Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ´ 12 – 18 – 12 Η δε ημέρα ήρξατο κλίνειν· προσελθόντες δε οι δώδεκα είπον αυτώ· Απόλυσον τον όχλον, ίνα πορευθέντες εις τας κύκλω κώμας και τους αγρούς καταλύσωσι και εύρωσι επισιτισμόν, ότι ώδε εν ερήμω τόπω εσμέν.
13 είπε δε προς αυτούς· Δότε αυτοίς υμείς φαγείν. οι δε είπον· Ουκ εισίν ημίν πλείον η πέντε άρτοι και ιχθύες δύο, ει μήτι πορευθέντες ημείς αγοράσομεν εις πάντα τον λαόν τούτον βρώματα·
14 ήσαν γάρ ωσεί άνδρες πεντακισχίλιοι. είπε δε προς τους μαθητάς αυτού· Κατακλίνατε αυτούς κλισίας ανά πεντήκοντα. 15 και εποίησαν ούτω και ανέκλιναν άπαντας.
16 λαβών δε τους πέντε άρτους και τους δύο ιχθύας, αναβλέψας εις τον ουρανόν ευλόγησεν αυτούς και κατέκλασε, και εδίδου τοις μαθηταίς παραθείναι τώ όχλω.
17 και έφαγον και εχορτάσθησαν πάντες, και ήρθη το περισσεύσαν αυτοίς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα.
18 Και εγένετο εν τώ είναι αυτόν προσευχόμενον κατά μόνας, συνήσαν αυτώ οι μαθηταί, και επηρώτησεν αυτούς λέγων· Τίνα με λέγουσιν οι όχλοι είναι;
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ´ 12 – 18
12 Εν τώ μεταξύ όμως η ημέρα ήρχισε να κλίνη προς το βράδυ. Πρόσηλθον δε τότε οι δώδεκα απόστολοι και του είπαν· Διάλυσε τα πλήθη του λαού, διά να υπάγουν εις τα τριγύρω χωριά και τα χωράφια και εύρουν καταλύματα, που θα περάσουν την νύκτα, και τρόφιμα διά να φάγουν. Διότι εδώ ευρισκόμεθα εις έρημον τόπον.
13 Είπε δε προς αυτούς ο Ιησούς· Δώσατέ τους σείς να φάγουν. Αυτοί δε είπαν· Δεν μας ευρίσκονται παραπάνω από πέντε άρτους και δύο ψάρια, εκτός εάν υπάγωμεν ημείς και ημπορέσωμεν να αγοράσωμεν δι΄ όλον αυτόν τον λαόν τροφάς.
14 Και είπαν οι μαθηταί δι’ όλον αυτόν τον λαόν, διότι ευρίσκοντο εκεί περίπου πέντε χιλιάδες άνδρες. Είπε δε ο Ιησούς προς τους μαθητάς του· Βάλετέ τους να καθήσουν κατά παρέας από πεντήκοντα ανθρώπους η κάθε ομάδα.
15 Και έκαμαν έτσι οι απόστολοι και έβαλαν όλους να καθήσουν 16 Αφού δε επήρεν ο Ιησούς τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, εσήκωσε τα μάτια του εις τον ουρανόν διά να ευχαριστήση και επικαλέσθη τον επουράνιόν του Πατέρα, και ευλόγησεν αυτούς. Και μετά την ευλογίαν έκοψε τους άρτους εις κομμάτια και έδιδε συνεχώς εις τους μαθητάς διά να τα θέτουν εμπρός εις το πλήθος του λαού.
17 Και έφαγαν και εχορτάσθησαν όλοι. Και εσήκωσαν έπειτα ό,τι τους επερίσσευσε, δηλαδή δώδεκα κοφίνια γεμάτα από κομμάτια. 18 Και ενώ προσηύχετο εις μέρος μοναχικόν, μακράν από το πλήθος, συνέβη να είναι μαζί του οι μαθηταί και τους ηρώτησε και είπε· Ποίος νομίζουν τα πλήθη του λαού, ότι είμαι;