Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΖ/ 33 – 54 – 33 Καί ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά, ό εστι λεγόμενος κρανίου τόπος, 34 έδωκαν αυτώ πιείν όξος μετά χολής μεμιγμένον καί γευσάμενος ουκ ήθελε πιείν. 35 σταυρώσαντες δέ αυτόν διεμερίσαντο τά ιμάτια αυτού βάλοντες κλήρον…
36 καί καθήμενοι ετήρουν αυτόν εκεί. 37 καί επέθηκαν επάνω τής κεφαλής αυτού τήν αιτίαν αυτού γεγραμμένην Ούτός εστιν Ιησούς ο βασιλεύς τών Ιουδαίων. 38 Τότε σταυρούνται σύν αυτώ δύο λησταί, είς εκ δεξιών καί είς εξ ευωνύμων.
39 Οι δέ παραπορευόμενοι εβλασφήμουν αυτόν κινούντες τάς κεφαλάς αυτών 40 καί λέγοντες Ο καταλύων τόν ναόν καί εν τρισίν ημέραις οικοδομών! σώσον σεαυτόν ει υιός εί τού Θεού, κατάβηθι από τού σταυρού. 41 ομοίως δέ καί οι αρχιερείς εμπαίζοντες μετά τών γραμματέων καί πρεσβυτέρων καί Φαρισαίων έλεγον 42 Άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι ει βασιλεύς Ισραήλ εστι, καταβάτω νύν από τού σταυρού καί πιστεύσομεν επ αυτώ 43 πέποιθεν επί τόν Θεόν, ρυσάσθω νύν αυτόν, ει θέλει αυτόν είπε γάρ ότι Θεού ειμι υιός.
44 τό δ αυτό καί οι λησταί οι συσταυρωθέντες αυτώ ωνείδιζον αυτόν. 45 Από δέ έκτης ώρας σκότος εγένετο επί πάσαν τήν γήν έως ώρας ενάτης. 46 περί δέ τήν ενάτην ώραν ανεβόησεν ο Ιησούς φωνή μεγάλη λέγων Ηλί ηλί, λιμά σαβαχθανί; τούτ έστι Θεέ μου, Θεέ μου, ινατί με εγκατέλιπες; 47 τινές δέ τών εκεί εστηκότων ακούσαντες έλεγον ότι Ηλίαν φωνεί ούτος. 48 καί ευθέως δραμών είς εξ αυτών καί λαβών σπόγγον πλήσας τε όξους καί περιθείς καλάμω επότιζεν αυτόν. 49 οι δέ λοιποί έλεγον Άφες ίδωμεν ει έρχεται Ηλίας σώσων αυτόν.
50 ο δέ Ιησούς πάλιν κράξας φωνή μεγάλη αφήκε τό πνεύμα. 51 Καί ιδού τό καταπέτασμα τού ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, καί η γή εσείσθη καί αι πέτραι εσχίσθησαν, 52 καί τά μνημεία ανεώχθησαν καί πολλά σώματα τών κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη, 53 καί εξελθόντες εκ τών μνημείων, μετά τήν έγερσιν αυτού εισήλθον εις τήν αγίαν πόλιν καί ενεφανίσθησαν πολλοίς. 54 Ο δέ εκατόνταρχος καί οι μετ αυτού τηρούντες τόν Ιησούν, ιδόντες τόν σεισμόν καί τά γενόμενα εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες Αληθώς Θεού υιός ήν ούτος.
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΖ/ 33 – 54
33 Και αφού ήλθαν εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά, όνομα που σημαίνει τόπος κρανίου, 34 του έδωσαν να πιή ξύδι ανακατεμένον με χολήν, δια να του φέρη κάποιαν προσωρινήν ναρκώσιν. Εκείνος όμως αφού το εδοκίμασε, δεν ήθελε να το πιή. 35 Αφού δε τον εσταύρωσαν, εμοίρασαν μεταξύ των με κλήρον τα ενδύματά του οι στρατιώται. 36 Και καθήμενοι εκεί τον εφρουρούσαν. 37 Και ετοποθέτησαν στον σταυρόν, επάνω από την κεφαλήν του, γραμμένην την κατηγορίαν του· αυτός είναι ο Ιησούς ο βασιλεύς των Ιουδαίων. 38 Τοτε σταυρώνονται μαζή με αυτόν δύο λησταί, ένας εκ δεξιών και άλλος εξ αριστερών. (Και τούτο, δια να εξευτελισθή ακόμη περισσότερον ο Χριστός και να προβληθή εις τα μάτια όλων ως ένας από τους καταδικασμένους εις θάνατον κακούργους).
39 Εκείνοι δε που επερνούσαν από τον δρόμον κοντά στον σταυρόν, τον εβλασφημούσαν και εκινούσαν τα κεφάλια των 40 λέγοντες· συ λοιπόν, είσαι που θα εκρήμνιζες τον ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον ξανάκτιζες! Σώσε τώρα τον ευατόν σου. Εάν πράγματι είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον σταυρόν. 41 Παρομοίως δε και οι αρχιερείς τον ενέπαιζαν μαζή με τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους και τους Φαρισαίους και έλεγαν ειρωνικώς· 42 άλλους έσωσε, τον ευατόν του όμως δεν ημπορεί να σώση. Εάν είναι πράγματι ο σταλμένος από τον Θεόν βασιλεύς του Ισραήλ, ας κατεβή από τον σταυρόν και θα πιστεύσωμεν εις αυτόν. 43 Εχει στηρίξει την πεποίθησίν του στον Θεόν. Ας τον σώση τώρα από τον σταυρόν, αν πράγματι τον θέλη. Διότι ο ίδιος είπε, ότι είμαι υιός Θεού.
44 Κατά τον ίδιον τρόπον και οι λησταί, που είχαν σταυρωθή μαζή του, τον ύβριζαν. 45 Από δε την δωδεκάτην ώραν έως τας τρις το απόγευμα έγινε σκοτάδι εις όλην την γην. 46 Περί την τρίτην απογευματινήν ώραν εβόησε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς, λέγων· Ηλί, Ηλί, λιμά σαβαχθανί; Δηλαδή, Θεε μου, Θεε μου, διατί με εγκατέλιπες; 47 Μερικοί δε από εκείνους που εστέκοντο εκεί, όταν ήκουσαν τα λόγια του Ιησού (επειδή δεν εγνώριζαν την Αραμαϊκήν γλώσσαν) έλεγαν, ότι αυτός επικαλείτε τον Ηλίαν. 48 Και αμέσως ένας από αυτούς έτρεξε, επήρε σφουγγάρι το εγέμισε με ξύδι, το προσήρμοσε εις ένα καλάμι και τον επότιζε. 49 Οι άλλοι όμως έλεγαν· άφησε να ιδούμε, εάν θα έλθη ο Ηλίας, δια να τον σώση. 50 Ο δε Ιησούς αφού πάλιν έκραξε με φωνήν μεγάλην, αφήκε ο ίδιος το πνεύμα του να φύγη από το σώμα.
51 Και ιδού το παραπέτασμα του ναού, που εχώριζε τα άγια των αγίων από τα άγια, εσχίσθη εις δύο από επάνω έως κάτω και η γη συνεκλονίσθη από τον σεισμόν και οι πέτρες εσχίσθησαν 52 και τα μνημεία εις την περιοχήν της Ιερουσαλήμ ανοίχθησαν μόνα των και πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων ανεστήθησαν· 53 και αφού εξήλθαν από τα μνημεία μετά την ανάστασιν του Χριστού, εισήλθαν εις την αγίαν πόλιν, την Ιερουσαλήμ και παρουσιάσθησαν εις πολλούς. 54 Ο δε εκατόνταρχος και οι στρατιώται, που ήσαν μαζή του δια να φρουρούν τον Ιησούν, εφοβήθησαν παρά πολύ και έλεγαν· αληθώς! αυτός ήτο υιός Θεού!