Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ / 30 – 45 – 30 και συνάγονται οι απόστολοι προς τον Ιησούν, και απήγγειλαν αυτώ πάντα, και όσα εποιήσαν και όσα εδίδαξαν.
31 και είπεν αυτοίς Δεύτε υμείς αυτοί κατ ιδίαν εις έρημον τόπον, και αναπαύεσθε ολίγον ήσαν γαρ οι ερχόμενοι και οι υπάγοντες πολλοί, και ουδέ φαγείν ευκαίρουν. 32 και απήλθον εις έρημον τόπον εν πλοίω κατ ιδίαν. 33 και είδον αυτούς υπάγοντας, και επέγνωσαν αυτούς πολλοί, και πεζή από πασών των πόλεων συνέδραμον εκεί και προήλθον αυτούς και συνήλθον προς αυτόν.
34 και εξελθών ο Ιησούς είδεν πολύν όχλον και εσπλαγχνίσθη επ αυτοίς, ότι ήσαν ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα και ήρξατο διδάσκειν αυτούς πολλά. 35 και ήδη ώρας πολλής γενομένης προσελθόντες αυτώ οι μαθηταί αυτού λέγουσιν ότι Έρημός εστιν ο τόπος και ήδη ώρα πολλή 36 απόλυσον αυτούς, ίνα απελθόντες εις τους κύκλω αγρούς και κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς άρτους τι γαρ φάγωσιν ουκ έχουσιν. 37 ο δε αποκριθείς είπεν αυτοίς Δότε αυτοίς υμείς φαγείν. και λέγουσιν αυτώ Απελθόντες αγοράσωμεν δηναρίων διακοσίων άρτους και δώμεν αυτοίς φαγείν ;
38 ο δε λέγει αυτοίς Πόσους άρτους έχετε ; υπάγετε και ίδετε. και γνόντες λέγουσι Πέντε, και δύο ιχθύας. 39 και επέταξεν αυτοίς ανακλίναι πάντας συμπόσια συμπόσια επί τω χλωρώ χόρτω. 40 και ανέπεσον πρασιαί πρασιαί ανά εκατόν και ανά πεντήκοντα. 41 και λαβών τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησε, και κατέκλασε τους άρτους και εδίδου τοις μαθηταίς ίνα παραθώσιν αυτοίς, και τους δύο ιχθύας εμέρισε πάσι. 42 και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν,
43 και ήραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις, και από των ιχθύων. 44 και ήσαν οι φαγόντες τους άρτους πεντακισχίλιοι άνδρες. 45 και ευθέως ηνάγκασε τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν εις το πέραν προς Βηθσαϊδάν, έως αυτός απολύση τον όχλον
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ / 30 – 45
30 και συναθροίζονται από την περιοδείαν οι Απόστολοι πλησίον του Ιησού και ανέφεραν εις αυτόν όλα, δηλαδή και όσα έργα και θαύματα έκαμαν και όσα εδίδαξαν. 31 και είπεν εις αυτούς Έλθετε ιδιαιτέρως μόνοι σας σεις εις έρημον και ήσυχον τόπον και ξεκουρασθήτε εκεί ολίγον. το συνέστησε δε τούτο, διότι ήσαν πολλοί αυτοί, που ήρχοντο και έφευγαν και δεν ευκαίρουν ο Ιησούς και οι μαθηταί του ούτε να φάγουν.
32 και έφυγαν με το πλοίον εις έρημον τόπον μόνοι αυτοί, χωρίς να είπουν τίποτε εις τα πλήθη του λαού. 33 και όταν ανεχώρουν, τους είδαν και τους ανεγνώρισαν πολλοί. και έτρεξαν μαζί εκεί από όλας τας τριγύρω πόλεις και αφού πεζοί διέτρεξαν τον γύρον της λίμνης και διέβησαν τον Ιορδάνην, κατέφθασαν τους μαθητάς και συνηθροίσθησαν πλησίον του Ιησού.
34 και όταν εβγήκεν ο Ιησούς από το μοναχικόν μέρος που ήτο, είδε πολύν λαόν και τους συνεπάθησε πολύ, διότι ήσαν εγκαταλελειμμένοι και χωρίς πνευματικήν καθοδήγησιν, σαν πρόβατα που δεν έχουν ποιμένα. και ήρχισε να τους διδάσκη δια πολλών. 35 και αφού επέρασε πλέον ώρα πολλή, τον επλησίασαν οι μαθηταί και του είπαν, ότι ο τόπος είναι έρημος και η ώρα είναι πλέον περασμένη. 36 Διαλυσέ τους, δια να υπάγουν εις τας αγροτικάς κατοικίας και τα χωρία, που είναι τριγύρω, και να αγοράσουν ψωμιά δια να φάγουν. Διότι δεν έχουν τι να φάγουν.
37 Εκείνος δε απεκρίθη και είπε Δώσατέ τους σεις να φάγουν. και αυτοί του είπαν να υπάγωμεν ημείς και να αγοράσωμεν ψωμιά αξίας διακοσίων χρυσών δραχμών και να τους δώσωμεν να φάγουν ; που να εύρωμεν το τόσον χρήμα ; 38 Αυτός δε τους είπε Πόσα ψωμιά έχετε ; Πηγαίνετε να ίδετε. και αφού είδαν τι είχαν, είπον Έχομεν πέντε ψωμιά και δύο ψάρια. 39 και τους διέταξε να τους καθίσουν όλους επάνω εις το χλωρόν χορτάρι παρέας παρέας.
40 και εξαπλώθησαν ομάδες κανονικαί, αι οποίαι επάνω εις την πρασινάδα ωμοίαζαν προς φυτευμένα τετράγωνα κήπων. και ήσαν ομάδες από εκατόν και από πεντήκοντα ανθρώπους η κάθε μία. 41 και αφού επήρε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, εσήκωσε τα μάτια του εις τον ουρανόν και ευχαρίστησε και επεκαλέσθη τον Θεόν και ετεμάχισε τα ψωμιά και έδιδεν εις τους μαθητάς του να τα βάλουν εμπρός των, και τα δύο ψάρια τα εμοίρασεν εις όλους. 42 και έφαγαν όλοι και εχόρτασαν. 43 και εσήκωσαν κομμάτια, που επερίσσευσαν, δώδεκα κοφίνια γεμάτα, και από τα ψάρια εμάζευσαν περισσεύματα.
44 και αυτοί, που έφαγαν τους άρτους, ήσαν πέντε χιλιάδες άνδρες. 45 και αμέσως ο Ιησούς δια να μη παρασυρθούν οι μαθηταί από τον ενθουσιασμόν του λαού, που ήθελε να τον ανακηρύξη βασιλέα, τους ηνάγκασε να έμβουν εις το πλοίον κα περάσουν προτήτερα από αυτόν εις το απέναντι μέρος της λίμνης, εις την Βηθσαϊδάν, έως ότου αυτός διαλύση τα πλήθη του λαού.