Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΔ/ 36 – 51 – 36 Περί δέ τής ημέρας εκείνης καί ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι τών ουρανών, ει μή ο πατήρ μου μόνος.
37 ώσπερ δέ αι ημέραι τού Νώε, ούτως έσται καί η παρουσία τού υιού τού ανθρώπου. 38 ώσπερ γάρ ήσαν εν ταίς ημέραις ταίς πρό τού κατακλυσμού τρώγοντες καί πίνοντες, γαμούντες καί εκγαμίζοντες, άχρι ής ημέρας εισήλθε Νώε εις τήν κιβωτόν, 39 καί ουκ έγνωσαν έως ήλθεν ο κατακλυσμός καί ήρεν άπαντας, ούτως έσται καί η παρουσία τού υιού τού ανθρώπου. 40 τότε δύο έσονται εν τώ αγρώ, ο είς παραλαμβάνεται καί ο είς αφίεται 41 δύο αλήθουσαι εν τώ μυλώνι, μία παραλαμβάνεται καί μία αφίεται. 42 γρηγορείτε ούν, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται.
43 Εκείνο δέ γινώσκετε ότι ει ήδει ο οικοδεσπότης ποία φυλακή ο κλέπτης έρχεται, εγρηγόρησεν άν καί ουκ άν είασε διορυγήναι τήν οικίαν αυτού. 44 διά τούτο καί υμείς γίνεσθε έτοιμοι, ότι ή ώρα ου δοκείτε ο υιός τού ανθρώπου έρχεται. 45 Τίς άρα εστίν ο πιστός δούλος καί φρόνιμος, όν κατέστησεν ο κύριος αυτού επί τής θεραπείας αυτού τού διδόναι αυτοίς τήν τροφήν εν καιρώ; 46 μακάριος ο δούλος εκείνος όν ελθών ο κύριος αυτού ευρήσει ποιούντα ούτως.
47 αμήν λέγω υμίν ότι επί πάσι τοίς υπάρχουσιν αυτού καταστήσει αυτόν. 48 εάν δέ είπη ο κακός δούλος εκείνος εν τή καρδία αυτού, χρονίζει ο κύριός μου ελθείν, 49 καί άρξηται τύπτειν τούς συνδούλους αυτού, εσθίη δέ καί πίνη μετά τών μεθυόντων, 50 ήξει ο κύριος τού δούλου εκείνου εν ημέρα ή ου προσδοκά καί εν ώρα ή ου γινώσκει, 51 καί διχοτομήσει αυτόν, καί τό μέρος αυτού μετά τών υποκριτών θήσει εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΕ/ 1 – 46
1 Τότε ομοιωθήσεται η βασιλεία τών ουρανών δέκα παρθένοις, αίτινες λαβούσαι τάς λαμπάδας εαυτών εξήλθον εις απάντησιν τού νυμφίου. 2 πέντε δέ ήσαν εξ αυτών φρόνιμοι καί αι πέντε μωραί. 3 αίτινες μωραί λαβούσαι τάς λαμπάδας εαυτών ουκ έλαβον μεθ εαυτών έλαιον 4 αι δέ φρόνιμοι έλαβον έλαιον εν τοίς αγγείοις αυτών μετά τών λαμπάδων αυτών.
5 χρονίζοντος δέ τού νυμφίου ενύσταξαν πάσαι καί εκάθευδον. 6 μέσης δέ νυκτός κραυγή γέγονεν ιδού ο νυμφίος έρχεται, εξέρχεσθε εις απάντησιν αυτού. 7 τότε ηγέρθησαν πάσαι αι παρθένοι εκείναι καί εκόσμησαν τάς λαμπάδας αυτών. 8 αι δέ μωραί ταίς φρονίμοις είπον δότε ημίν εκ τού ελαίου υμών, ότι αι λαμπάδες ημών σβέννυνται. 9 απεκρίθησαν δέ αι φρόνιμοι λέγουσαι μήποτε ουκ αρκέση ημίν καί υμίν πορεύεσθε δέ μάλλον πρός τούς πωλούντας καί αγοράσατε εαυταίς. 10 απερχομένων δέ αυτών αγοράσαι ήλθεν ο νυμφίος, καί αι έτοιμοι εισήλθον μετ αυτού εις τούς γάμους, καί εκλείσθη η θύρα. 11 ύστερον δέ έρχονται καί αι λοιπαί παρθένοι λέγουσαι κύριε κύριε, άνοιξον ημίν.
12 ο δέ αποκριθείς είπεν αμήν λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς. 13 γρηγορείτε ούν, ότι ουκ οίδατε τήν ημέραν ουδέ τήν ώραν εν ή ο υιός τού ανθρώπου έρχεται. 14 Ώσπερ γάρ άνθρωπος αποδημών εκάλεσε τούς ιδίους δούλους καί παρέδωκεν αυτοίς τά υπάρχοντα αυτού, 15 καί ώ μέν έδωκε πέντε τάλαντα, ώ δέ δύο, ώ δέ έν, εκάστω κατά τήν ιδίαν δύναμιν, καί απεδήμησεν ευθέως. 16 πορευθείς δέ ο τά πέντε τάλαντα λαβών ειργάσατο εν αυτοίς καί εποίησεν άλλα πέντε τάλαντα
17 ωσαύτως καί ο τά δύο εκέρδησε καί αυτός άλλα δύο. 18 ο δέ τό έν λαβών απελθών ώρυξεν εν τή γή καί απέκρυψε τό αργύριον τού κυρίου αυτού. 19 μετά δέ χρόνον πολύν έρχεται ο κύριος τών δούλων εκείνων καί συναίρει μετ αυτών λόγον. 20 καί προσελθών ο τά πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα λέγων κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα επ αυτοίς.
21 έφη αυτώ ο κύριος αυτού εύ, δούλε αγαθέ καί πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις τήν χαράν τού κυρίου σου. 22 προσελθών δέ καί ο τά δύο τάλαντα λαβών είπε κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ αυτοίς. 23 έφη αυτώ ο κύριος αυτού εύ, δούλε αγαθέ καί πιστέ! επί ολίγα ής πιστός, επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις τήν χαράν τού κυρίου σου. 24 προσελθών δέ καί ο τό έν τάλαντον ειληφώς είπε κύριε, έγνων σε ότι σκληρός εί άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας καί συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας
25 καί φοβηθείς απελθών έκρυψα τό τάλαντόν σου εν τή γή ίδε έχεις τό σόν. 26 αποκριθείς δέ ο κύριος αυτού είπεν αυτώ πονηρέ δούλε καί οκνηρέ! ήδεις ότι θερίζω όπου ουκ έσπειρα καί συνάγω όθεν ου διεσκόρπισα! 27 έδει ούν σε βαλείν τό αργύριόν μου τοίς τραπεζίταις, καί ελθών εγώ εκομισάμην άν τό εμόν σύν τόκω. 28 άρατε ούν απ αυτού τό τάλαντον καί δότε τώ έχοντι τά δέκα τάλαντα 29 τώ γάρ έχοντι παντί δοθήσεται καί περισσευθήσεται από δέ τού μή έχοντος καί ό έχει αρθήσεται απ αυτού. 30 καί τόν αχρείον δούλον εκβάλετε εις τό σκότος τό εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός καί ο βρυγμός τών οδόντων.
31 Όταν δέ έλθη ο υιός τού ανθρώπου εν τή δόξη αυτού καί πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού 32 καί συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τά έθνη, καί αφοριεί αυτούς απ αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τά πρόβατα από τών ερίφων, 33 καί στήσει τά μέν πρόβατα εκ δεξιών αυτού τά δέ ερίφια εξ ευωνύμων.
34 τότε ερεί ο βασιλεύς τοίς εκ δεξιών αυτού δεύτε, οι ευλογημένοι τού πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου 35 επείνασα γάρ καί εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα καί εποτίσατέ με, ξένος ήμην καί συνηγάγετέ με, 36 γυμνός καί περιεβάλετέ με, ησθένησα καί επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην καί ήλθετε πρός με. 37 τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα καί εθρέψαμεν, ή διψώντα καί εποτίσαμεν;
38 πότε δέ σε είδομεν ξένον καί συνηγάγομεν, ή γυμνόν καί περιεβάλομεν; 39 πότε δέ σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή καί ήλθομεν πρός σε; 40 καί αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς αμήν λέγω υμίν, εφ όσον εποιήσατε ενί τούτων τών αδελφών μου τών ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. 41 Τότε ερεί καί τοίς εξ ευωνύμων πορεύεσθε απ εμού οι κατηραμένοι εις τό πύρ τό αιώνιον τό ητοιμασμένον τώ διαβόλω καί τοίς αγγέλοις αυτού 42 επείνασα γάρ καί ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα καί ουκ εποτίσατέ με,
43 ξένος ήμην καί ου συνηγάγετέ με, γυμνός καί ου περιεβάλετέ με, ασθενής καί εν φυλακή καί ουκ επεσκέψασθέ με. 44 τότε αποκριθήσονται αυτώ καί αυτοί λέγοντες κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή καί ου διηκονήσαμέν σοι; 45 τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων αμήν λέγω υμίν, εφ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων τών ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. 46 καί απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δέ δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ/ 1 – 2
1 Καί εγένετο ότε ετέλεσεν ο Ιησούς πάντας τούς λόγους τούτους, είπε τοίς μαθηταίς αυτού 2 Οίδατε ότι μετά δύο ημέρας τό πάσχα γίνεται, καί ο υιός τού ανθρώπου παραδίδοται εις τό σταυρωθήναι.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΒ/ 17 – 50
17 Εμαρτύρει ούν ο όχλος ο ών μετ αυτού ότε τόν Λάζαρον εφώνησεν εκ τού μνημείου καί ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών. 18 διά τούτο καί υπήντησεν αυτώ ο όχλος, ότι ήκουσαν τούτο αυτόν πεποιηκέναι τό σημείον. 19 οι ούν Φαρισαίοι είπον πρός εαυτούς Θεωρείτε ότι ουκ ωφελείτε ουδέν; ίδε ο κόσμος οπίσω αυτού απήλθεν. 20 Ήσαν δέ τινες Έλληνες εκ τών αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τή εορτή.
21 ούτοι ούν προσήλθον Φιλίππω τώ από Βηθσαϊδά τής Γαλιλαίας, καί ηρώτων αυτόν λέγοντες Κύριε, θέλομεν τόν Ιησούν ιδείν. 22 έρχεται Φίλιππος καί λέγει τώ Ανδρέα, καί πάλιν Ανδρέας καί Φίλιππος καί λέγουσι τώ Ιησού 23 ο δέ Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς λέγων Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός τού ανθρώπου. 24 αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μή ο κόκκος τού σίτου πεσών εις τήν γήν αποθάνη, αυτός μόνος μένει εάν δέ αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει.
25 ο φιλών τήν ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, καί ο μισών τήν ψυχήν αυτού εν τώ κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν. 26 εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω, καί όπου ειμί εγώ, εκεί καί ο διάκονος ο εμός έσται καί εάν τις εμοί διακονή, τιμήσει αυτόν ο πατήρ. 27 Νύν η ψυχή μου τετάρακται, καί τί είπω; Πάτερ, σώσόν με εκ τής ώρας ταύτης. αλλά διά τούτο ήλθον εις τήν ώραν ταύτην. 28 πάτερ, δόξασόν σου τό όνομα. ήλθεν ούν φωνή εκ τού ουρανού Καί εδόξασα καί πάλιν δοξάσω. 29 ο ούν όχλος ο εστώς καί ακούσας έλεγε βροντήν γεγονέναι άλλοι έλεγον Άγγελος αυτώ λελάληκεν. 30 απεκρίθη ο Ιησούς καί είπεν Ου δι εμέ αύτη η φωνή γέγονεν, αλλά δι υμάς.
31 νύν κρίσις εστί τού κόσμου τούτου, νύν ο άρχων τού κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω 32 καγώ εάν υψωθώ εκ τής γής, πάντας ελκύσω πρός εμαυτόν. 33 τούτο δέ έλεγεν σημαίνων ποίω θανάτω ήμελλεν αποθνήσκειν. 34 απεκρίθη αυτώ ο όχλος Ημείς ηκούσαμεν εκ τού νόμου ότι ο Χριστός μένει εις τόν αιώνα, καί πώς σύ λέγεις, δεί υψωθήναι τόν υιόν τού ανθρώπου; τίς εστιν ούτος ο υιός τού ανθρώπου; 35 είπεν ούν αυτοίς ο Ιησούς Έτι μικρόν χρόνον τό φώς μεθ υμών εστι περιπατείτε έως τό φώς έχετε, ίνα μή σκοτία υμάς καταλάβη καί ο περιπατών εν τή σκοτία ουκ οίδεν πού υπάγει.
36 έως τό φώς έχετε, πιστεύετε εις τό φώς ίνα υιοί φωτός γένησθε. Ταύτα ελάλησεν Ιησούς, καί απελθών εκρύβη απ αυτών. 37 Τοσαύτα δέ αυτού σημεία πεποιηκότος έμπροσθεν αυτών ουκ επίστευον εις αυτόν, 38 ίνα ο λόγος Ησαίου τού προφήτου πληρωθή όν είπε Κύριε, τίς επίστευσε τή ακοή ημών; καί ο βραχίων Κυρίου τίνι απεκαλύφθη; 39 διά τούτο ουκ ηδύναντο πιστεύειν, ότι πάλιν είπεν Ησαίας 40 Τετύφλωκεν αυτών τούς οφθαλμούς καί πεπώρωκεν αυτών τήν καρδίαν, ίνα μή ίδωσι τοίς οφθαλμοίς καί νοήσωσι τή καρδία καί επιστραφώσι, καί ιάσομαι αυτούς.
41 ταύτα είπεν Ησαίας ότε είδεν τήν δόξαν αυτού καί ελάλησε περί αυτού. 42 όμως μέντοι καί εκ τών αρχόντων πολλοί επίστευσαν εις αυτόν, αλλά διά τούς Φαρισαίους ουχ ωμολόγουν, ίνα μή αποσυνάγωγοι γένωνται 43 ηγάπησαν γάρ τήν δόξαν τών ανθρώπων μάλλον ήπερ τήν δόξαν τού Θεού. 44 Ιησούς δέ έκραξε καί είπεν Ο πιστεύων εις εμέ ου πιστεύει εις εμέ, αλλ εις τόν πέμψαντά με, 45 καί ο θεωρών εμέ θεωρεί τόν πέμψαντά με.
46 εγώ φώς εις τόν κόσμον ελήλυθα, ίνα πάς ο πιστεύων εις εμέ εν τή σκοτία μή μείνη. 47 καί εάν τίς μου ακούση τών ρημάτων καί μή πιστεύση, εγώ ου κρίνω αυτόν ου γάρ ήλθον ίνα κρίνω τόν κόσμον, αλλ ίνα σώσω τόν κόσμον. 48 ο αθετών εμέ καί μή λαμβάνων τά ρήματά μου, έχει τόν κρίνοντα αυτόν ο λόγος όν ελάλησα, εκείνος κρινεί αυτόν εν τή εσχάτη ημέρα
49 ότι εγώ εξ εμαυτού ουκ ελάλησα, αλλ ο πέμψας με πατήρ αυτός μοι εντολήν έδωκε τί είπω καί τί λαλήσω 50 καί οίδα ότι η εντολή αυτού ζωή αιώνιός εστιν. ά ούν λαλώ εγώ, καθώς είρηκέ μοι ο πατήρ, ούτω λαλώ.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΔ/ 36 – 51
36 Διά τήν ημέραν ομως εκείνην καί τήν ώραν, πού θά λάβη χώραν η δευτέρα παρουσία καί η κρίσις, κανείς δέν γνωρίζει πότε ακριβώς θά είναι αύται, ούτε ακόμη οι ουράνιοι άγγελοι, παρά μόνος ο Πατήρ μου. 37 Ναί κανείς δέν τήν ξεύρει.Διότι, καθώς υπήρξαν αι ημέραι τού Νώε, έτσι θά είναι καί η παρουσία τού υιού τού ανθρώπου. 38 Καθώς δηλαδή εις τάς ημέρας, πού προηγήθησαν τού κατακλυσμού, εξακολουθούσαν οι άνθρωποι νά τρώγουν καί νά πίνουν ασυλλόγιστα, νά νυμφεύωνται καί νά υπανδρεύουν τά παιδιά των, χωρίς νά τούς έρχεται καμμία σκέψις μετανοίας διά τόν αμαρτωλόν βίον τους, μέχρις εκείνης τής ημέρας, πού εμβήκεν ο Νώε εις τήν κιβωτόν,
39 καί δέν εκατάλαβαν, έως ότου ήλθεν ο κατακλυσμός καί τούς συνεπήρεν όλους, έτσι θά γίνη καί η παρουσία τού υιού τού ανθρώπου έξαφνα καί χωρίς νά τήν περιμένουν οι άνθρωποι τής ματαιότητος. 40 Η στενή σας δέ σχέσις καί συμβίωσις εις τήν ζωήν αυτήν δέν θά εμποδίση νά χωρισθήτε καί νά έχετε διάφορον τύχην ο ένας από τόν άλλον κατά τήν δευτέραν παρουσίαν.Πράγματι τότε δύο θά είναι εις τόν αγρόν.Ο ένας παραλαμβάνεται από τούς αγγέλους εν ασφαλεία καί ο άλλος αφίνεται εκεί διά νά τιμωρηθή. 41 Δύο γυναίκες θά αλέθουν εις τόν αυτόν μύλον.Η μία παραλαμβάνεται καί η άλλη αφίνεται.
42 Γρηγορείτε λοιπόν, διότι δέν ξεύρετε ποίαν ώραν έρχεται ο κύριος σας καί συνεπώς πρέπει νά είσθε πάντοτε έτοιμοι. 43 Εκ πείρας δέ γνωρίζετε καί εκείνο, ότι δηλαδή, εάν εγνώριζεν ο οικοδεσπότης εις ποίον τρίωρον τής νυκτός έρχεται ο κλέπτης, θά αγρυπνούσε καί δέν θά άφινε νά τού τρυπήσουν τό σπίτι του.
44 Διά τούτο καί σείς, αφού δέν ξεύρετε πότε θά έλθη ο Κύριος, πρέπει νά ετοιμάζεσθε διαρκώς, διότι ο υιός τού ανθρώπου, ο Θεάνθρωπος Κύριος, έρχεται δι ένα έκαστον από σάς διά τού θανάτου καί δι όλους μαζί κατά τήν δευτέραν παρουσίαν εις ώραν, πού δέν περιμένετε. 45 Ποίος άρά γε νά είναι ο έμπιστος δούλος καί ο μυαλωμένος, εις τόν οποίον ο κύριος τού έδωκεν ειδικήν (εν τή θρησκευτική κοινωνία του) εξουσίαν καί τόν εγκατέστησε διά νά φροντίζη διά τούς άλλους δούλους καί διά νά δίνη εις αυτούς τήν ανάλογον τροφήν εις τόν κατάλληλον χρόνον;
46 Μακάριος θά είναι ο δούλος εκείνος, τόν οποίον, όταν έλθη ο κύριος του, θά εύρη νά κάνη καί νά συμπεριφέρεται έτσι, φρόνιμα δηλαδή καί πιστά. 47 Αληθινά σάς λέγω, ότι θά τόν εγκαταστήση επιστάτην καί διαχειριστήν εις όλα τά υπάρχοντά του. 48 Εάν όμως είπη από μέσα του ο κακός εκείνος δούλος Αργεί νά έλθη ο κύριός μου,
49 καί αρχίση νά χρησιμοποιή εγωϊστικώς τήν εξουσίαν του καί νά κτυπά τούς συνδούλους του, νά τρώγη δέ καί νά πίνη μέ εκείνους πού μεθούν, ζητών μέ κάθε τρόπον νά ευχαριστήση τόν εαυτόν του, 50 θά έλθη ο κύριος τού δούλου εκείνου εις ημέραν, πού δέν περιμένει εκείνος, καί εις ώραν πού δέν ξεύρει. 51 Καί θά τόν τεμαχίση εις τά δύο καί, αφού πάρη τήν ψυχήν του μέ αιφνίδιον θάνατον, θά ορίση τήν θέσιν του μαζί μέ τούς υποκριτάς.Εκεί θά είναι ο κλαυθμός καί τό τρίξιμο τών δοντιών.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΕ/ 1 – 46
1 Τότε, όταν δηλαδή θά έλθη κατά τήν δευτέραν παρουσίαν ο Μεσσίας, αυτά πού θά συμβούν μέ τήν βασιλείαν τών ουρανών, θά παρουσιασθούν όμοια πρός όσα συνέβησαν εις δέκα παρθένους, αι οποίαι, αφού επήραν τούς λύχνους των, εβγήκαν νά υποδεχθούν τόν γαμβρόν, πού θά ήρχετο τήν νύκτα νά παραλάβη τήν νύμφην.
2 Πέντε δέ από αυτάς ήσαν φρόνιμοι καί μυαλωμένοι καί αι πέντε ήσαν ασυλλόγιστοι καί ανόητοι. 3 Καί αι ανόητοι αυταί, όταν επήραν τούς λύχνους των, δέν επήραν μαζί τους καί λάδι. 4 Αι φρόνιμοι όμως μαζί μέ τούς αναμμένους λύχνους των επήραν καί λάδι εις τά ξεχωριστά αγγεία των. 5 Αλλ επειδή αργούσε τήν νύκτα νά έλθη ο γαμβρός, ενύσταξαν όλαι καί εκοιμώντο. 6 Κατά δέ τό μεσονύκτιον ηκούσθη μεγάλη φωνή Ιδού ο γαμβρός έρχεται εβγάτε νά τόν προϋπαντήσετε. 7 Τότε εσηκώθησαν όλαι αι παρθένοι εκείναι καί διώρθωσαν τούς λύχνους των. 8 Αι ανόητοι δέ είπαν εις τάς φρονίμους Δώσατέ μας από τό λάδι σας, διότι οι λύχνοι μας σβήνουν.
9 Αλλ αι φρόνιμοι απεκρίθησαν καί είπαν Δέν μπορούμε νά σάς δώσωμεν, διότι υπάρχει φόβος νά μή φθάση καί δι ημάς καί διά σάς.Πηγαίνετε καλύτερα εις εκείνους πού πωλούν καί αγοράσατε διά τούς λύχνους σας. 10 Όταν όμως αυταί επήγαιναν νά αγοράσουν, ήλθεν ο γαμβρός καί αι ετοιμασμέναι παρθένοι εμβήκαν μαζί του εις τήν αίθουσαν τού γάμου, καί εκλείσθη η θύρα. 11 Ύστερον δέ έρχονται καί αι λοιπαί παρθένοι καί έλεγαν Κύριε, κύριε, άνοιξέ μας.
12 Αυτός όμως απεκρίθη καί είπεν Αληθινά σάς λέγω, ότι δέν σάς γνωρίζω. 13 Τό συμπέρασμα λοιπόν τής παραβολής είναι, ότι πρέπει νά είσθε προνοητικοί, έχοντες πάντοτε τήν ψυχήν σας λάμπουσαν από τό φώς τής αρετής καί εφωδιασμένην μέ τό έλαιον τής εσωτερικής θερμότητος καί δυνάμεως, τό οποίον η σταθερά επικοινωνία σας μέ τόν Θεόν θά σάς προμηθεύη.Ούτω δέ νά περιμένετε τόν ερχομόν τού υιού τού ανθρώπου καί Νυμφίου τής Εκκλησίας Χριστού, άγρυπνοι καί έτοιμοι πάντοτε, διότι δέν ηξεύρετε τήν ημέραν ούτε τήν ώραν, κατά τήν οποίαν θά έλθη, διά νά εισέλθετε μετ αυτού εις τήν ευφροσύνην καί μακαρίαν χαράν τών γάμων του.
14 Διά νά σάς εύρη δέ ο Κύριος ετοίμους, δέν αρκεί νά είσθε μόνον προνοητικοί καί φρόνιμοι, αλλά καί δραστήριοι καί επιμελείς διότι όπως ένας άνθρωπος, πού πρόκειται νά ταξιδεύση, εκάλεσε τούς δούλους του καί τούς παρέδωκε τά υπάρχοντα του, διά νά ζητήση εν καιρώ από αυτούς λογαριασμόν περί τής διαχειρίσεως των, έτσι θά είναι ομοία καί η βασιλεία τών ουρανών καί η κρίσις καί ανταπόδοσις, πού θά κάμη ο Κύριος.
15 Ο άνθρωπος δηλαδή αυτός έδωκεν εις άλλον μέν πέντε τάλαντα, εις άλλον δέ δύο, εις άλλον δέ έν εις έκαστον έδωκε σύμφωνα μέ τήν ικανότητα, πού είχε νά εμπορευθή τά όσα θά τού έδιδε.Καί εταξίδευσεν αμέσως.(Μέ άλλας λέξεις ο Θεός επροίκισε μέ διάφορα χαρίσματα έκαστον άνθρωπον, διά νά τά χρησιμοποιήση εις τό αγαθόν καί πρός ωφέλειαν τού πλησίον). 16 Αφού δέ επήγεν εκείνος, πού επήρε τά πέντε τάλαντα, ειργάσθη μέ αυτά καί εκέρδησεν άλλα πέντε τάλαντα.
17 Τό ίδιο καί εκείνος, πού επήρε τά δύο τάλαντα, εκέρδησεν άλλα δύο.Καί οι δύο αυτοί δούλοι εχρησιμοποίησαν μέ ίσον βαθμόν καλής προαιρέσεως καί ζήλου τάς ικανότητας καί τά χαρίσματα, πού τούς έδωκεν ο Θεός πρός δόξαν αυτού καί ωφέλειαν τού πλησίον. 18 Εκείνος όμως, πού επήρε τό ένα τάλαντον, επήγε καί έσκαψεν εις τήν γήν καί έκρυψεν εκεί τό χρήμα τού κυρίου του.Δέν κατεχράσθη δηλαδή τό τάλαντον, αλλ έδειξεν αμέλειαν καί δέν ειργάσθη νά τό επαυξήση. 19 Ύστερα δέ από πολύν χρόνον ήλθεν ο κύριος τών δούλων εκείνων καί ελογαριάσθη μαζί τους.
20 Καί αφού προσήλθεν εκείνος, πού επήρε τά πέντε τάλαντα, επρόσφερεν άλλα πέντε τάλαντα καί είπε Κύριε, πέντε τάλαντα μού παρέδωκες.Ιδού, άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα μέ αυτά. 21 Είπε πρός αυτόν ο κύριος του Εύγε, δούλε αγαθέ καί πιστέ! Εις ολίγα ήσουν πιστός, εις πολλά θά σέ εγκαταστήσω.Έμβα μέσα διά νά απολαύσης τήν αυτήν χαράν μέ τόν κύριον σου.Αφού εφάνης πιστός εις τά πέντε τάλαντα, ελθέ νά γίνης συγκύριος εις τήν μεγάλην περιουσίαν μου.Ελθέ νά απολαύσης τήν απεριόριστον μακαριότητα τού ουρανού. 22 Πρόσηλθε δέ καί εκείνος, πού επήρε τά δύο τάλαντα καί είπε Κύριε, δύο τάλαντα μού παρέδωκες.Νά, άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα μέ αυτά.
23 Είπε πρός αυτόν ο κύριος του Εύγε, δούλε καλέ καί πιστέ! Εις ολίγα ήσουν πιστός, εις πολλά θά σέ εγκαταστήσω.Έμβα καί σύ μέσα νά απολαύσης τήν χαράν τού κυρίου σου. 24 Προσήλθε δέ καί εκείνος, πού είχε πάρει τό ένα τάλαντον καί είπε Κύριε, σέ εγνώρισα, ότι είσαι άνθρωπος σκληρός, πού θερίζεις εκεί, όπου δέν έσπειρες, καί μαζεύεις εις τήν αποθήκην σου απ εκεί, όπου δέν εσκόρπισες καί δέν ελίχνισες τό αλωνισμένον.
25 Καί επειδή εφοβήθην, επήγα καί έκρυψα τό τάλαντόν σου μέσα εις τήν γήν.Νά, έχεις τό ιδικόν σου. 26 Απεκρίθη δέ ο κύριος του καί είπεν εις αυτόν κακέ καί τεμπέλη δούλε! Εγνώριζες, ότι θερίζω εκεί, όπου δέν έσπειρα, καί συνάγω απ εκεί, όπου δέν εσκόρπισα εις τό αλώνι διά νά λιχνισθή εις τόν αέρα. 27 Έπρεπε λοιπόν σύ νά καταθέσης τό χρήμα μου εις τούς τραπεζίτας, καί όταν θά ηρχόμην εγώ, θά έπαιρνα μέ τόκον αυτό, πού μού ανήκει.
28 Πάρετε λοιπόν από αυτόν τό τάλαντον καί δώσατέ το εις εκείνον, πού έχει τά δέκα τάλαντα. 29 Διότι εις καθένα, πού έχει καί ηύξησε μέ επιμέλειαν καί ζήλον εκείνο πού τού εδόθη, θά τού δοθούν καί άλλα καί θά περισσεύσουν.Απ εκείνον δέ, πού τού εδόθησαν μέν χαρίσματα, αλλά τά παρημέλησε καί δέν τά ειργάσθη, ώστε νά έχη καί αυτός κάτι μέ τήν ιδικήν του εργασίαν, καί αυτό τό ολίγον πού τού εδόθη καί τό αφήκεν ακαλλιέργητον, θά τού τό πάρουν.
30 Καί τόν άχρηστον δούλον βγάλατέ τον απ εδώ, καί ρίψατέ τον εις τό πιό απομονωμένον καί απομακρυσμένον από τήν βασιλείαν μου σκοτάδι.Εκεί θά είναι τό κλάψιμον καί τό τρίξιμον τών δοντιών. 31 Όταν δέ έλθη ο υιός τού ανθρώπου μέ τήν δόξαν του καί όλοι οι άγιοι άγγελοι θά είναι μαζί του, τότε θά καθήση εις θρόνον ένδοξον καί λαμπρόν.
32 Καί θά συναχθούν εμπρός του όλα τά έθνη, όλοι δηλαδή οι άνθρωποι, πού έζησαν απ αρχής τής δημιουργίας μέχρι τέλους τού κόσμου, καί θά χωρίση αυτούς τόν ένα από τόν άλλον, καθώς καί ο ποιμήν χωρίζει τά πρόβατα από τά γίδια. 33 Καί θά στήση τούς μέν δικαίους, πού είναι ήμεροι σάν τά πρόβατα, εις τά δεξιά του, τούς δέ αμαρτωλούς, πού είναι ατίθασοι καί άτακτοι σάν τά γίδια, εις τά αριστερά του.
34 Τότε θά είπη ο βασιλεύς εις εκείνους, πού θά είναι εις τά δεξιά του Ελάτε σείς, πού είσθε ευλογημένοι από τόν Πατέρα μου, λάβετε ως κληρονομίαν τήν βασιλείαν, πού έχει ετοιμασθή διά σάς, αφ ότου εθεμελιώνετο ο κόσμος.
35 Σάς ανήκει δέ η κληρονομία αυτή, διότι επείνασα καί μού εδώκατε νά φάγω, ήμουν διψασμένος καί μέ εποτίσατε, ξένος ήμουν καί δέν είχα πού νά μείνω καί μέ επεριμαζεύσατε εις τό σπίτι σας, 36 γυμνός ήμουν καί μέ ενεδύσατε, αρρώστησα καί μέ επεσκέφθητε, μέσα εις φυλακήν ήμουν καί ήλθατε νά μέ ιδήτε καί νά μέ παρηγορήσετε.
37 Τότε θά αποκριθούν εις αυτόν οι δίκαιοι καί θά είπουν Κύριε, πότε σέ είδαμεν πεινασμένον καί σέ εθρέψαμεν, ή διψασμένον καί σού εδώκαμεν νά πίης; 38 Πότε δέ σέ είδαμεν ξένον καί σέ επεριμαζεύσαμεν, ή γυμνόν καί σέ ενεδύσαμεν;
39 Πότε δέ σέ είδαμεν άρρωστον ή φυλακισμένον καί ήλθαμεν νά σέ επισκεφθώμεν; 40 Καί θά αποκριθή ο βασιλεύς καί θά τούς είπη Αληθινά σάς λέγω, ότι κάθε τι πού εκάματε εις ένα από τούς πτωχούς αυτούς αδελφούς μου, πού εφαίνοντο άσημοι καί πολύ μικροί, τό εκάματε εις εμέ.
41 Τότε θά είπη καί εις εκείνους, πού θά είναι εις τά αριστερά του Σείς πού από τά έργα σας εγίνατε καταραμένοι, πηγαίνετε μακράν από εμέ εις τό πύρ τό αιώνιον, πού έχει ετοιμασθή διά τόν διάβολον καί τούς αγγέλους του. 42 Διότι επείνασα καί δέν μού εδώκατε νά φάγω, εδίψασα καί δέν μέ εποτίσατε,
43 ξένος ήμουν καί δέν μέ επεριμαζεύσατε πρός φιλοξενίαν, γυμνός καί δέν μέ ενεδύσατε, άρρωστος ήμουν καί μέσα εις τήν φυλακήν καί δέν μέ επεσκέφθητε.
44 Τότε θά τού αποκριθούν καί αυτοί καί θά είπουν Κύριε, πότε σέ είδαμεν νά πεινάς ή νά διψάς ή νά είσαι ξένος ή γυμνός ή ασθενής ή μέσα είς φυλακήν καί δέν σέ υπηρετήσαμεν;
45 Τότε θά τούς αποκριθή καί θά είπη Αληθινά σάς λέγω, κάθε τι πού δέν εκάματε εις ένα από αυτούς, τούς οποίους ο κόσμος εθεώρει πολύ μικρούς, ούτε εις εμέ τό εκάματε. 46 Καί θά απέλθουν αυτοί εις κόλασιν, πού δέν θά έχη τέλος, αλλά θά είναι αιώνια, οι δέ δίκαιοι θά μεταβούν διά νά απολαύσουν ζωήν αιώνιον.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ/ 1 – 2
1 Καί συνέβη, όταν ετελείωσεν ο Ιησούς όλους τούς λόγους αυτούς, είπεν εις τούς μαθητάς του 2 Ξεύρετε ότι μετά δύο ημέρας γίνεται η εορτή τού Πάσχα καί ο υιός τού ανθρώπου θά παραδοθή διά νά σταυρωθή.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΒ/ 17 – 50
17 Κατά τήν υποδοχήν λοιπόν εκείνην έδιδε μαρτυρίαν περί τού θαύματος τού Λαζάρου εις όσους δέν τό είχαν ίδει, ο λαός, πού ήτο τότε μαζί του, όταν ο Ιησούς εφώναξεν από τό μνημείον τόν Λάζαρον καί τόν ανέστησεν εκ νεκρών. 18 Δι αυτό καί τόν προϋπάντησαν τά πλήθη τού λαού, διότι ήκουσαν από τούς αυτόπτας μάρτυρας, ότι αυτός είχε κάμει τό μέγα τούτο θαύμα.
19 Ύστερα λοιπόν από τόν ενθουσιασμόν αυτόν τού λαού είπαν οι Φαρισαίοι μεταξύ τους Βλέπετε, ότι δέν κερδίζετε τίποτε μέ τό νά περιμένετε καί νά αναβάλλετε τήν σύλληψίν του; Ιδού τώρα, ότι όλος ο λαός μάς εγκατέλειψε καί ηκολούθησεν αυτόν. 20 Ήσαν δέ τότε μερικοί Έλληνες προσήλυτοι από εκείνους, πού συνήθως ανέβαινον εις τά Ιεροσόλυμα διά νά προσκυνήσουν κατά τήν εορτήν τού Πάσχα.
21 Αυτοί λοιπόν ήλθαν πρός τόν Φίλιππον, πού ήτο από τήν Βηθσαϊδά τής Γαληλαίας, καί τόν παρεκάλουν λέγοντες Κύριε, θέλομεν νά ίδωμεν ιδιαιτέρως τόν Ιησούν καί νά συνομιλήσωμεν μετ αυτού.
22 Επειδή δέ ο Φίλιππος εδίσταζε νά αναγγείλη τούτο εις τόν Διδάσκαλον, ήλθε καί ανεκοίνωσεν αυτό εις τόν συμπολίτην καί συμμαθητήν του Ανδρέαν. Καί πάλιν ο Ανδρέας καί ο Φίλιππος λέγουν εις τόν Ιησούν, ότι οι Έλληνες προσήλυτοι θέλουν νά τόν ίδουν.
23 Ο Ιησούς δέ απεκρίθη πρός αυτούς καί είπεν Ήλθεν η ώρα η ωρισμένη κατά τό προκαθωρισμένον σχέδιον τού Θεού διά νά δοξασθή ο υιός τού ανθρώπου διά τού θανάτου του καί τής αναλήψεώς του, οπότε καί θά αναγνωρισθή ως Μεσσίας καί υπό τών εθνικών.
24 Εν πάση αληθεία σάς λέγω, εάν τό μικρό σπυρί τού σιταριού δέν πέση εις τήν γήν καί δέν σαπίση μέσα εις τό χώμα, μένει μοναχό του καί δέν πολλαπλασιάζεται. Εάν όμως διά τής σποράς του εις τήν γήν αποθάνη καί ταφή, βγάζει πολύν καρπόν. Έτσι καί εγώ εάν αποθάνω, καθώς ο Πατήρ μου ώρισε, θά καρποφορήσω τήν σωτηρίαν τού ανθρωπίνου γένους.
25 Εκείνος, πού αγαπά τήν ζωήν του καί αποφεύγει τόν θάνατον, τόν οποίον τού επιβάλλει τό καθήκον, θά τήν χάση εν τή αιωνία βασιλεία καί εκείνος, ο οποίος διά τό καθήκον περιφρονεί καί μισεί τήν ζωήν του εις τόν κόσμον αυτόν, θά διατηρήση καί θά φυλάξη αυτήν, διά νά απολαύση τήν αιώνιον ζωήν τού μέλλοντος.
26 Εάν κανείς μέ υπηρετή καί είναι μαθητής μου, άς μέ ακολουθή εις τήν οδόν τής αυταπαρνήσεως μιμούμενος τό παράδειγμά μου. Καί όπου είμαι εγώ, τώρα μέν κακοπαθών καί θυσιαζόμενος, εις τό μέλλον όμως δοξαζόμενος εις τούς ουρανούς, εκεί θά είναι καί ο ιδικός μου διάκονος. Πρέπει λοιπόν καί αυτός νά είναι πρόθυμος εις θυσίας εδώ, διά νά δοξάζεται μαζί μου εις τό μέλλον. Καί εάν κανείς μέ υπηρετή, θά τόν τιμήση καί θά τόν δοξάση εν τώ αιωνίω μέλλοντι ο Πατήρ.
27 Τώρα, όταν η ώρα τού θανάτου μου επλησίασεν, η ψυχή μου έχει ταραχθή εκ τής αγωνίας, τήν οποίαν φυσικώς δοκιμάζει ο άνθρωπος, όταν αντιμετωπίζη τόν θάνατον. Καί τί νά είπω; Πάτερ μου, σώσε μέ καί απάλλαξέ με από τήν σκληράν αυτήν ώραν τού μαρτυρικού μου θανάτου. Αλλά έφθασα μετ εγκαρτερήσεως καί αυταπαρνήσεως μέχρι τής ώρας αυτής, ακριβώς δι αυτό, διά νά υποστώ τουτέστι τόν θάνατον αυτόν καί αυτό υπήρξεν ο όλος σκοπός τής ζωής μου. Θά είπω λοιπόν τούτο:
28 Πάτερ, ο,τιδήποτε καί άν πρόκειται νά πάθω εγώ, φέρε σύ εις αίσιον πέρας τό έργον τής σωτηρίας καί απολυτρώσεως τών ανθρώπων καί δόξασε ούτω τό όνομά σου. Εις απάντησιν λοιπόν τής επικλήσεως αυτής τού Ιησού ήλθε φωνή από τόν ουρανόν, η οποία έλεγε Καί εδόξασα τό όνομά μου διά τής μέχρι τούδε εν μέσω τού Ισραήλ δράσεώς σου καί πάλιν θά δοξάσω αυτό διά τού ενδόξου παθήματος καί τής αναστάσεώς σου καί διά τής εξαπλώσεως τού ευαγγελίου εις τά έθνη.
29 Κατόπιν λοιπόν τής φωνής αυτής ο πολύς λαός, πού εστέκετο εκεί καί ήκουσαν τόν ήχον της, χωρίς νά ξεχωρίσουν καί τούς λόγους της, έλεγαν ότι έγινε βροντή άλλοι έλεγαν, ότι άγγελος ωμίλησεν εις αυτόν. 30 Απεκρίθη ο Ιησούς καί είπε Δέν έγινε η φωνή αυτή δι εμέ, ο οποίος γνωρίζω τήν πρός εμέ αγάπην τού Πατρός μου, αλλά διά σάς, διά νά πληροφορηθήτε ότι απεστάλην από τόν Θεόν.
31 Τώρα, πού θά μέ ίδουν οι άνθρωποι περιφρονημένον καί σταυρωμένον, θά κριθή ο κόσμος αυτός καί θά χωρισθούν οι πιστοί από τούς απίστους. Τώρα ο άρχων τού κόσμου τούτου, ο σατανάς, θά πεταχθή έξω από τό κράτος του καί θά χάση τήν εξουσίαν του. 32 Τουναντίον δέ εγώ, εάν υψωθώ διά τού σταυρού από τήν γήν καί αναληφθώ εις τούς ουρανούς, θά αποσπάσω από τήν δουλείαν τού διαβόλου καί θά ελκύσω πρός τόν εαυτόν μου όλους, όχι μόνον τούς Ιουδαίους, αλλά καί τούς Έλληνας, όσοι θά πιστεύσουν εις εμέ. 33 Έλεγε δέ τούς περί τής υψώσεώς του εκ τής γής λόγους τούτους υποδεικνύων συνεσκιασμένως μέ ποίον είδος θανάτου έμελλε νά αποθάνη.
34 Απεκρίθη εις αυτόν τό πλήθος τού λαού Ημείς έχομεν ακούσει από τήν ανάγνωσιν τού νόμου, πού γίνεται εις τάς συναγωγάς, ότι ο Χριστός μένει εις τόν αιώνα καί δέν αποθνήσκει ποτέ. Καί πώς σύ λέγεις, ότι πρέπει νά υψωθή επί τού σταυρού καί νά αποθάνη ο υιός τού ανθρώπου; Ποίος είναι αυτός ο υιός τού ανθρώπου, περί τού οποίου ομιλείς;
35 Κατόπιν λοιπόν τής ερωτήσεώς των αυτής είπε πρός αυτούς ο Ιησούς Ολίγον χρόνον ακόμη έχετε μαζί σας εμέ, ο οποίος είμαι τό φώς τού κόσμου. Εφ όσον λοιπόν έχετε τό φώς μεταξύ σας, περιπατείτε υπό τήν οδηγίαν του καί τόν φωτισμόν του, διά νά μή σάς κατακυριεύση τό σκότος τής αμαρτίας καί τής πλάνης. Διότι εκείνος, πού περιπατεί εις τό σκότος, δέν ξεύρει πού πηγαίνει.
36 Έως ότου έχετε μεταξύ σας εμέ, πού είμαι τό φώς, πιστεύετε εις τό φώς καί αναγνωρίσατε, ότι εγώ είμαι τό φώς, διά νά γίνετε παιδιά τού φωτός, ολόκληροι φωτισμένοι από τό φώς τής αληθείας καί τής αγιότητος. Αυτά ελάλησεν ο Ιησούς καί αναχωρήσας από τό ιερόν καί τά Ιεροσόλυμα εκρύβη από αυτούς, διά νά μή ερεθίζωνται από τήν παρουσίαν του περισσότερον. 37 Καίτοι δέ τόσον πολλά θαύματα είχε κάμει εμπρός εις τά μάτια των ο Ιησούς, όμως αυτοί επέμεναν νά μή πιστεύουν εις αυτόν,
38 διά νά πραγματοποιηθή καί επαληθεύση ο λόγος τού προφήτου Ησαΐου, τόν οποίον είπε Κύριε, ποίος επίστευσεν εις τό κήρυγμα, πού ακούεται από τό στόμα μας; Καί η δύναμις τού Κυρίου, πού ειργάσθη διά τού Χριστού θαύματα, εις ποίον εφανερώθη; Εις ελαχίστους μόνον. 39 Ένεκα δέ τής δυστροπίας των αυτής, τήν οποίαν προείδεν ο Θεός καί προείπεν ο Ησαΐας, επειδή ήλθεν η ώρα νά πληρωθή η προφητεία αυτή, δέν ημπορούσαν νά πιστεύσουν, διότι πάλιν είπεν ο Ησαΐας 40 Λόγω τής κακής των διαθέσεως καί προαιρέσεως παρεχώρησεν ο Θεός νά τυφλωθούν οι οφθαλμοί τής διανοίας των καί νά σκοτισθή η καρδία των, διά νά μή ίδουν μέ τούς πνευματικούς οφθαλμούς καί νά μή εννοήσουν μέ τήν καρδίαν τους καί επιστραφούν διά τής μετανοίας καί ιατρεύσω τάς ψυχάς των.
41 Ταύτα είπεν ο Ησαΐας, όταν δι αποκαλυπτικής οπτασίας είδε τήν δόξαν τού Ιησού Χριστού, πού εκάθητο πρό τής ενανθρωπήσεώς του εις θρόνον υψηλόν, καί ωμίλησεν ακολούθως περί αυτών, πού είδεν. 42 Μ όλα ταύτα καί από τούς άρχοντας πολλοί επίστευσαν εις αυτόν, εξ αιτίας όμως τών Φαρισαίων δέν ωμολόγουν φανερά τήν πίστιν των, διά νά μή αφορισθούν καί διωχθούν από τήν συναγωγήν. 43 Τούς εφόβιζε δέ ο αφορισμός αυτός, διότι ηγάπησαν τήν τιμήν καί επιδοκιμασίαν τών ανθρώπων πολύ περισσότερον, παρά τήν δόξαν καί επιδοκιμασίαν τού Θεού.
44 Ο Ιησούς δέ εφώναξε διά νά τόν ακούσουν όλοι καί είπε Διατί φοβείσθε νά ομολογήσετε τήν εις εμέ πίστιν σας; Μάθετε, ότι εκείνος πού πιστεύει εις εμέ, δέν πιστεύει εις εμέ, αλλ εις τόν Θεόν, ο οποίος μέ έστειλε. 45 Καί εκείνος πού μέ τά πνευματικά μάτια, τά οποία ανοίγει καί φωτίζει η πίστις, βλέπει εμέ, βλέπει τόν Πατέρα πού μέ απέστειλεν εις τόν κόσμον.
46 Εγώ ήλθα εις τόν κόσμον διά νά είμαι φώς πνευματικόν δι αυτόν, διά νά μή μείνη εις τό ηθικόν σκότος τής αμαρτίας καί τής πλάνης κανείς από εκείνους, πού πιστεύουν εις εμέ. 47 Καί εάν κανείς ακούση τούς λόγους μου καί δέν τούς πιστεύση, ώστε νά εγκολπωθή αυτούς καί νά τούς τηρήση εις τόν βίον του, εγώ δέν καταδικάζω αυτόν από τώρα, ούτε θά είμαι εγώ ο κύριος αίτιος τής καταδίκης του. Διότι δέν ήλθα διά νά κατακρίνω τόν κόσμον, αλλά διά νά σώσω τόν κόσμον.
48 Εκείνος πού μέ παρακούει καί δέν δέχεται τά λόγια μου, έχει μόνος του δημιουργήσει αυτόν, πού θά τόν καταδικάση ο λόγος τόν οποίον ελάλησα, εκείνος θά τόν κρίνη κατά τήν εσχάτην ημέραν τής παγκοσμίου Κρίσεως.
49 Θά κρίνη δέ ο λόγος μου κάθε άπιστον κατά τήν ημέραν εκείνην, διότι εγώ δέν ελάλησα ποτέ από τόν εαυτόν μου, αλλ ο Πατήρ, πού μέ απέστειλεν, αυτός μού έδωκεν εντολήν, τί νά διδάξω καί μέ ποίους λόγους νά τό είπω.
50 Καί γνωρίζω, ότι η εντολή του είναι ζωή αιώνιος, διότι ο λόγος τού Θεού εγκλείει ζωοποιόν καί ανακαινιστικήν δύναμιν. Δι αυτό λοιπόν καί εγώ, πού ήλθα διά νά σάς μεταδώσω ζωήν αιώνιον, εκείνα, τά οποία λέγω καί διδάσκω, όπως μου τά έχει είπει ο Πατήρ, έτσι ακριβώς τά λέγω καί τά διδάσκω.