν, μή με βασανίσης. 8 έλεγε γάρ αυτώ· Έξελθε το πνεύμα το ακάθαρτον εκ του ανθρώπου.
9 και επηρώτα αυτόν· Τί όνομά σοι; και απεκρίθη λέγων· Λεγεών όνομά μοι, ότι πολλοί εσμεν. 10 και παρεκάλει αυτόν πολλά ίνα μη αποστείλη αυτούς έξω της χώρας. 11 ην δε εκεί αγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη προς τώ όρει·
12 και παρεκάλεσαν αυτόν πάντες οι δαίμονες λέγοντες· Πέμψον ημάς εις τους χοίρους, ίνα εις αυτούς εισέλθωμεν. 13 και επέτρεψεν αυτοίς ευθέως ο Ιησούς. και εξελθόντα τα πνεύματα τα ακάθαρτα εισήλθον εις τους χοίρους· και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την θάλασσαν· ήσαν δε ως δισχίλιοι και επνίγοντο εν τη θαλάσση.
14 και οι βόσκοντες τους χοίρους έφυγον και απήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς· και εξήλθον ιδείν τί εστι το γεγονός. 15 και έρχονται προς τον Ιησούν, και θεωρούσι τον δαιμονιζόμενον καθήμενον και ιματισμένον και σωφρονούντα, τον εσχηκότα τον λεγεώνα, και εφοβήθησαν.
16 και διηγήσαντο αυτοίς οι ιδόντες πως εγένετο τώ δαιμονιζομένω και περί των χοίρων. 17 και ήρξαντο παρακαλείν αυτόν απελθείν από των ορίων αυτών. 18 και εμβαίνοντος αυτού εις το πλοίον παρεκάλει αυτόν ο δαιμονισθείς ίνα μετ’ αυτού ή.
19 και ουκ αφήκεν αυτόν, αλλά λέγει αυτώ· Ύπαγε εις τον οίκόν σου προς τους σούς και ανάγγειλον αυτοίς όσα σοι ο Κύριος πεποίηκε και ηλέησέ σε. 20 και απήλθε και ήρξατο κηρύσσειν εν τη Δεκαπόλει όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς, και πάντες εθαύμαζον.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ε´ 1 – 20
1 Και ήλθον εις το απέναντι μέρος της λίμνης, εις την χώραν των Γεργεσηνών. 2 Και όταν ο Ιησούς εβγήκεν από το πλοίον, αμέσως τον συνήντησε κάποιος άνθρωπος, που ήρχετο από τα μνημεία και είχε πνεύμα ακάθαρτον.
3 Αυτός την κατοικίαν του είχε μέσα εις τα μνήματα και ούτε με αλύσεις σιδηράς δεν ημπορούσε κανείς να τον δέση, 4 διότι αυτός πολλάς φοράς είχε δεθή με σιδηρά δεσμά εις τα πόδια και με αλυσίδας εις τα χέρια και είχαν διασπασθή από αυτόν αι αλυσίδες και είχαν συντριβή τα δεσμά των ποδιών και κανείς δεν είχε την δύναμιν να τον δαμάση.
5 Και πάντοτε νύκτα και ημέραν εις τα μνήματα και εις τα όρη εξηκολούθει να φωνάζη δυνατά και να κατακόπτη και καταπληγώνη τον εαυτόν του με λιθάρια. 6 Όταν δε είδε τον Ιησούν από μακρυά, έτρεξε και τον προσεκύνησε.
7 Και αφού εφώναξε με μεγάλην φωνήν, είπε· Ποία σχέσις υπάρχει μεταξύ εμού και σου και τι ζητείς από εμέ, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε εξορκίζω εν ονόματι του Θεού, ο οποίος με αφήκεν ελεύθερον κατά την περίοδον του παρόντος αιώνος, να μη με βασανίσης και μη με διώξης απ’ εδώ, που έχω ευχάριστον διαμονήν.
8 Του είπε δε μη με βασανίσης, διότι ο Κύριος έλεγεν εις αυτόν· Έβγα, σύ το πνεύμα το ακάθαρτον, από τον άνθρωπον.
9 Και τον ηρώτα ο Ιησούς· Ποίον είναι το όνομά σου; Και απεκρίθη και είπε· Λεγεών, δηλαδή σύνταγμα στρατιωτών, είναι το όνομά μου. Και έχω αυτό το όνομα, διότι εδώ μέσα είμεθα πολλοί.
10 Και παρεκάλει τον Ιησούν πολύ να μη τους στείλη έξω από την χώραν εκείνην. 11 Ήτο δε εκεί πλησίον του όρους ένα μεγάλο κοπάδι χοίρων, που έβοσκε.
12 Και τον παρεκάλεσαν όλοι οι δαίμονες και του είπαν· Στείλε μας εις τους χοίρους, διά να έμβωμεν εις αυτούς.
13 Και επειδή αυτοί, που έτρεφαν τους χοίρους, έπραττον τούτο παρά τον μωσαϊκόν νόμον, που απηγόρευεν ως ακάθαρτον το χοιρινόν κρέας και συνεπώς ευρίσκοντο εν τη παραβάσει και αμαρτία, ο Ιησούς έδωκεν αμέσως την άδειαν εις τα δαιμόνια. Και αφού εβγήκαν από τον άνθρωπον τα πνεύματα τα ακάθαρτα, εμβήκαν μέσα εις τους χοίρους. Και έτρεξεν ασυγκράτητα και με μανίαν το κοπάδι από το επάνω μέρος του κρημνού προς τα κάτω εις την θάλασσαν. Ήσαν δε περίπου δύο χιλιάδες οι χοίροι, και επνίγοντο μέσα εις την θάλασσαν.
14 Αυτοί δέ, που έβοσκαν τους χοίρους, έφυγαν. Και ανήγγειλαν το συμβάν εις τους κατοίκους της πόλεως και εις αυτούς που έμεναν εις τα χωράφια. Και εβγήκαν οι κάτοικοι να ίδουν, τι είναι αυτό που συνέβη. 15 Και ήλθαν προς τον Ιησούν και είδαν τον δαιμονιζόμενον να κάθηται ενδεδυμένος και με σωστά τα μυαλά του, αυτόν που είχε προτήτερα την λεγεώνα. Και εφοβήθησαν έξ αιτίας της παρουσίας του θαυματουργού αυτού, που τον ησθάνοντο πολύ ανώτερόν τους.
16 Και τους διηγήθησαν εκείνοι, που είδαν τα συμβάντα, τί συνέβη εις τον δαιμονιζόμενον και διά τους χοίρους πως επνίγησαν.
17 Και επειδή εφοβούντο, μήπως πάθουν και άλλο μεγαλύτερον κακόν, ήρχισαν να τον παρακαλούν να φύγη από τα σύνορά των. 18 Και όταν ο Ιησούς εμβήκεν εις το πλοίον διά να φύγη, τον παρεκάλει εκείνος που προτήτερα είχε δαιμονισθή, να τον ακολουθήση διά να μένη μαζί του.
19 Ο Ιησούς όμως δεν τον άφήκεν, αλλ’ είπεν εις αυτόν· Πήγαινε εις το σπίτι σου προς τους ιδικούς σου και διηγήσου εις αυτούς όσα σου έχει κάμει ο Κύριος και πόσον σε ηλέησε ελευθερώσας σε από πλήθος πολύ δαιμόνων.
20 Και έφυγεν εκείνος, και ήρχισε να διακηρύττη εις τας δέκα ελληνικάς πόλεις, που είχαν κτισθή προς ανατολάς του Ιορδάνου, τα όσα του έκαμεν ο Ιησούς και όλοι, όσοι τα ήκουον, εθαύμαζον.