Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ/ 1 – 9 – 1 Παρήσαν δέ τινες εν αυτώ τώ καιρώ απαγγέλλοντες αυτώ περί τών Γαλιλαίων, ών τό αίμα Πιλάτος έμιξε μετά τών θυσιών αυτών. 2 καί αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτοίς Δοκείτε ότι οι Γαλιλαίοι ούτοι αμαρτωλοί παρά πάντας τούς Γαλιλαίους εγένοντο, ότι τοιαύτα πεπόνθασιν;
3 ουχί, λέγω υμίν, αλλ εάν μή μετανοήτε, πάντες ωσαύτως απολείσθε. 4 ή εκείνοι οι δέκα καί οκτώ, εφ ούς έπεσεν ο πύργος εν τώ Σιλωάμ καί απέκτεινεν αυτούς, δοκείτε ότι ούτοι οφειλέται εγένοντο παρά πάντας τούς ανθρώπους τούς κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ;
5 ουχί, λέγω υμίν, αλλ εάν μή μετανοήσητε, πάντες ομοίως απολείσθε. 6 Έλεγεν δέ ταύτην τήν παραβολήν Συκήν είχέν τις εν τώ αμπελώνι αυτού πεφυτευμένην, καί ήλθε ζητών καρπόν εν αυτή, καί ουχ εύρεν. 7 είπε δέ πρός τόν αμπελουργόν ιδού τρία έτη έρχομαι ζητών καρπόν εν τή συκή ταύτη, καί ουχ ευρίσκω έκκοψον αυτήν ινατί καί τήν γήν καταργεί;
8 ο δέ αποκριθείς είπεν αυτώ κύριε, άφες αυτήν καί τούτο τό έτος, έως ότου σκάψω περί αυτήν καί βάλω κόπρια. 9 κάν μέν ποιήση καρπόν ει δέ μήγε, εις τό μέλλον εκκόψεις αυτήν.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΓ/ 1 – 9
1 Κατά την ώραν δε που ωμιλούσε ο Κυριος, παρουσιάσθησαν μερικοί και του ανήγγειλαν δια τους Γαλιλαίους, των οποίων το αίμα ο Πιλάτος, όταν με τους στρατιώτας του τους έσφαξε μέσα εις την αυλήν του ναού, το ανέμιξε με τας θυσίας, που εκείνοι προσέφεραν την ώραν αυτήν. 2 Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· εκ του γεγονότος ότι έπαθαν αυτά, βγάζετε σστο συμπέρασμα ότι οι Γαλιλαίοι αυτοί υπήρξαν αμαρτωλοί περισσότερον από όλους τους Γαλιλαίους;
3 Οχι σας λέγω· διότι και οι άλλοι Γαλιλαίοι είναι επίσης αμαρτωλοί. Εάν δε δεν μετανοήσετε και σεις όλοι, κατά τον ίδιο τρόπον θα χαθήτε.(Τα ρωμαϊκά στρατεύματα είναι έτοιμα να ορμήσουν και να σας κατασφάξουν). 4 Η νομίζετε ότι οι δέκα οκτώ, επάνω στους οποίους έπεσε ο πύργος του Σιλωάμ και τους εθανάτωσεν, αυτοί υπήρξαν ενώπιον του Θεού αμαρτωλοί και χρεώσται περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, που κατοικούν εις την Ιερουσαλήμ;
5 Οχι σας λέγω· αλλ’ έπαθαν εκείνοι, δια να συνέλθετε σεις. Εάν όμως δεν μετανοήσετε, όλοι κατά τον ίδιον τρόπον θα χαθήτε, διότι θα ταφήτε κάτω από τα ερείπια των πόλεών σας. 6 Ελεγε δε αυτήν την παραβολήν· κάποιος είχε μια συκιά, φυτευμένη στο αμπέλι του και ήλθε ζητών καρπόν εις αυτήν και δεν ευρήκε. 7 Είπε δε στον αμπελουργόν· Ιδού, τρία χρόνια έρχομαι και ζητώ καρπόν εις την συκιάν αυτήν και δεν ευρίσκω. Κοψε την και ξερρίζωσέ την. Διατί να αχρηστεύη την γην;
8 Εκείνος όμως απεκρίθη και είπε· Κυριε, άφησέ την και τούτο το έτος, έως ότου σκάψω γύρω από αυτήν και ρίψω λίπασμα. 9 Και εάν μεν κάμη καρπόν, την αφίνομεν, εάν όμως δεν κάμη, τότε θα την κόψης στο μέλλον. (Ο Θεός δεχόμενος παράκλησιν του Υιού του παριμένει την μετάνοιαν του αμαρτωλού και τα καλά του έργα ως πνευματικήν καρποφορίαν. Εάν όμως ο αμαρτωλός μείνη σκληρυμμένος και αμετανόητος, τότε ο Θεός θα τον τιμωρήση. Αυτό συνέβη με τους αμετανοήτους Εβραίους, τους οποίους εσυμβόλιζε η άκαρπος συκή).