Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Α/ 39 – 49 – 39 Αναστάσα δέ Μαριάμ εν ταίς ημέραις ταύταις επορεύθη εις τήν ορεινήν μετά σπουδής εις πόλιν Ιούδα, 40 καί εισήλθεν εις τόν οίκον Ζαχαρίου καί ησπάσατο τήν Ελισάβετ.
41 καί εγένετο ως ήκουσεν η Ελισάβετ τόν ασπασμόν τής Μαρίας, εσκίρτησεν τό βρέφος εν τή κοιλία αυτής καί επλήσθη Πνεύματος αγίου η Ελισάβετ 42 καί ανεφώνησε φωνή μεγάλη καί είπεν Ευλογημένη σύ εν γυναιξί καί ευλογημένος ο καρπός τής κοιλίας σου.
43 καί πόθεν μοι τούτο ίνα έλθη η μήτηρ τού Κυρίου μου πρός μέ; 44 ιδού γάρ ως εγένετο η φωνή τού ασπασμού σου εις τά ώτά μου, εσκίρτησεν τό βρέφος εν αγαλλιάσει εν τή κοιλία μου. 45 καί μακαρία η πιστεύσασα ότι έσται τελείωσις τοίς λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου.
46 Καί είπε Μαριάμ Μεγαλύνει η ψυχή μου τόν Κύριον 47 καί ηγαλλίασε τό πνεύμά μου επί τώ Θεώ τώ σωτήρί μου, 48 ότι επέβλεψεν επί τήν ταπείνωσιν τής δούλης αυτού. ιδού γάρ από τού νύν μακαριούσί με πάσαι αι γενεαί. 49 ότι εποίησέ μοι μεγάλα ο δυνατός καί άγιον τό όνομα αυτού,
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Α/ 56 – 56
56 Έμεινε δέ Μαριάμ σύν αυτή ωσεί μήνας τρείς καί υπέστρεψεν εις τόν οίκον αυτής.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Α/ 39 – 49
39 Εσηκώθη δέ η Μαριάμ κατά τάς ημέρας αυτάς, πού επηκολούθησαν εις τόν ευαγγελισμόν της, καί επήγε γρήγορα καί χωρίς αναβολήν εις τήν ορεινήν περιοχήν τής Ιουδαίας, εις κάποιαν πόλιν τής περιφερείας, εις τήν οποίαν κατοικούσεν η φυλή τού Ιούδα.
40 Καί εμβήκεν εις τό σπίτι τού Ζαχαρίου καί εχαιρέτισεν αυτή πρώτη τήν Ελισάβετ. 41 Καί συνέβη τήν στιγμήν, πού ήκουσεν η Ελισάβετ τόν χαιρετισμόν τής Μαρίας, επήδησε τό βρέφος μέσα εις τήν κοιλίαν της. Καί επληρώθη η Ελισάβετ από Πνεύμα Άγιον.
42 Καί εξ αιτίας τής μεγάλης χαράς καί εκπλήξεώς της εφώναξε μέ μεγάλην φωνήν καί είπεν Είσαι σύ ευλογημένη από τόν Θεόν περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα. Καί ευλογημένον είναι καί τό έμβρυον, πού εβλάστησεν ως καρπός άχραντος καί παρθενικός εις τήν κοιλίαν σου.
43 Καί διά ποίαν αρετήν ή αξίαν μου έγινεν εις εμέ η τιμή αυτή, νά έλθη πρός επίσκεψίν μου η μητέρα τού Κυρίου μου; 44 Ναί είσαι η μητέρα τού Κυρίου μου, διότι ιδού μόλις ήλθεν εις τά αυτιά μου η φωνή τού χαιρετισμού σου, επήδησε μέσα εις τήν κοιλίαν μου τό βρέφος μέ ασυγκράτητον χαράν.
45 Καί μακαρία είναι εκείνη, πού όπως σύ επίστευσεν, ότι θά λάβουν τελείαν καί πλήρη πραγματοποίησιν εκείνα, πού τής έχει είπει ο Κύριος διά τού αγγέλου του καί δέν επέδειξε τήν απιστίαν τού τιμωρηθέντος συζύγου μου. 46 Καί είπεν η Μαριάμ Ανυμνεί καί δοξάζει η ψυχή μου τό μεγαλείον τού Κυρίου 47 καί εχάρη πολύ τό βάθος τής καρδίας μου διά τόν Θεόν, πού έσωσε καί εμέ μαζί μέ όλον τό ανθρώπινον γένος.
48 Ανυμνεί η ψυχή μου τόν Κύριον, διότι έρριψεν ευμενές βλέμμα εις τήν μικρότητα καί ασημότητα εμού, πού είμαι δούλη του. Καί διά τούτο ιδού, από τώρα θά μέ μακαρίζουν όλαι αι γενεαί τών πιστών.
49 Καί θά μέ μακαρίζουν, διότι έφ όσον μέ ηξίωσε νά γίνω μητέρα τού Σωτήρος, έκαμεν εις εμέ μεγάλα καί θαυμαστά έργα αυτός, τού οποίου είναι απεριόριστος η δύναμις καί άγιον τό όνομά του. Καί έτσι μέ τά καταπληκτικά εις δύναμιν καί αγιότητα έργα του όχι μόνον ανυψώνει, αλλά καί αγιάζει τούς ταπεινούς του δούλους.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Α/ 56 – 56
56 Έμεινε δέ η Μαριάμ μαζί μέ τήν Ελισάβετ περίπου τρείς μήνας καί όταν πλέον επλησίασεν η ώρα νά γεννήση αύτη, η Μαρία επέστρεψεν εις τήν οικίαν της.