Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 45 – 53 – 45 Και ευθέως ηνάγκασε τους μαθητάς αυτού εμβήναι εις το πλοίον και προάγειν εις το πέραν προς Βηθσαιδάν, έως αυτός απολύση τον όχλον·
46 και αποταξάμενος αυτοίς απήλθεν εις το όρος προσεύξασθαι. 47 και οψίας γενομένης ην το πλοίον εν μέσω της θαλάσσης, και αυτός μόνος επί της γης.
48 και ιδών αυτούς βασανιζομένους εν τω ελαύνειν· ην γαρ ο άνεμος εναντίος αυτοίς· και περί τετάρτην φυλακήν της νυκτός έρχεται προς αυτούς περιπατών επί της θαλάσσης, και ήθελε παρελθείν αυτούς.
49 οι δε ιδόντες αυτόν περιπατούντα επί της θαλάσσης έδοξαν φάντασμα είναι, και ανέκραξαν· 50 πάντες γαρ αυτόν είδον και εταράχθησαν· και ευθέως ελάλησε μετ’ αυτών και λέγει αυτοίς· Θαρσείτε, εγώ ειμι, μη φοβείσθε.
51 και ανέβη εις το πλοίον προς αυτούς, και εκόπασεν ο άνεμος· και λίαν εκ περισσού εν εαυτοίς εξίσταντο και εθαύμαζον.
52 ου γαρ συνήκαν επί τοις άρτοις, αλλ’ ην αυτών η καρδία πεπωρωμένη. 53 Και διαπεράσαντες απήλθον επί την γην Γεννησαρέτ και προσωρμίσθησαν.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ϛ´ 45 – 53
45 Και αμέσως ο Ιησούς διά να μη παρασυρθούν οι μαθηταί από τον ενθουσιασμόν του λαού, που ήθελε να τον ανακηρύξη βασιλέα, τους ηνάγκασε να έμβουν εις το πλοίον κα περάσουν προτήτερα από αυτόν εις το απέναντι μέρος της λίμνης, εις την Βηθσαιδάν, έως ότου αυτός διαλύση τα πλήθη του λαού. 46 Και αφού τους απεχαιρέτισεν, ανεχώρησεν εις το όρος να προσευχηθή.
47 Και όταν εβράδυασε καλά, το πλοίον ήτο εις το μέσον της λίμνης, και αυτός ήτο μοναχός επί της ξηράς. 48 Και τους είδε να βασανίζωνται με τα κύματα καθώς επροχώρουν. Εβασανίζοντο δε, διότι ο άνεμος ήτο εναντίος. Κατά δε το τελευταίον τρίωρον της νυκτός, ότε παρελάμβανε στρατιωτικήν φρουράν το τέταρτον τμήμα των σκοπών, έρχεται προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επάνω εις την θάλασσαν, σαν να ήτο αυτή ξηρά. Και ήθελε να τους προσπεράση
49 Αυτοί δε, όταν τον είδαν να περιπατή επάνω εις την θάλασσαν, ενόμισαν ότι αυτό το πρωτοφανές, που έβλεπαν, είναι φάντασμα. Και έβγαλαν κραυγήν τρόμου. 50 Έβγαλαν δε όλοι την κραυγήν αυτήν, διότι όλοι τον είδαν και εταράχθησαν. Και αμέσως ο Ιησούς τους ωμίλησε τους είπε· Έχετε θάρρος· εγώ είμαι· μη φοβείσθε.
51 Και ανέβη πλησίον τους εις το πλοίον και ησύχασεν ο άνεμος. Και εκυριεύθη το εσωτερικόν τους από υπερβολικήν έκστασιν, ώστε δεν ηδύναντο να εκφράσουν ο,τι ησθάνοντο. εθαύμαζον, μολονότι προ ολίγου είχε κάμει ο Ιησούς και το άλλο καταπληκτικόν θαύμα.
52 Θαυμάζουν όμως τώρα πάρα πολύ, διότι δεν εκατάλαβαν, τι είχε γίνει με τα ψωμιά και δεν είχαν εκτιμήσει κατά βάθος το θαύμα εκείνο. Έπρεπε βέβαια να το είχαν καταλάβει. Αλλ’ η διάνοιά των ήταν παχυλή και βραδυκίνητος, επειδή δεν είχαν λάβει ακόμη τον φωτισμόν του Πνεύματος. 53 Και αφού επέρασαν διά μέσου της λίμνης, ήλθον εις την χώραν Γεννησαρέτ και αγκυροβόλησαν εκεί.