Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΔ/ 36 – 51 – 36 Περί δε της ημέρας εκείνης και ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ει μη ο πατήρ μου μόνος. 37 ώσπερ δε αι ημέραι του Νώε, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου.
38 ώσπερ γαρ ήσαν εν ταις ημέραις ταις προ του κατακλυσμού τρώγοντες και πίνοντες, γαμούντες και εκγαμίζοντες, άχρι ης ημέρας εισήλθε Νώε εις την κιβωτόν, 39 και ουκ έγνωσαν έως ήλθεν ο κατακλυσμός και ήρεν άπαντας, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου. 40 τότε δύο έσονται εν τω αγρώ, ο εις παραλαμβάνεται και ο εις αφίεται
41 δύο αλήθουσαι εν τω μυλώνι, μία παραλαμβάνεται και μία αφίεται. 42 γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε ποία ώρα ο Κύριος υμών έρχεται. 43 Εκείνο δε γινώσκετε ότι ει ήδει ο οικοδεσπότης ποία φυλακή ο κλέπτης έρχεται, εγρηγόρησεν αν και ουκ αν είασε διορυγήναι την οικίαν αυτού. 44 δια τούτο και υμείς γίνεσθε έτοιμοι, ότι η ώρα ου δοκείτε ο υιός του ανθρώπου έρχεται.
45 τις άρα εστίν ο πιστός δούλος και φρόνιμος, ον κατέστησεν ο κύριος αυτού επί της θεραπείας αυτού του διδόναι αυτοίς την τροφήν εν καιρώ ; 46 μακάριος ο δούλος εκείνος ον ελθών ο κύριος αυτού ευρήσει ποιούντα ούτως. 47 αμήν λέγω υμίν ότι επί πάσι τοις υπάρχουσιν αυτού καταστήσει αυτόν. 48 εάν δε είπη ο κακός δούλος εκείνος εν τη καρδία αυτού, χρονίζει ο κύριός μου ελθείν,
49 και άρξηται τύπτειν τους συνδούλους αυτού, εσθίη δε και πίνη μετά των μεθυόντων, 50 ήξει ο κύριος του δούλου εκείνου εν ημέρα η ου προσδοκά και εν ώρα η ου γινώσκει, 51 και διχοτομήσει αυτόν, και το μέρος αυτού μετά των υποκριτών θήσει εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ κε/ 1 – 46
1 Τότε ομοιωθήσεται η βασιλεία των ουρανών δέκα παρθένοις, αίτινες λαβούσαι τας λαμπάδας εαυτών εξήλθον εις απάντησιν του νυμφίου. 2 πέντε δε ήσαν εξ αυτών φρόνιμοι και αι πέντε μωραί. 3 αίτινες μωραί λαβούσαι τας λαμπάδας εαυτών ουκ έλαβον μεθ εαυτών έλαιον 4 αι δε φρόνιμοι έλαβον έλαιον εν τοις αγγείοις αυτών μετά των λαμπάδων αυτών.
5 χρονίζοντος δε του νυμφίου ενύσταξαν πάσαι και εκάθευδον. 6 μέσης δε νυκτός κραυγή γέγονεν ιδού ο νυμφίος έρχεται, εξέρχεσθε εις απάντησιν αυτού. 7 τότε ηγέρθησαν πάσαι αι παρθένοι εκείναι και εκόσμησαν τας λαμπάδας αυτών. 8 αι δε μωραί ταις φρονίμοις είπον δότε ημίν εκ του ελαίου υμών, ότι αι λαμπάδες ημών σβέννυνται. 9 απεκρίθησαν δε αι φρόνιμοι λέγουσαι μήποτε ουκ αρκέση ημίν και υμίν πορεύεσθε δε μάλλον προς τους πωλούντας και αγοράσατε εαυταίς.
10 απερχομένων δε αυτών αγοράσαι ήλθεν ο νυμφίος, και αι έτοιμοι εισήλθον μετ αυτού εις τους γάμους, και εκλείσθη η θύρα. 11 ύστερον δε έρχονται και αι λοιπαί παρθένοι λέγουσαι κύριε κύριε, άνοιξον ημίν. 12 ο δε αποκριθείς είπεν αμήν λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς. 13 γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδέ την ώραν εν η ο υιός του ανθρώπου έρχεται. 14 Ώσπερ γαρ άνθρωπος αποδημών εκάλεσε τους ιδίους δούλους και παρέδωκεν αυτοίς τα υπάρχοντα αυτού, 15 και ω μεν έδωκε πέντε τάλαντα, ω δε δύο, ω δε εν, εκάστω κατά την ιδίαν δύναμιν, και απεδήμησεν ευθέως. 16 πορευθείς δε ο τα πέντε τάλαντα λαβών ειργάσατο εν αυτοίς και εποίησεν άλλα πέντε τάλαντα
17 ωσαύτως και ο τα δύο εκέρδησε και αυτός άλλα δύο. 18 ο δε το εν λαβών απελθών ώρυξεν εν τη γη και απέκρυψε το αργύριον του κυρίου αυτού. 19 μετά δε χρόνον πολύν έρχεται ο κύριος των δούλων εκείνων και συναίρει μετ αυτών λόγον. 20 και προσελθών ο τα πέντε τάλαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα λέγων κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα επ αυτοίς. 21 έφη αυτώ ο κύριος αυτού ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου. 22 προσελθών δε και ο τα δύο τάλαντα λαβών είπε κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας ίδε άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα επ αυτοίς.
23 έφη αυτώ ο κύριος αυτού ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου. 24 προσελθών δε και ο το εν τάλαντον ειληφώς είπε κύριε, έγνων σε ότι σκληρός ει άνθρωπος, θερίζων όπου ουκ έσπειρας και συνάγων όθεν ου διεσκόρπισας 25 και φοβηθείς απελθών έκρυψα το τάλαντόν σου εν τη γη ίδε έχεις το σον. 26 αποκριθείς δε ο κύριος αυτού είπεν αυτώ πονηρέ δούλε και οκνηρέ! ήδεις ότι θερίζω όπου ουκ έσπειρα και συνάγω όθεν ου διεσκόρπισα! 27 έδει ουν σε βαλείν το αργύριόν μου τοις τραπεζίταις, και ελθών εγώ εκομισάμην αν το εμόν συν τόκω. 28 άρατε ουν απ αυτού το τάλαντον και δότε τω έχοντι τα δέκα τάλαντα
29 τω γαρ έχοντι παντί δοθήσεται και περισσευθήσεται από δε του μη έχοντος και ο έχει αρθήσεται απ αυτού. 30 και τον αχρείον δούλον εκβάλετε εις το σκότος το εξώτερον εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων. 31 Όταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού 32 και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ αλλήλων, ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των ερίφων, 33 και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού τα δε ερίφια εξ ευωνύμων.
34 τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού δεύτε, οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου 35 επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με, ξένος ήμην και συνηγάγετέ με, 36 γυμνός και περιεβάλετέ με, ησθένησα και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με. 37 τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα και εθρέψαμεν, η διψώντα και εποτίσαμεν ;
38 πότε δε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, η γυμνόν και περιεβάλομεν ; 39 πότε δε σε είδομεν ασθενή η εν φυλακή και ήλθομεν προς σε ; 40 και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς αμήν λέγω υμίν, εφ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε. 41 Τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων πορεύεσθε απ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού 42 επείνασα γαρ και ουκ εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και ουκ εποτίσατέ με, 43 ξένος ήμην και ου συνηγάγετέ με, γυμνός και ου περιεβάλετέ με, ασθενής και εν φυλακή και ουκ επεσκέψασθέ με.
44 τότε αποκριθήσονται αυτώ και αυτοί λέγοντες κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα η διψώντα η ξένον η γυμνόν η ασθενή η εν φυλακή και ου διηκονήσαμέν σοι ; 45 τότε αποκριθήσεται αυτοίς λέγων αμήν λέγω υμίν, εφ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. 46 και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ/ 1 – 2
1 και εγένετο ότε ετέλεσεν ο Ιησούς πάντας τους λόγους τούτους, είπε τοις μαθηταίς αυτού 2 Οίδατε ότι μετά δύο ημέρας το πάσχα γίνεται, και ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται εις το σταυρωθήναι.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ιβ/ 17 – 50
17 Εμαρτύρει ουν ο όχλος ο ων μετ αυτού ότε τον Λάζαρον εφώνησεν εκ του μνημείου και ήγειρεν αυτόν εκ νεκρών. 18 δια τούτο και υπήντησεν αυτώ ο όχλος, ότι ήκουσαν τούτο αυτόν πεποιηκέναι το σημείον. 19 οι ουν Φαρισαίοι είπον προς εαυτούς Θεωρείτε ότι ουκ ωφελείτε ουδέν ; ίδε ο κόσμος οπίσω αυτού απήλθεν. 20 Ήσαν δε τινες Έλληνες εκ των αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή.
21 ούτοι ουν προσήλθον Φιλίππω τω από Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και ηρώτων αυτόν λέγοντες Κύριε, θέλομεν τον Ιησούν ιδείν. 22 έρχεται Φίλιππος και λέγει τω Ανδρέα, και πάλιν Ανδρέας και Φίλιππος και λέγουσι τω Ιησού 23 ο δε Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς λέγων Ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου. 24 αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει.
25 ο φιλών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο μισών την ψυχήν αυτού εν τω κόσμω τούτω, εις ζωήν αιώνιον φυλάξει αυτήν. 26 εάν εμοί διακονή τις, εμοί ακολουθείτω, και όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται και εάν τις εμοί διακονή, τιμήσει αυτόν ο πατήρ. 27 νυν η ψυχή μου τετάρακται, και τι είπω ; Πάτερ, σώσόν με εκ της ώρας ταύτης. αλλά δια τούτο ήλθον εις την ώραν ταύτην. 28 πάτερ, δόξασόν σου το όνομα. ήλθεν ουν φωνή εκ του ουρανού και εδόξασα και πάλιν δοξάσω. 29 ο ουν όχλος ο εστώς και ακούσας έλεγε βροντήν γεγονέναι άλλοι έλεγον Άγγελος αυτώ λελάληκεν.
30 απεκρίθη ο Ιησούς και είπεν ου δι εμέ αύτη η φωνή γέγονεν, αλλά δι υμάς. 31 νυν κρίσις εστί του κόσμου τούτου, νυν ο άρχων του κόσμου τούτου εκβληθήσεται έξω 32 καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν. 33 τούτο δε έλεγεν σημαίνων ποίω θανάτω ήμελλεν αποθνήσκειν. 34 απεκρίθη αυτώ ο όχλος Ημείς ηκούσαμεν εκ του νόμου ότι ο Χριστός μένει εις τον αιώνα, και πως συ λέγεις, δει υψωθήναι τον υιόν του ανθρώπου ; τις εστιν ούτος ο υιός του ανθρώπου ; 35 είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς Έτι μικρόν χρόνον το φως μεθ υμών εστι περιπατείτε έως το φως έχετε, ίνα μη σκοτία υμάς καταλάβη και ο περιπατών εν τη σκοτία ουκ οίδεν που υπάγει. 36 έως το φως έχετε, πιστεύετε εις το φως ίνα υιοι φωτός γένησθε. Ταύτα ελάλησεν Ιησούς, και απελθών εκρύβη απ αυτών.
37 Τοσαύτα δε αυτού σημεία πεποιηκότος έμπροσθεν αυτών ουκ επίστευον εις αυτόν, 38 ίνα ο λόγος Ησαίου του προφήτου πληρωθή ον είπε Κύριε, τις επίστευσε τη ακοή ημών ; και ο βραχίων Κυρίου τίνι απεκαλύφθη ; 39 δια τούτο ουκ ηδύναντο πιστεύειν, ότι πάλιν είπεν Ησαίας 40 Τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς και πεπώρωκεν αυτών την καρδίαν, ίνα μη ίδωσι τοις οφθαλμοίς και νοήσωσι τη καρδία και επιστραφώσι, και ιάσομαι αυτούς. 41 ταύτα είπεν Ησαίας ότε είδεν την δόξαν αυτού και ελάλησε περί αυτού. 42 όμως μέντοι και εκ των αρχόντων πολλοί επίστευσαν εις αυτόν, αλλά δια τους Φαρισαίους ουχ ωμολόγουν, ίνα μη αποσυνάγωγοι γένωνται
43 ηγάπησαν γαρ την δόξαν των ανθρώπων μάλλον ήπερ την δόξαν του Θεού. 44 Ιησούς δε έκραξε και είπεν ο πιστεύων εις εμέ ου πιστεύει εις εμέ, αλλ εις τον πέμψαντά με, 45 και ο θεωρών εμέ θεωρεί τον πέμψαντά με. 46 εγώ φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις εμέ εν τη σκοτία μη μείνη.
47 και εάν τις μου ακούση των ρημάτων και μη πιστεύση, εγώ ου κρίνω αυτόν ου γαρ ήλθον ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ ίνα σώσω τον κόσμον. 48 ο αθετών εμέ και μη λαμβάνων τα ρήματά μου, έχει τον κρίνοντα αυτόν ο λόγος ον ελάλησα, εκείνος κρινεί αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα 49 ότι εγώ εξ εμαυτού ουκ ελάλησα, αλλ ο πέμψας με πατήρ αυτός μοι εντολήν έδωκε τι είπω και τι λαλήσω 50 και οίδα ότι η εντολή αυτού ζωή αιώνιός εστιν. α ουν λαλώ εγώ, καθώς είρηκέ μοι ο πατήρ, ούτω λαλώ.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΔ/ 36 – 51
36 δια την ημέραν ομως εκείνην και την ώραν, που θα λάβη χώραν η δευτέρα παρουσία και η κρίσις, κανείς δεν γνωρίζει πότε ακριβώς θα είναι αύται, ούτε ακόμη οι ουράνιοι άγγελοι, παρά μόνος ο Πατήρ μου. 37 ναι κανείς δεν την ξεύρει. Διότι, καθώς υπήρξαν αι ημέραι του Νώε, έτσι θα είναι και η παρουσία του υιού του ανθρώπου. 38 Καθώς δηλαδή εις τας ημέρας, που προηγήθησαν του κατακλυσμού, εξακολουθούσαν οι άνθρωποι να τρώγουν και να πίνουν ασυλλόγιστα, να νυμφεύωνται και να υπανδρεύουν τα παιδιά των, χωρίς να τους έρχεται καμμία σκέψις μετανοίας δια τον αμαρτωλόν βίον τους, μέχρις εκείνης της ημέρας, που εμβήκεν ο Νώε εις την κιβωτόν,
39 και δεν εκατάλαβαν, έως ότου ήλθεν ο κατακλυσμός και τους συνεπήρεν όλους, έτσι θα γίνη και η παρουσία του υιού του ανθρώπου έξαφνα και χωρίς να την περιμένουν οι άνθρωποι της ματαιότητος. 40 η στενή σας δε σχέσις και συμβίωσις εις την ζωήν αυτήν δεν θα εμποδίση να χωρισθήτε και να έχετε διάφορον τύχην ο ένας από τον άλλον κατά την δευτέραν παρουσίαν. Πράγματι τότε δύο θα είναι εις τον αγρόν. ο ένας παραλαμβάνεται από τους αγγέλους εν ασφαλεία και ο άλλος αφίνεται εκεί δια να τιμωρηθή. 41 Δύο γυναίκες θα αλέθουν εις τον αυτόν μύλον. η μία παραλαμβάνεται και η άλλη αφίνεται. 42 Γρηγορείτε λοιπόν, διότι δεν ξεύρετε ποίαν ώραν έρχεται ο κύριος σας και συνεπώς πρέπει να είσθε πάντοτε έτοιμοι.
43 εκ πείρας δε γνωρίζετε και εκείνο, ότι δηλαδή, εάν εγνώριζεν ο οικοδεσπότης εις ποίον τρίωρον της νυκτός έρχεται ο κλέπτης, θα αγρυπνούσε και δεν θα άφινε να του τρυπήσουν το σπίτι του. 44 δια τούτο και σεις, αφού δεν ξεύρετε πότε θα έλθη ο Κύριος, πρέπει να ετοιμάζεσθε διαρκώς, διότι ο υιός του ανθρώπου, ο Θεάνθρωπος Κύριος, έρχεται δι ένα έκαστον από σας δια του θανάτου και δι όλους μαζί κατά την δευτέραν παρουσίαν εις ώραν, που δεν περιμένετε.
45 Ποίος άρά γε να είναι ο έμπιστος δούλος και ο μυαλωμένος, εις τον οποίον ο κύριος του έδωκεν ειδικήν (εν τη θρησκευτική κοινωνία του) εξουσίαν και τον εγκατέστησε δια να φροντίζη δια τους άλλους δούλους και δια να δίνη εις αυτούς την ανάλογον τροφήν εις τον κατάλληλον χρόνον ; 46 Μακάριος θα είναι ο δούλος εκείνος, τον οποίον, όταν έλθη ο κύριος του, θα εύρη να κάνη και να συμπεριφέρεται έτσι, φρόνιμα δηλαδή και πιστά. 47 Αληθινά σας λέγω, ότι θα τον εγκαταστήση επιστάτην και διαχειριστήν εις όλα τα υπάρχοντά του. 48 Εάν όμως είπη από μέσα του ο κακός εκείνος δούλος Αργεί να έλθη ο κύριός μου,
49 και αρχίση να χρησιμοποιή εγωϊστικώς την εξουσίαν του και να κτυπά τους συνδούλους του, να τρώγη δε και να πίνη με εκείνους που μεθούν, ζητών με κάθε τρόπον να ευχαριστήση τον εαυτόν του, 50 θα έλθη ο κύριος του δούλου εκείνου εις ημέραν, που δεν περιμένει εκείνος, και εις ώραν που δεν ξεύρει. 51 και θα τον τεμαχίση εις τα δύο και, αφού πάρη την ψυχήν του με αιφνίδιον θάνατον, θα ορίση την θέσιν του μαζί με τους υποκριτάς. Εκεί θα είναι ο κλαυθμός και το τρίξιμο των δοντιών.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ κε/ 1 – 46
1 Τότε, όταν δηλαδή θα έλθη κατά την δευτέραν παρουσίαν ο Μεσσίας, αυτά που θα συμβούν με την βασιλείαν των ουρανών, θα παρουσιασθούν όμοια προς όσα συνέβησαν εις δέκα παρθένους, αι οποίαι, αφού επήραν τους λύχνους των, εβγήκαν να υποδεχθούν τον γαμβρόν, που θα ήρχετο την νύκτα να παραλάβη την νύμφην. 2 Πέντε δε από αυτάς ήσαν φρόνιμοι και μυαλωμένοι και αι πέντε ήσαν ασυλλόγιστοι και ανόητοι. 3 και αι ανόητοι αυταί, όταν επήραν τους λύχνους των, δεν επήραν μαζί τους και λάδι. 4 αι φρόνιμοι όμως μαζί με τους αναμμένους λύχνους των επήραν και λάδι εις τα ξεχωριστά αγγεία των.
5 αλλ επειδή αργούσε την νύκτα να έλθη ο γαμβρός, ενύσταξαν όλαι και εκοιμώντο. 6 Κατά δε το μεσονύκτιον ηκούσθη μεγάλη φωνή Ιδού ο γαμβρός έρχεται εβγάτε να τον προϋπαντήσετε. 7 Τότε εσηκώθησαν όλαι αι παρθένοι εκείναι και διώρθωσαν τους λύχνους των. 8 αι ανόητοι δε είπαν εις τας φρονίμους Δώσατέ μας από το λάδι σας, διότι οι λύχνοι μας σβήνουν. 9 αλλ αι φρόνιμοι απεκρίθησαν και είπαν δεν μπορούμε να σας δώσωμεν, διότι υπάρχει φόβος να μη φθάση και δι ημάς και δια σας. Πηγαίνετε καλύτερα εις εκείνους που πωλούν και αγοράσατε δια τους λύχνους σας.
10 Όταν όμως αυταί επήγαιναν να αγοράσουν, ήλθεν ο γαμβρός και αι ετοιμασμέναι παρθένοι εμβήκαν μαζί του εις την αίθουσαν του γάμου, και εκλείσθη η θύρα. 11 Ύστερον δε έρχονται και αι λοιπαί παρθένοι και έλεγαν Κύριε, κύριε, άνοιξέ μας. 12 Αυτός όμως απεκρίθη και είπεν Αληθινά σας λέγω, ότι δεν σας γνωρίζω. 13 το συμπέρασμα λοιπόν της παραβολής είναι, ότι πρέπει να είσθε προνοητικοί, έχοντες πάντοτε την ψυχήν σας λάμπουσαν από το φως της αρετής και εφωδιασμένην με το έλαιον της εσωτερικής θερμότητος και δυνάμεως, το οποίον η σταθερά επικοινωνία σας με τον Θεόν θα σας προμηθεύη. Ούτω δε να περιμένετε τον ερχομόν του υιού του ανθρώπου και Νυμφίου της Εκκλησίας Χριστού, άγρυπνοι και έτοιμοι πάντοτε, διότι δεν ηξεύρετε την ημέραν ούτε την ώραν, κατά την οποίαν θα έλθη, δια να εισέλθετε μετ αυτού εις την ευφροσύνην και μακαρίαν χαράν των γάμων του.
14 δια να σας εύρη δε ο Κύριος ετοίμους, δεν αρκεί να είσθε μόνον προνοητικοί και φρόνιμοι, αλλά και δραστήριοι και επιμελείς διότι όπως ένας άνθρωπος, που πρόκειται να ταξιδεύση, εκάλεσε τους δούλους του και τους παρέδωκε τα υπάρχοντα του, δια να ζητήση εν καιρώ από αυτούς λογαριασμόν περί της διαχειρίσεως των, έτσι θα είναι ομοία και η βασιλεία των ουρανών και η κρίσις και ανταπόδοσις, που θα κάμη ο Κύριος.
15 ο άνθρωπος δηλαδή αυτός έδωκεν εις άλλον μεν πέντε τάλαντα, εις άλλον δε δύο, εις άλλον δε εν εις έκαστον έδωκε σύμφωνα με την ικανότητα, που είχε να εμπορευθή τα όσα θα του έδιδε. και εταξίδευσεν αμέσως. (με άλλας λέξεις ο Θεός επροίκισε με διάφορα χαρίσματα έκαστον άνθρωπον, δια να τα χρησιμοποιήση εις το αγαθόν και προς ωφέλειαν του πλησίον). 16 Αφού δε επήγεν εκείνος, που επήρε τα πέντε τάλαντα, ειργάσθη με αυτά και εκέρδησεν άλλα πέντε τάλαντα. 17 το ίδιο και εκείνος, που επήρε τα δύο τάλαντα, εκέρδησεν άλλα δύο. και οι δύο αυτοί δούλοι εχρησιμοποίησαν με ίσον βαθμόν καλής προαιρέσεως και ζήλου τας ικανότητας και τα χαρίσματα, που τους έδωκεν ο Θεός προς δόξαν αυτού και ωφέλειαν του πλησίον.
18 Εκείνος όμως, που επήρε το ένα τάλαντον, επήγε και έσκαψεν εις την γην και έκρυψεν εκεί το χρήμα του κυρίου του. δεν κατεχράσθη δηλαδή το τάλαντον, αλλ έδειξεν αμέλειαν και δεν ειργάσθη να το επαυξήση. 19 Ύστερα δε από πολύν χρόνον ήλθεν ο κύριος των δούλων εκείνων και ελογαριάσθη μαζί τους. 20 και αφού προσήλθεν εκείνος, που επήρε τα πέντε τάλαντα, επρόσφερεν άλλα πέντε τάλαντα και είπε Κύριε, πέντε τάλαντα μου παρέδωκες. Ιδού, άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα με αυτά. 21 Είπε προς αυτόν ο κύριος του Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ! εις ολίγα ήσουν πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Έμβα μέσα δια να απολαύσης την αυτήν χαράν με τον κύριον σου. Αφού εφάνης πιστός εις τα πέντε τάλαντα, ελθέ να γίνης συγκύριος εις την μεγάλην περιουσίαν μου. Ελθέ να απολαύσης την απεριόριστον μακαριότητα του ουρανού.
22 Πρόσηλθε δε και εκείνος, που επήρε τα δύο τάλαντα και είπε Κύριε, δύο τάλαντα μου παρέδωκες. να, άλλα δύο τάλαντα εκέρδησα με αυτά. 23 Είπε προς αυτόν ο κύριος του Εύγε, δούλε καλέ και πιστέ! εις ολίγα ήσουν πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Έμβα και συ μέσα να απολαύσης την χαράν του κυρίου σου. 24 Προσήλθε δε και εκείνος, που είχε πάρει το ένα τάλαντον και είπε Κύριε, σε εγνώρισα, ότι είσαι άνθρωπος σκληρός, που θερίζεις εκεί, όπου δεν έσπειρες, και μαζεύεις εις την αποθήκην σου απ εκεί, όπου δεν εσκόρπισες και δεν ελίχνισες το αλωνισμένον. 25 και επειδή εφοβήθην, επήγα και έκρυψα το τάλαντόν σου μέσα εις την γην. να, έχεις το ιδικόν σου.
26 Απεκρίθη δε ο κύριος του και είπεν εις αυτόν κακέ και τεμπέλη δούλε! Εγνώριζες, ότι θερίζω εκεί, όπου δεν έσπειρα, και συνάγω απ εκεί, όπου δεν εσκόρπισα εις το αλώνι δια να λιχνισθή εις τον αέρα. 27 Έπρεπε λοιπόν συ να καταθέσης το χρήμα μου εις τους τραπεζίτας, και όταν θα ηρχόμην εγώ, θα έπαιρνα με τόκον αυτό, που μου ανήκει. 28 Πάρετε λοιπόν από αυτόν το τάλαντον και δώσατέ το εις εκείνον, που έχει τα δέκα τάλαντα. 29 Διότι εις καθένα, που έχει και ηύξησε με επιμέλειαν και ζήλον εκείνο που του εδόθη, θα του δοθούν και άλλα και θα περισσεύσουν. απ εκείνον δε, που του εδόθησαν μεν χαρίσματα, αλλά τα παρημέλησε και δεν τα ειργάσθη, ώστε να έχη και αυτός κάτι με την ιδικήν του εργασίαν, και αυτό το ολίγον που του εδόθη και το αφήκεν ακαλλιέργητον, θα του το πάρουν.
30 και τον άχρηστον δούλον βγάλατέ τον απ εδώ, και ρίψατέ τον εις το πιο απομονωμένον και απομακρυσμένον από την βασιλείαν μου σκοτάδι. Εκεί θα είναι το κλάψιμον και το τρίξιμον των δοντιών. 31 Όταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου με την δόξαν του και όλοι οι άγιοι άγγελοι θα είναι μαζί του, τότε θα καθήση εις θρόνον ένδοξον και λαμπρόν. 32 και θα συναχθούν εμπρός του όλα τα έθνη, όλοι δηλαδή οι άνθρωποι, που έζησαν απ αρχής της δημιουργίας μέχρι τέλους του κόσμου, και θα χωρίση αυτούς τον ένα από τον άλλον, καθώς και ο ποιμήν χωρίζει τα πρόβατα από τα γίδια. 33 και θα στήση τους μεν δικαίους, που είναι ήμεροι σαν τα πρόβατα, εις τα δεξιά του, τους δε αμαρτωλούς, που είναι ατίθασοι και άτακτοι σαν τα γίδια, εις τα αριστερά του.
34 Τότε θα είπη ο βασιλεύς εις εκείνους, που θα είναι εις τα δεξιά του Ελάτε σεις, που είσθε ευλογημένοι από τον Πατέρα μου, λάβετε ως κληρονομίαν την βασιλείαν, που έχει ετοιμασθή δια σας, αφ ότου εθεμελιώνετο ο κόσμος. 35 σας ανήκει δε η κληρονομία αυτή, διότι επείνασα και μου εδώκατε να φάγω, ήμουν διψασμένος και με εποτίσατε, ξένος ήμουν και δεν είχα που να μείνω και με επεριμαζεύσατε εις το σπίτι σας, 36 γυμνός ήμουν και με ενεδύσατε, αρρώστησα και με επεσκέφθητε, μέσα εις φυλακήν ήμουν και ήλθατε να με ιδήτε και να με παρηγορήσετε. 37 Τότε θα αποκριθούν εις αυτόν οι δίκαιοι και θα είπουν Κύριε, πότε σε είδαμεν πεινασμένον και σε εθρέψαμεν, η διψασμένον και σου εδώκαμεν να πίης ; 38 Πότε δε σε είδαμεν ξένον και σε επεριμαζεύσαμεν, η γυμνόν και σε ενεδύσαμεν ;
39 Πότε δε σε είδαμεν άρρωστον η φυλακισμένον και ήλθαμεν να σε επισκεφθώμεν ; 40 και θα αποκριθή ο βασιλεύς και θα τους είπη Αληθινά σας λέγω, ότι κάθε τι που εκάματε εις ένα από τους πτωχούς αυτούς αδελφούς μου, που εφαίνοντο άσημοι και πολύ μικροί, το εκάματε εις εμέ. 41 Τότε θα είπη και εις εκείνους, που θα είναι εις τα αριστερά του σεις που από τα έργα σας εγίνατε καταραμένοι, πηγαίνετε μακράν από εμέ εις το πυρ το αιώνιον, που έχει ετοιμασθή δια τον διάβολον και τους αγγέλους του. 42 Διότι επείνασα και δεν μου εδώκατε να φάγω, εδίψασα και δεν με εποτίσατε,
43 ξένος ήμουν και δεν με επεριμαζεύσατε προς φιλοξενίαν, γυμνός και δεν με ενεδύσατε, άρρωστος ήμουν και μέσα εις την φυλακήν και δεν με επεσκέφθητε. 44 Τότε θα του αποκριθούν και αυτοί και θα είπουν Κύριε, πότε σε είδαμεν να πεινάς η να διψάς η να είσαι ξένος η γυμνός η ασθενής η μέσα εις φυλακήν και δεν σε υπηρετήσαμεν ; 45 Τότε θα τους αποκριθή και θα είπη Αληθινά σας λέγω, κάθε τι που δεν εκάματε εις ένα από αυτούς, τους οποίους ο κόσμος εθεώρει πολύ μικρούς, ούτε εις εμέ το εκάματε. 46 και θα απέλθουν αυτοί εις κόλασιν, που δεν θα έχη τέλος, αλλά θα είναι αιώνια, οι δε δίκαιοι θα μεταβούν δια να απολαύσουν ζωήν αιώνιον.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ/ 1 – 2
1 και συνέβη, όταν ετελείωσεν ο Ιησούς όλους τους λόγους αυτούς, είπεν εις τους μαθητάς του 2 Ξεύρετε ότι μετά δύο ημέρας γίνεται η εορτή του Πάσχα και ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθή δια να σταυρωθή.
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ιβ/ 17 – 50
17 Κατά την υποδοχήν λοιπόν εκείνην έδιδε μαρτυρίαν περί του θαύματος του Λαζάρου εις όσους δεν το είχαν ίδει, ο λαός, που ήτο τότε μαζί του, όταν ο Ιησούς εφώναξεν από το μνημείον τον Λάζαρον και τον ανέστησεν εκ νεκρών. 18 δι αυτό και τον προϋπάντησαν τα πλήθη του λαού, διότι ήκουσαν από τους αυτόπτας μάρτυρας, ότι αυτός είχε κάμει το μέγα τούτο θαύμα. 19 Ύστερα λοιπόν από τον ενθουσιασμόν αυτόν του λαού είπαν οι Φαρισαίοι μεταξύ τους Βλέπετε, ότι δεν κερδίζετε τίποτε με το να περιμένετε και να αναβάλλετε την σύλληψίν του ; Ιδού τώρα, ότι όλος ο λαός μας εγκατέλειψε και ηκολούθησεν αυτόν.
20 Ήσαν δε τότε μερικοί Έλληνες προσήλυτοι από εκείνους, που συνήθως ανέβαινον εις τα Ιεροσόλυμα δια να προσκυνήσουν κατά την εορτήν του Πάσχα. 21 Αυτοί λοιπόν ήλθαν προς τον Φίλιππον, που ήτο από την Βηθσαϊδά της Γαληλαίας, και τον παρεκάλουν λέγοντες Κύριε, θέλομεν να ίδωμεν ιδιαιτέρως τον Ιησούν και να συνομιλήσωμεν μετ αυτού.
22 Επειδή δε ο Φίλιππος εδίσταζε να αναγγείλη τούτο εις τον Διδάσκαλον, ήλθε και ανεκοίνωσεν αυτό εις τον συμπολίτην και συμμαθητήν του Ανδρέαν. και πάλιν ο Ανδρέας και ο Φίλιππος λέγουν εις τον Ιησούν, ότι οι Έλληνες προσήλυτοι θέλουν να τον ίδουν. 23 ο Ιησούς δε απεκρίθη προς αυτούς και είπεν Ήλθεν η ώρα η ωρισμένη κατά το προκαθωρισμένον σχέδιον του Θεού δια να δοξασθή ο υιός του ανθρώπου δια του θανάτου του και της αναλήψεώς του, οπότε και θα αναγνωρισθή ως Μεσσίας και υπό των εθνικών.
24 εν πάση αληθεία σας λέγω, εάν το μικρό σπυρί του σιταριού δεν πέση εις την γην και δεν σαπίση μέσα εις το χώμα, μένει μοναχό του και δεν πολλαπλασιάζεται. Εάν όμως δια της σποράς του εις την γην αποθάνη και ταφή, βγάζει πολύν καρπόν. Έτσι και εγώ εάν αποθάνω, καθώς ο Πατήρ μου ώρισε, θα καρποφορήσω την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους. 25 Εκείνος, που αγαπά την ζωήν του και αποφεύγει τον θάνατον, τον οποίον του επιβάλλει το καθήκον, θα την χάση εν τη αιωνία βασιλεία και εκείνος, ο οποίος δια το καθήκον περιφρονεί και μισεί την ζωήν του εις τον κόσμον αυτόν, θα διατηρήση και θα φυλάξη αυτήν, δια να απολαύση την αιώνιον ζωήν του μέλλοντος.
26 Εάν κανείς με υπηρετή και είναι μαθητής μου, ας με ακολουθή εις την οδόν της αυταπαρνήσεως μιμούμενος το παράδειγμά μου. και όπου είμαι εγώ, τώρα μεν κακοπαθών και θυσιαζόμενος, εις το μέλλον όμως δοξαζόμενος εις τους ουρανούς, εκεί θα είναι και ο ιδικός μου διάκονος. Πρέπει λοιπόν και αυτός να είναι πρόθυμος εις θυσίας εδώ, δια να δοξάζεται μαζί μου εις το μέλλον. και εάν κανείς με υπηρετή, θα τον τιμήση και θα τον δοξάση εν τω αιωνίω μέλλοντι ο Πατήρ.
27 Τώρα, όταν η ώρα του θανάτου μου επλησίασεν, η ψυχή μου έχει ταραχθή εκ της αγωνίας, την οποίαν φυσικώς δοκιμάζει ο άνθρωπος, όταν αντιμετωπίζη τον θάνατον. και τι να είπω ; Πάτερ μου, σώσε με και απάλλαξέ με από την σκληράν αυτήν ώραν του μαρτυρικού μου θανάτου. Αλλά έφθασα μετ εγκαρτερήσεως και αυταπαρνήσεως μέχρι της ώρας αυτής, ακριβώς δι αυτό, δια να υποστώ τουτέστι τον θάνατον αυτόν και αυτό υπήρξεν ο όλος σκοπός της ζωής μου. θα είπω λοιπόν τούτο:
28 Πάτερ, ο, τιδήποτε και αν πρόκειται να πάθω εγώ, φέρε συ εις αίσιον πέρας το έργον της σωτηρίας και απολυτρώσεως των ανθρώπων και δόξασε ούτω το όνομά σου. εις απάντησιν λοιπόν της επικλήσεως αυτής του Ιησού ήλθε φωνή από τον ουρανόν, η οποία έλεγε και εδόξασα το όνομά μου δια της μέχρι τούδε εν μέσω του Ισραήλ δράσεώς σου και πάλιν θα δοξάσω αυτό δια του ενδόξου παθήματος και της αναστάσεώς σου και δια της εξαπλώσεως του ευαγγελίου εις τα έθνη.
29 Κατόπιν λοιπόν της φωνής αυτής ο πολύς λαός, που εστέκετο εκεί και ήκουσαν τον ήχον της, χωρίς να ξεχωρίσουν και τους λόγους της, έλεγαν ότι έγινε βροντή άλλοι έλεγαν, ότι άγγελος ωμίλησεν εις αυτόν. 30 Απεκρίθη ο Ιησούς και είπε δεν έγινε η φωνή αυτή δι εμέ, ο οποίος γνωρίζω την προς εμέ αγάπην του Πατρός μου, αλλά δια σας, δια να πληροφορηθήτε ότι απεστάλην από τον Θεόν.
31 Τώρα, που θα με ίδουν οι άνθρωποι περιφρονημένον και σταυρωμένον, θα κριθή ο κόσμος αυτός και θα χωρισθούν οι πιστοί από τους απίστους. Τώρα ο άρχων του κόσμου τούτου, ο σατανάς, θα πεταχθή έξω από το κράτος του και θα χάση την εξουσίαν του. 32 Τουναντίον δε εγώ, εάν υψωθώ δια του σταυρού από την γην και αναληφθώ εις τους ουρανούς, θα αποσπάσω από την δουλείαν του διαβόλου και θα ελκύσω προς τον εαυτόν μου όλους, όχι μόνον τους Ιουδαίους, αλλά και τους Έλληνας, όσοι θα πιστεύσουν εις εμέ.
33 Έλεγε δε τους περί της υψώσεώς του εκ της γης λόγους τούτους υποδεικνύων συνεσκιασμένως με ποίον είδος θανάτου έμελλε να αποθάνη. 34 Απεκρίθη εις αυτόν το πλήθος του λαού Ημείς έχομεν ακούσει από την ανάγνωσιν του νόμου, που γίνεται εις τας συναγωγάς, ότι ο Χριστός μένει εις τον αιώνα και δεν αποθνήσκει ποτέ. και πως συ λέγεις, ότι πρέπει να υψωθή επί του σταυρού και να αποθάνη ο υιός του ανθρώπου ; Ποίος είναι αυτός ο υιός του ανθρώπου, περί του οποίου ομιλείς ;
35 Κατόπιν λοιπόν της ερωτήσεώς των αυτής είπε προς αυτούς ο Ιησούς Ολίγον χρόνον ακόμη έχετε μαζί σας εμέ, ο οποίος είμαι το φως του κόσμου. εφ όσον λοιπόν έχετε το φως μεταξύ σας, περιπατείτε υπό την οδηγίαν του και τον φωτισμόν του, δια να μη σας κατακυριεύση το σκότος της αμαρτίας και της πλάνης. Διότι εκείνος, που περιπατεί εις το σκότος, δεν ξεύρει που πηγαίνει.
36 Έως ότου έχετε μεταξύ σας εμέ, που είμαι το φως, πιστεύετε εις το φως και αναγνωρίσατε, ότι εγώ είμαι το φως, δια να γίνετε παιδιά του φωτός, ολόκληροι φωτισμένοι από το φως της αληθείας και της αγιότητος. Αυτά ελάλησεν ο Ιησούς και αναχωρήσας από το ιερόν και τα Ιεροσόλυμα εκρύβη από αυτούς, δια να μη ερεθίζωνται από την παρουσίαν του περισσότερον. 37 Καίτοι δε τόσον πολλά θαύματα είχε κάμει εμπρός εις τα μάτια των ο Ιησούς, όμως αυτοί επέμεναν να μη πιστεύουν εις αυτόν, 38 δια να πραγματοποιηθή και επαληθεύση ο λόγος του προφήτου Ησαΐου, τον οποίον είπε Κύριε, ποίος επίστευσεν εις το κήρυγμα, που ακούεται από το στόμα μας ; και η δύναμις του Κυρίου, που ειργάσθη δια του Χριστού θαύματα, εις ποίον εφανερώθη ; εις ελαχίστους μόνον.
39 Ένεκα δε της δυστροπίας των αυτής, την οποίαν προείδεν ο Θεός και προείπεν ο Ησαΐας, επειδή ήλθεν η ώρα να πληρωθή η προφητεία αυτή, δεν ημπορούσαν να πιστεύσουν, διότι πάλιν είπεν ο Ησαΐας 40 Λόγω της κακής των διαθέσεως και προαιρέσεως παρεχώρησεν ο Θεός να τυφλωθούν οι οφθαλμοί της διανοίας των και να σκοτισθή η καρδία των, δια να μη ίδουν με τους πνευματικούς οφθαλμούς και να μη εννοήσουν με την καρδίαν τους και επιστραφούν δια της μετανοίας και ιατρεύσω τας ψυχάς των. 41 Ταύτα είπεν ο Ησαΐας, όταν δι αποκαλυπτικής οπτασίας είδε την δόξαν του Ιησού Χριστού, που εκάθητο προ της ενανθρωπήσεώς του εις θρόνον υψηλόν, και ωμίλησεν ακολούθως περί αυτών, που είδεν.
42 Μ όλα ταύτα και από τους άρχοντας πολλοί επίστευσαν εις αυτόν, εξ αιτίας όμως των Φαρισαίων δεν ωμολόγουν φανερά την πίστιν των, δια να μη αφορισθούν και διωχθούν από την συναγωγήν. 43 τους εφόβιζε δε ο αφορισμός αυτός, διότι ηγάπησαν την τιμήν και επιδοκιμασίαν των ανθρώπων πολύ περισσότερον, παρά την δόξαν και επιδοκιμασίαν του Θεού. 44 ο Ιησούς δε εφώναξε δια να τον ακούσουν όλοι και είπε Διατί φοβείσθε να ομολογήσετε την εις εμέ πίστιν σας ; Μάθετε, ότι εκείνος που πιστεύει εις εμέ, δεν πιστεύει εις εμέ, αλλ εις τον Θεόν, ο οποίος με έστειλε.
45 και εκείνος που με τα πνευματικά μάτια, τα οποία ανοίγει και φωτίζει η πίστις, βλέπει εμέ, βλέπει τον Πατέρα που με απέστειλεν εις τον κόσμον. 46 Εγώ ήλθα εις τον κόσμον δια να είμαι φως πνευματικόν δι αυτόν, δια να μη μείνη εις το ηθικόν σκότος της αμαρτίας και της πλάνης κανείς από εκείνους, που πιστεύουν εις εμέ.
47 και εάν κανείς ακούση τους λόγους μου και δεν τους πιστεύση, ώστε να εγκολπωθή αυτούς και να τους τηρήση εις τον βίον του, εγώ δεν καταδικάζω αυτόν από τώρα, ούτε θα είμαι εγώ ο κύριος αίτιος της καταδίκης του. Διότι δεν ήλθα δια να κατακρίνω τον κόσμον, αλλά δια να σώσω τον κόσμον. 48 Εκείνος που με παρακούει και δεν δέχεται τα λόγια μου, έχει μόνος του δημιουργήσει αυτόν, που θα τον καταδικάση ο λόγος τον οποίον ελάλησα, εκείνος θα τον κρίνη κατά την εσχάτην ημέραν της παγκοσμίου Κρίσεως.
49 θα κρίνη δε ο λόγος μου κάθε άπιστον κατά την ημέραν εκείνην, διότι εγώ δεν ελάλησα ποτέ από τον εαυτόν μου, αλλ ο Πατήρ, που με απέστειλεν, αυτός μου έδωκεν εντολήν, τι να διδάξω και με ποίους λόγους να το είπω.
50 και γνωρίζω, ότι η εντολή του είναι ζωή αιώνιος, διότι ο λόγος του Θεού εγκλείει ζωοποιόν και ανακαινιστικήν δύναμιν. δι αυτό λοιπόν και εγώ, που ήλθα δια να σας μεταδώσω ζωήν αιώνιον, εκείνα, τα οποία λέγω και διδάσκω, όπως μου τα έχει είπει ο Πατήρ, έτσι ακριβώς τα λέγω και τα διδάσκω.