Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι/ 1 – 9 – 1 Έλεγε δέ καί πρός τούς μαθητάς αυτού Άνθρωπός τις ήν πλούσιος, ός είχεν οικονόμον, καί ούτος διεβλήθη αυτώ ως διασκορπίζων τά υπάρχοντα αυτού.
2 καί φωνήσας αυτόν είπεν αυτώ τί τούτο ακούω περί σού; απόδος τόν λόγον τής οικονομίας σου ου γάρ δύνη έτι οικονομείν. 3 είπε δέ εν εαυτώ ο οικονόμος τί ποιήσω, ότι ο κύριός μου αφαιρείται τήν οικονομίαν απ εμού; σκάπτειν ουκ ισχύω, επαιτείν αισχύνομαι 4 έγνων τί ποιήσω, ίνα, όταν μετασταθώ εκ τής οικονομίας, δέξωνταί με εις τούς οίκους εαυτών. 5 καί προσκαλεσάμενος ένα έκαστον τών χρεοφειλετών τού κυρίου έλεγε τώ πρώτω πόσον οφείλεις σύ τώ κυρίω μου;
6 ο δέ είπεν εκατόν βάτους ελαίου. καί είπεν αυτώ δέξαι σου τό γράμμα καί καθίσας ταχέως γράψον πεντήκοντα. 7 έπειτα ετέρω είπε σύ δέ πόσον οφείλεις; ο δέ είπεν εκατόν κόρους σίτου. καί λέγει αυτώ δέξαι σου τό γράμμα καί γράψον ογδοήκοντα.
8 καί επήνεσεν ο κύριος τόν οικονόμον τής αδικίας, ότι φρονίμως εποίησεν ότι οι υιοί τού αιώνος τούτου φρονιμώτεροι υπέρ τούς υιούς τού φωτός εις τήν γενεάν τήν εαυτών εισι. 9 καγώ υμίν λέγω ποιήσατε εαυτοίς φίλους εκ τού μαμωνά τής αδικίας, ίνα, όταν εκλίπητε, δέξωνται υμάς εις τάς αιωνίους σκηνάς.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ι/ 1 – 9
1 Ελεγε δε προς τους μαθητάς του και άλλην παραβολήν, δια να καταδικάση την φιλαργυρίαν, από την οποία εκυριαρχούντο οι Φαρισαίοι· ένας άνθρωπος, είπε, ήτο πλούσιος και είχε διαχειριστήν εις την περιουσίαν του. Και αυτός ο διαχειριστής κατηγορήθηκε στον κύριον, ότι του διασκορπίζει και σπαταλά την περιουσίαν του.
2 Και ο κύριος τον εφώναξε και του είπε· Τι είναι αυτό που ακούω εναντίον σου; Δος μου λογαριασμόν της διαχειρίσεώς σου, διότι δεν ημπορείς πλέον να είσαι διαχειριστής μου. 3 Είπε δε από μέσα του ο οικονόμος· Τι να κάμω τώρα, που μου αφαιρεί ο κύριός μου την διαχείρισιν; Να σκάπτω δεν ημπορώ, να ζητιανεύω εντρέπομαι.
4 Ευρήκα τι θα κάμω, ώστε όταν θα με διώξουν από την διαχείρισιν και από το σπίτι του κυρίου μου, να με δεχθούν άλλοι γνωστοί μου άνθρωποι εις τα σπίτια των. 5 Και αφού επροσκάλεσε καθένα από τους χρεωφειλέτας του κυρίου του χωριστά, είπε στον πρώτον· Ποσα χρεωστάς συ στον κύριόν μου; 6 Εκείνος δε απήντησεν· Τρισήμισυ περίπου χιλιάδες κιλά λάδι. Και του είπε ο διαχειριστής· Παρε το γραμμάτιόν σου, κάθισε και γράψε γρήγορα ότι χρεωστάς τα μισά.
7 Επειτα δε είπε εις άλλον· Συ πόσα χρεωστάς; Εκείνος δε απήντησε· τεσσερεσήμισυ και πλέον χιλιάδες κιλά σιτάρι. Και ο διαχειριστής του είπε· Παρε το γραμμάτιόν σου και γράψε ότι χρεωστάς τρισήμισυ χιλιάδες κιλά.
8 Και ο κύριος επήνεσε τον άδικον και αναξιόπιστον αυτόν διαχειριστήν, διότι εις την περίστασιν αυτήν ενήργησε άδικα μεν, αλλά δια τον εαυτόν του συνετά. Και επρόσθεσεν ο Κυριος· οι αμαρτωλοί άνθρωποι του κόσμου τούτου, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά των, αποδεικνύονται εις την γενεάν των συνετώτεροι και προνοητικώτεροι από τα τέκνα του φωτός, από εκείνους που έχουν φωτισθή από την αλήθειαν του Θεού.
9 Και εγώ σας λέγω τούτο· μιμηθήτε στον τρόπον της ενεργείας τον άδικον οικονόμον. Οσοι έχετε μεγάλας περιουσίας, αι οποίαι κατά κανόνα αποκτώνται με αδικίας, αφού μετανοήσετε, κάμετε έργα καλά με τα χρήματα αυτά της αδικίας, αποκτήσατε φίλους με τας αγαθοεργίας σας, ώστε οι φίλοι σας αυτοί να σας υποδεχθούν εις την αιωνίαν ζωήν, όταν φύγετε από τον κόσμον αυτόν.