Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Γ/ 16 – 21 – 16 Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται αλλ έχη ζωήν αιώνιον.
17 ου γάρ απέστειλεν ο Θεός τόν υιόν αυτού εις τόν κόσμον ίνα κρίνη τόν κόσμον, αλλ ίνα σωθή ο κόσμος δι αυτού. 18 ο πιστεύων εις αυτόν ου κρίνεται ο δέ μή πιστεύων ήδη κέκριται, ότι μή πεπίστευκεν εις τό όνομα τού μονογενούς υιού τού Θεού.
19 αύτη δέ εστιν η κρίσις, ότι τό φώς ελήλυθεν εις τόν κόσμον καί ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον τό σκότος ή τό φώς, ήν γάρ πονηρά αυτών τά έργα. 20 πάς γάρ ο φαύλα πράσσων μισεί τό φώς καί ουκ έρχεται πρός τό φώς, ίνα μή ελεγχθή τά έργα αυτού 21 ο δέ ποιών τήν αλήθειαν έρχεται πρός τό φώς, ίνα φανερωθή αυτού τά έργα, ότι εν Θεώ εστιν ειργασμένα.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Γ/ 16 – 21
16 Μή σού φαίνεται δέ παράδοξον τό ότι πρόκειται διά τήν σωτηρίαν σας νά υψωθή επί τού σταυρού ο υιός τού ανθρώπου. Διότι τόσον πολύ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον τών ανθρώπων, πού έζη εις τήν αμαρτίαν, ώστε παρέδωκεν εις θάνατον τόν μονάκριβον Υιόν του, διά νά μή χαθή εις αιώνιον θάνατον καθένας, πού πιστεύει εις αυτόν, αλλά νά έχη ζωήν αιώνιον.
17 Διότι δέν απέστειλεν ο Θεός τόν Υιόν του εις τό αμαρτωλόν γένος τών ανθρώπων, διά νά κατακρίνη καί καταδικάση τό γένος αυτό, όπως φρονείτε σείς οι Ιουδαίοι περί τού Μεσσίου, ότι θά σώση μόνον τούς Ιουδαίους καί θά κατακρίνη τά λοιπά έθνη. Αλλά τόν απέστειλε διά νά σωθή ολόκληρος ο κόσμος τών ανθρώπων δι αυτού. 18 Όποιος πιστεύει εις αυτόν είτε Ιουδαίος είναι, είτε εθνικός, δέν κατακρίνεται όποιος όμως δέν πιστεύει, έχει κατακριθή μόνος του από τώρα, διότι δέν έχει πιστεύσει εις τό όνομα τού μονογενούς Υιού τού Θεού καί διά τής απιστίας του απέκλεισε μόνος τόν εαυτόν του από τόν προσκαλούντα αυτόν εις σωτηρίαν Λυτρωτήν.
19 Ο λόγος λοιπόν καί η αιτία, διά τήν οποίαν κρίνονται καί καταδικάζονται οι άπιστοι, είναι ούτος, ότι τό φώς τής αληθείας, ο Υιός τού Θεού, ήλθεν εις τόν κόσμον, αλλ οι άνθρωποι επροτίμησαν τό σκοτάδι τής πλάνης καί όχι τό φώς. Καί έκαμαν τήν προτίμησιν αυτήν, διότι ήσαν πονηρά τά έργα τους. 20 Διότι καθένας, πού επιμένει νά πράττη έργα πονηρά καί κακά, δέν αδιαφορεί απλώς, αλλ αποστρέφεται τό φώς καί δέν έρχεται εις τό φώς, διά νά μή γίνη φανερά η ασχημία καί η φαυλότης τών έργων του καί προκληθή ούτως η αποδοκιμασία του καί η εξέγερσις τής συνειδήσεώς του.
21 Εκείνος όμως πού πράττει τά έργα, τά οποία επιβάλλει τό θέλημα τού Θεού, τό οποίον είναι αλήθεια, όπως αλήθεια είναι καί αυτός ο Θεός, έρχεται κοντά εις τό φώς καί πλησιάζει εις τόν Ιησούν παραδιδόμενος εις αυτόν μετά πάσης εμπιστοσύνης. Πράττει δέ τούτο, διότι θέλει νά γίνη φανερά η ποιότης καί η ηθική αξία τών έργων του, διά νά βεβαιωθή έτσι καί αυτός καί πληροφορηθή η συνείδησίς του, ότι τά έργα αυτά έχουν γίνει σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού.