Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 17 – 28 – 17 Και εκπορευομένου αυτού εις οδόν προσδραμών είς και γονυπετήσας αυτόν επηρώτα αυτόν· Διδάσκαλε αγαθέ, τί ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;
18 ο δε Ιησούς είπεν αυτώ· Τί με λέγεις αγαθόν; ουδείς αγαθός ει μη είς ο Θεός.
19 τας εντολάς οίδας· μη μοιχεύσης, μη φονεύσης, μη κλέψης, μη ψευδομαρτυρήσης, μη αποστερήσης, τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα. 20 ο δε αποκριθείς είπεν αυτώ· Διδάσκαλε, ταύτα πάντα εφυλαξάμην εκ νεότητός μου.
21 ο δε Ιησούς εμβλέψας αυτώ ηγάπησεν αυτόν και είπεν αυτώ· Εν σοι υστερεί· ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, όσα έχεις πώλησον και δός πτωχοίς, και έξεις θησαυρόν εν ουρανώ, και δεύρο ακολούθει μοι, άρας τον σταυρόν σου.
22 ο δε στυγνάσας επί τώ λόγω απήλθε λυπούμενος· ην γάρ έχων κτήματα πολλά. 23 και περιβλεψάμενος ο Ιησούς λέγει τοις μαθηταίς αυτού· Πως δυσκόλως οι τα χρήματα έχοντες εις την βασιλείαν του Θεού εισελεύσονται!
24 οι δε μαθηταί εθαμβούντο επί τοις λόγοις αυτού. ο δε Ιησούς πάλιν αποκριθείς λέγει αυτοίς· Τέκνα, πως δύσκολόν εστι τους πεποιθότας επί χρήμασιν εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν· 25 ευκοπώτερόν εστι κάμηλον διά τρυμαλιάς ῥαφίδος εισελθείν η πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν.
26 οι δε περισσώς εξεπλήσσοντο λέγοντες προς εαυτούς· Και τίς δύναται σωθήναι;
27 εμβλέψας αυτοίς ο Ιησούς λέγει· Παρά ανθρώποις αδύνατον, αλλ’ ου παρά Θεώ· πάντα γάρ δυνατά εστι παρά τώ Θεώ. 28 Ήρξατο ο Πέτρος λέγειν αυτώ· Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήκαμέν σοι.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 17 – 28
17 Και ενώ έβγαινεν ο Ιησούς από το σπίτι εις τον δρόμον, έτρεξε προς αυτόν ένας και αφού εγονάτισεν εμπρός του, τον ηρώτα· Διδάσκαλε αγαθέ, τι να κάμω διά να κληρονομήσω ζωήν αιώνιον; 18 Ο δε Ιησούς του είπεν· Αφού απευθύνεσαι προς εμέ με την ιδέαν ότι είμαι άνθρωπος απλούς, διατί με αποκαλείς αγαθόν; Κανείς δεν είναι καθ’ αυτό και εξ εαυτού αγαθός παρά μόνον ένας, ο Θεός.
19 Γνωρίζεις τας εντολάς· Να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, να μη στερήσης τον άλλον από εκείνο, που του ανήκει, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου. 20 Αυτός δε απεκρίθη και του είπε· Διδάσκαλε,όλα αυτά τα εφύλαξα από τα χρόνια που ήμην νέος.
21 Ο δε Ιησούς αφού τον παρετήρησε με πολύ ενδιαφέρον, τον συνεπάθησε και του είπεν· Ένα σου λείπει· εάν θέλης να είσαι τέλειος, πήγαινε και πώλησε όσα έχεις και δός τα εις τους πτωχούς, και θα έχης θησαυρόν και πλούτη εις τον ουρανόν και έλα να με ακολουθήσης, αφού λάβης την απόφασιν να υποστής ακόμη και σταυρικόν θάνατον διά την εμμονήν εις το καθήκον.
22 Αυτός όμως εσκυθρώπασε διά τον λόγον αυτόν που ήκουσε, και έφυγε λυπημένος· διότι είχε πολλά κτήματα και η καρδία του ήτο δεμένη εις αυτά, δι’ αυτό δε του εφάνη βαρύ και αδύνατον το πράγμα.
23 Και ο Ιησούς αφού εκύτταξε τριγύρω του διά να διεγείρη την προσοχήν εκείνων, που ευρίσκοντο εκεί, λέγει εις τους μαθητάς του· Πόσον δύσκολα αυτοί, που έχουν τα χρήματα, θα έμβουν εις την βασιλείαν του Θεού!
24 Οι δε μαθηταί έμεναν κατάπληκτοι διά τους λόγους αυτούς. Αλλ’ ο Ιησούς έλαβε πάλιν τον λόγον και τους είπε· Παιδιά μου, πόσον δύσκολον είναι να έμβη εις την βασιλείαν του Θεού εκείνος, που έχει στηρίξει την πεποίθησίν του εις τα χρήματα και από αυτά μόνα εξαρτά την συντήρησίν του και την ευδαιμονίαν του.
25 Είναι ευκολώτερον μία γκαμήλα να περάση από την μικράν τρύπαν, που ανοίγει η βελόνα, παρά ένας πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού.
26 Αυτοί δε υπερβολικά ηπόρουν και εθαύμαζαν και έλεγαν μεταξύ τους· Και ποίος ημπορεί να σωθή, αφού είναι μέχρι του αδυνάτου δύσκολον να σωθούν οι πλούσιοι;
27 Αφού δε τους εκύτταξεν εκφραστικά ο Ιησούς είπεν· Εις τους ανθρώπους τούτο είναι αδύνατον, αλλ’ όχι και εις τον Θεόν· διότι εις τον Θεόν είναι όλα δυνατά και αφού διά της χάριτός του ενισχύει τους καλοδιαθέτους πλουσίους, καθιστά λοιπόν και εις αυτούς δυνατήν την σωτηρίαν.
28 Και ο Πέτρος εξ αφορμής της προτροπής του Ιησού προς τον πλούσιον ήρχισε να του λέγη· Ιδού, ημείς έχομεν αφήσει όλα και σε ηκολουθήσαμεν.