Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 12 – 28 – 12 είπεν ούν· Άνθρωπός τις ευγενής επορεύθη εις χώραν μακράν λαβείν εαυτώ βασιλείαν και υποστρέψαι.
13 καλέσας δε δέκα δούλους εαυτού έδωκεν αυτοίς δέκα μνάς και είπε προς αυτούς· πραγματεύσασθε εν ώ έρχομαι. 14 οι δε πολίται αυτού εμίσουν αυτόν, και απέστειλαν πρεσβείαν οπίσω αυτού λέγοντες· ου θέλομεν τούτον βασιλεύσαι εφ’ ημάς. 15 και εγένετο εν τώ επανελθείν αυτόν λαβόντα την βασιλείαν, και είπε φωνηθήναι αυτώ τους δούλους τούτους οίς έδωκε το αργύριον, ίνα επιγνώ τίς τί διεπραγματεύσατο.
16 παρεγένετο δε ο πρώτος λέγων· κύριε, η μνά σου προσειργάσατο δέκα μνάς. 17 και είπεν αυτώ· εύ, αγαθέ δούλε! ότι εν ελαχίστω πιστός εγένου, ίσθι εξουσίαν έχων επάνω δέκα πόλεων. 18 και ήλθεν ο δεύτερος λέγων· κύριε, η μνά σου, εποίησε πέντε μνάς. 19 είπε δε και τούτω· και σύ γίνου επάνω πέντε πόλεων. 20 και έτερος ήλθε λέγων· κύριε, ιδού η μνά σου, ην είχον αποκειμένην εν σουδαρίω.
21 εφοβούμην γάρ σε, ότι άνθρωπος αυστηρός εί· αίρεις ο ουκ έθηκας, και θερίζεις ο ουκ έσπειρας, και συνάγεις όθεν ου διεσκόρπισας. 22 λέγει αυτώ· εκ του στόματός σου κρινώ σε, πονηρέ δούλε. ήδεις ότι άνθρωπος αυστηρός ειμι εγώ, αίρων ο ουκ έθηκα, και θερίζων ο ουκ έσπειρα και συνάγων όθεν ου διεσκόρπισα.
23 και διατί ουκ έδωκας το αργύριόν μου επί την τράπεζαν, και εγώ ελθών σύν τόκω αν έπραξα αυτό; 24 και τοις παρεστώσιν είπεν· άρατε απ’ αυτού την μνάν και δότε τώ τας δέκα μνάς έχοντι. 25 και είπον αυτώ· κύριε, έχει δέκα μνάς. 26 λέγω γάρ υμίν ότι παντί τώ έχοντι δοθήσεται, από δε του μη έχοντος και ο έχει αρθήσεται απ’ αυτού.
27 πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου. 28 Και ειπών ταύτα επορεύετο έμπροσθεν αναβαίνων εις Ιεροσόλυμα.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΘ´ 12 – 28
12 Είπε λοιπόν· κάποιος άνθρωπος καταγόμενος από λαμπρόν και υψηλόν γένος επήγεν εις μακρυνήν χώραν διά να λάβη βασιλείαν και ύστερα να επιστρέψη. (Είναι φανερόν ότι ουδείς άλλος είναι ευγενέστερος του Κυρίου, τόσον διά την θείαν προαιώνιον γέννησιν αυτού ως Υιού του Θεού, όσον και διά την βασιλικήν καταγωγήν αυτού ως ανθρώπου. Όντως δε παραλαβών ο Κύριος την εν ουρανοίς βασιλείαν διά της αναλήψεως αυτού, μέλλει μετά χρόνον πολύν να επιστρέψη ένδοξος κατά την δευτέραν αυτού παρουσίαν).
13 Αφού δε εκάλεσε δέκα δούλους ιδικούς του, τους έδωκε δέκα χρυσά εκατοντάδραχμα, ήτοι από εν εκατοντάδραχμον εις τον καθένα, και είπε προς αυτούς· Εμπορευθήτε με το κεφάλαιον αυτό, έως ότου έλθω. (Εν τώ μεταξύ τουτέστιν εμπιστεύεται ο Κύριος εις πάντας τους πιστούς χαρίσματα και τάλαντα διάφορα, διά να χρησιμοποιήσουν αυτά επ’ αγαθώ εαυτών και του πλησίον, και επιφυλάσσεται να ζητήση λόγον διά τον καθένα μας, όταν θα επανέλθη κατά την δευτέραν παρουσίαν του).
14 Οι δε συμπολίται του (οι Ιουδαίοι τουτέστιν) εμίσουν αυτόν (τόν Ιησούν) και απέστειλαν επιτροπήν εξ αντιπροσώπων από πίσω του και έλεγαν· Δεν θέλομεν αυτόν να γίνη βασιλεύς μας. (Αυτή ήτο και είναι η περί του Ιησού ευχή των απίστων Ιουδαίων προς τον Θεόν). 15 Και όταν αυτός επανήλθεν, αφού έλαβε την βασιλείαν, είπε να του φωνάξουν τους δούλους αυτούς, εις τους οποίους έδωκε τα χρήματα, διά να μάθη τί ο καθένας των με το εμπόριόν του εκέρδησε.
16 Ήλθε δε ο πρώτος και είπε· Κύριε, το εκατοντάδραχμόν σου και όχι η ιδική μου εργασία εκέρδησε δέκα ακόμη εκατοντάδραχμα. 17 Και είπεν εις αυτόν ο κύριος· εύγε, καλέ μου δούλε, διότι εις το ελάχιστον ποσόν του ενός εκατονταδράχμου δεν αδιαφόρησες, αλλ’ εδείχθης πιστός εις ό,τι σου παρήγγειλα. Λάβε τώρα πλησίον μου τιμήν και δόξαν βασιλικήν και έχε μονίμως εξουσίαν επί δέκα πόλεων του βασιλείου μου.
18 Και ήλθεν ο δεύτερος και είπε· Κύριε, το εκατονταδραχμόν σου έβγαλε κέρδος άλλα πέντε εκατοντάδραχμα. 19 Είπε δε ο κύριος και εις τον δούλον τούτον· Και σύ λάβε εξουσίαν επί πέντε πόλεων του βασιλείου μου. 20 Και άλλος δούλος ήλθε και είπε· Κύριε, ιδού το εκατοντάδραχμόν σου, το οποίον είχα δεμένον και φυλαγμένον εις μανδήλιον.
21 Και το εφύλαττον δεμένον, διότι σε εφοβούμην, επειδή είσαι άνθρωπος δύσκολος και απαιτητικός. Παίρνεις σαν να ήτο ιδικόν σου εκείνο, που δεν το έβαλες σύ, αλλά το έβαλαν εκεί άλλος, εις τον οποίον και ανήκει. Και θερίζεις το χωράφι, το οποίον δεν έσπειρες· και μαζεύεις από αλώνι, εις το οποίον δεν εσκόρπισες και δεν ελίχνισες αυτά, που παίρνεις. Απαιτείς δηλαδή εκείνα, διά τα οποία δεν εκοπίασες σύ, αλλ’ εκοπίασαν άλλοι και σύ τα ευρίσκεις έτοιμα.
22 Είπε δε προς αυτόν ο κύριος· Από τα λόγια του στόματός σου θα σε κρίνω και θα σε καταδικάσω, κακέ δούλε. Διότι, όπως ωμολόγησες, εγνώριζες, ότι είμαι άνθρωπος δύσκολος και σκληρός, που παίρνω ό,τι δεν έβαλα και θερίζω ό,τι δεν έσπειρα, και μαζεύω απ’ εκεί όπου δεν εσκόρπισα εις το αλώνι, διά να λιχνισθή εις τον αέρα.
23 Αφού λοιπόν με ήξερες τέτοιον, διατί δεν έβαλες το χρήμα μου εις την τράπεζαν, όπου και περισσότερον ασφαλισμένον θα ήτο, αλλά και εγώ όταν θα ηρχόμην, θα το εισέπραττον από εκεί με τον τόκον του; 24 Και εις εκείνους, που παρέστεκαν εκεί, είπε· Πάρετε από αυτόν το εκατοντάδραχμον και δώσατέ το εις εκείνον, που έχει κερδήσει τα δέκα εκατοντάδραχμα.
25 Και είπαν προς αυτόν εκείνοι· Κύριε, αυτός έχει δέκα εκατοντάδραχμα. 26 Εκτελέσατε την διαταγήν μου και δώσατε το εκατοντάδραχμον εις εκείνον, που έχει τα δέκα. Διότι σας λέγω, εις καθένα, ο οποίος έχει πίστιν και προθυμίαν και εργατικότητα και ηύξησε τα χαρίσματα, που του εδόθησαν, θα δοθή τιμή και αμοιβή και χαρίσματα ακόμη περισσότερα και μεγαλύτερα· από εκείνον δε που δεν έχει επιμέλειαν και προθυμίαν και παρημέλησε τα δοθέντα εις αυτόν χαρίσματα, θα αφαιρεθή και θα παρθή από αυτόν και το ολίγον χάρισμα, το οποίον κατακρατεί παραμελημένον και ακαλλιέργητον.
27 Αλλά και τους εχθρούς μου εκείνους, που δεν ηθέλησαν να βασιλεύσω επ’ αυτών, φέρετέ τους εδώ και κατασφάξατέ τους εμπρός μου. Ρίψατέ τους εις τον αιώνιον θάνατον, του οποίου προαναγγελία και προεικόνισις υπήρξεν η επί του Τίτου πανωλεθρία της Ιερουσαλήμ και των Ιουδαίων. 28 Και αφού είπε ταύτα, εξηκολούθει να προχωρή προς τα εμπρός και να αναβαίνη εις τα Ιεροσόλυμα.