Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ/ 6 – 16 – 6 Τού δέ Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος τού λεπρού, 7 προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου, καί κατέχεεν επί τήν κεφαλήν αυτού ανακειμένου.
8 ιδόντες δέ οι μαθηταί αυτού ηγανάκτησαν λέγοντες Εις τί η απώλεια αύτη; 9 ηδύνατο γάρ τούτο τό μύρον πραθήναι πολλού καί δοθήναι τοίς πτωχοίς. 10 γνούς δέ ο Ιησούς είπεν αυτοίς Τί κόπους παρέχετε τή γυναικί; έργον γάρ καλόν ειργάσατο εις εμέ. 11 τούς πτωχούς γάρ πάντοτε έχετε μεθ εαυτών, εμέ δέ ου πάντοτε έχετε.
12 βαλούσα γάρ αύτη τό μύρον τούτο επί τού σώματός μου, πρός τό ενταφιάσαι με εποίησεν. 13 αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή τό ευαγγέλιον τούτο εν όλω τώ κόσμω, λαληθήσεται καί ό εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής. 14 Τότε πορευθείς είς τών δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, πρός τούς αρχιερείς είπε 15 Τί θέλετέ μοι δούναι, καί εγώ υμίν παραδώσω αυτόν; οι δέ έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια. 16 καί από τότε εζήτει ευκαιρίαν ίνα αυτόν παραδώ.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ/ 1 – 39
1 Ήγγιζε δέ η εορτή τών αζύμων η λεγομένη πάσχα. 2 καί εζήτουν οι αρχιερείς καί οι γραμματείς τό πώς ανέλωσιν αυτόν εφοβούντο γάρ τόν λαόν. 3 Εισήλθε δέ ο σατανάς εις Ιούδαν τόν επικαλούμενον Ισκαριώτην, όντα εκ τού αριθμού τών δώδεκα, 4 καί απελθών συνελάλησε τοίς αρχιερεύσι καί γραμματεύσι καί στρατηγοίς τό πώς αυτόν παραδώ αυτοίς. 5 καί εχάρησαν, καί συνέθεντο αυτώ αργύρια δούναι 6 καί εξωμολόγησε, καί εζήτει ευκαιρίαν τού παραδούναι αυτόν αυτοίς άτερ όχλου. 7 Ήλθε δέ η ημέρα τών αζύμων, εν ή έδει θύεσθαι τό πάσχα, 8 καί απέστειλε Πέτρον καί Ιωάννην ειπών Πορευθέντες ετοιμάσατε ημίν τό πάσχα ίνα φάγωμεν. 9 οι δέ είπον αυτώ Πού θέλεις ετοιμάσωμεν; 10 ο δέ είπεν αυτοίς Ιδού εισελθόντων υμών εις τήν πόλιν συναντήσει υμίν άνθρωπος κεράμιον ύδατος βαστάζων ακολουθήσατε αυτώ εις τήν οικίαν ού εισπορεύεται,
11 καί ερείτε τώ οικοδεσπότη τής οικίας λέγει σοι ο διδάσκαλος, πού εστι τό κατάλυμα όπου τό πάσχα μετά τών μαθητών μου φάγω; 12 κακείνος υμίν δείξει ανώγαιον μέγα εστρωμένον εκεί ετοιμάσατε. 13 απελθόντες δέ εύρον καθώς είρηκεν αυτοίς, καί ητοίμασαν τό πάσχα. 14 Καί ότε εγένετο η ώρα, ανέπεσε, καί οι δώδεκα απόστολοι σύν αυτώ. 15 καί είπε πρός αυτούς Επιθυμία επεθύμησα τούτο τό πάσχα φαγείν μεθ υμών πρό τού με παθείν 16 λέγω γάρ υμίν ότι ουκέτι ου μή φάγω εξ αυτού έως ότου πληρωθή εν τή βασιλεία τού Θεού. 17 καί δεξάμενος τό ποτήριον ευχαριστήσας είπε Λάβετε τούτο καί διαμερίσατε εαυτοίς 18 λέγω γάρ υμίν ότι ου μή πίω από τού γενήματος τής αμπέλου έως ότου η βασιλεία τού Θεού έλθη. 19 καί λαβών άρτον ευχαριστήσας έκλασε καί έδωκεν αυτοίς λέγων Τούτό εστι τό σώμά μου τό υπέρ υμών διδόμενον τούτο ποιείτε εις τήν εμήν ανάμνησιν.
20 ωσαύτως καί τό ποτήριον μετά τό δειπνήσαι, λέγων Τούτο τό ποτήριον η καινή διαθήκη εν τώ αίματί μου, τό υπέρ υμών εκχυνόμενον. 21 πλήν ιδού η χείρ τού παραδιδόντος με μετ εμού επί τής τραπέζης. 22 καί ο μέν υιός τού ανθρώπου πορεύεται κατά τό ωρισμένον πλήν ουαί τώ ανθρώπω εκείνω δι ού παραδίδοται. 23 καί αυτοί ήρξαντο συζητείν πρός εαυτούς τό τίς άρα είη εξ αυτών ο τούτο μέλλων πράσσειν. 24 Εγένετο δέ καί φιλονεικία εν αυτοίς, τό τίς αυτών δοκεί είναι μείζων. 25 ο δέ είπεν αυτοίς Οι βασιλείς τών εθνών κυριεύουσιν αυτών, καί οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται 26 υμείς δέ ουχ ούτως, αλλ ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, καί ο ηγούμενος ως ο διακονών.
27 τίς γάρ μείζων, ο ανακείμενος ή ο διακονών; ουχί ο ανακείμενος; εγώ δέ ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών. 28 υμείς δέ εστε οι διαμεμενηκότες μετ εμού εν τοίς πειρασμοίς μου 29 καγώ διατίθεμαι υμίν καθώς διέθετό μοι ο πατήρ μου βασιλείαν, 30 ίνα εσθίητε καί πίνητε επί τής τραπέζης μου εν τή βασιλεία μου, καί καθήσεσθε επί θρόνων κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τού Ισραήλ. 31 Είπε δέ ο Κύριος Σίμων Σίμων, ιδού ο σατανάς εξητήσατο υμάς τού σινιάσαι ως τόν σίτον 32 εγώ δέ εδεήθην περί σού ίνα μή εκλίπη η πίστις σου καί σύ ποτε επιστρέψας στήριξον τούς αδελφούς σου. 33 ο δέ είπεν αυτώ Κύριε, μετά σού έτοιμός ειμι καί εις φυλακήν καί εις θάνατον πορεύεσθαι. 34 ο δέ είπε Λέγω σοι, Πέτρε, ου φωνήσει σήμερον αλέκτωρ πρίν ή τρίς απαρνήση μή ειδέναι με. 35 Καί είπεν αυτοίς Ότε απέστειλα υμάς άτερ βαλαντίου καί πήρας καί υποδημάτων, μή τινος υστερήθητε; οι δέ είπον Ουθενός.
36 είπεν ούν αυτοίς Αλλά νύν ο έχων βαλάντιον αράτω, ομοίως καί πήραν, καί ο μή έχων πωλήσει τό ιμάτιον αυτού καί αγοράσει μάχαιραν. 37 λέγω γάρ υμίν ότι έτι τούτο τό γεγραμμένον δεί τελεσθήναι εν εμοί, τό καί μετά ανόμων ελογίσθη καί γάρ τά περί εμού τέλος έχει. 38 οι δέ είπον Κύριε, ιδού μάχαιραι ώδε δύο. ο δέ είπεν αυτοίς Ικανόν εστι. 39 Καί εξελθών επορεύθη κατά τό έθος εις τό όρος τών ελαιών ηκολούθησαν δέ αυτώ καί οι μαθηταί αυτού.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Κ/ 6 – 16
6 Καί όταν ο Ιησούς ήλθεν εις τήν Βηθανίαν εις τήν οικίαν Σίμωνος τού λεπρού, 7 προσήλθε πρός αυτόν μία γυναίκα, πού εκράτει αγγείον από αλάβαστρον γεμάτο μύρον πολύ ακριβόν καί περιέχυνε τούτο εις τήν κεφαλήν του, ενώ ήτο γερμένος εις τό τραπέζι. 8 Όταν δέ είδαν τούτο οι μαθηταί, ηγανάκτησαν καί έλεγαν Διατί νά γίνη αυτή η άσκοπος καί χαμένη σπατάλη τού πολυτίμου αυτού μύρου; 9 Διότι μπορούσε τό μύρον αυτό νά πωληθή ακριβά καί τό αντίτιμόν του νά δοθή εις τούς πτωχούς.
10 Αλλ ο Ιησούς αντελήφθη τούτο καί είπεν εις αυτούς Διατί ενοχλείτε τήν γυναίκα; Μή τήν πικραίνετε.Διότι έργον καλόν έκαμεν εις εμέ.Τό έργον αυτό είναι διά τήν παρούσαν περίστασιν προτιμότερον καί από αυτήν τήν ελεημοσύνην καί συνδρομήν τών πτωχών. 11 Διότι τούς πτωχούς τούς έχετε πάντοτε μαζί σας καί μπορείτε οποτεδήποτε νά τούς ευεργετήσετε.Εμέ όμως δέν μέ έχετε πάντοτε.Καί δι αυτό μή ενοχλείτε τήν γυναίκα δι αυτό,πού έκαμε. 12 Διότι όταν αυτή έχυσε τό μύρον τούτο εις τό σώμά μου, τό έκαμε διά νά μέ ετοιμάση πρός ταφήν.
13 Αληθινά σάς λέγω, οπουδήποτε καί άν κηρυχθή τό ευαγγέλιον αυτό, τό οποίον κηρύττω καί σάς παρέδωκα, εις όλον τόν κόσμον δηλαδή, θά διαλαληθή καί αυτό πού έκαμεν αυτή, διά νά παραμένη αλησμόνητος η μνήμη τής γυναικός αυτής. 14 Τότε επήγεν ένας από τούς δώδεκα, αυτός πού ελέγετο Ιούδας Ισκαριώτης, εις τούς αρχιερείς καί είπε 15 τί θέλετε νά μού δώσετε καί εγώ θά σάς τόν παραδώσω; Αυτοί δέ τού εζύγισαν καί τού παρέδωκαν άργυρον βάρους τριάκοντα διδράχμων, αξίας περίπου ογδοήκοντα πέντε χρυσών δραχμών. 16 Καί από τότε εζήτει ευκαιρίαν διά νά τόν παραδώση.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ/ 1 – 39
1 Επλησίαζε δέ η εορτή, πού επί επτά ημέρας οι Ιουδαίοι έτρωγον τά άζυμα, καί η οποία ελέγετο Πάσχα. 2 Καί εζήτουν οι αρχιερείς καί οι γραμματείς νά εύρουν τρόπον, μέ τόν οποίον ασφαλώς καί ακινδύνως νά τόν φονεύσουν ελάμβανον δέ τά μέτρα αυτά, διότι εφοβούντο τόν λαόν, ο οποίος συνεπάθει τόν Ιησούν. 3 Εμβήκε δέ ο σατανάς εις τόν Ιούδαν, πού επωνομάζετο Ισκαριώτης καί ήτο από τόν στενόν κύκλον τών μαθητών, δηλαδή ένας από τούς δώδεκα Αποστόλους.
4 Καί επήγε καί συνομίλησε μέ τούς Αρχιερείς καί μέ τούς γραμματείς καί μέ τόν Λευΐτην αρχιφύλακα καί τούς υπ αυτόν αξιωματικούς τής λευϊτικής φρουράς τού ιερού. Συνεζήτησε δέ μετ αυτών περί τού ασφαλεστέρου τρόπου, μέ τόν οποίον θά παρέδιδεν αυτόν εις αυτούς. 5 Καί εχάρησαν εκείνοι διά τήν ανέλπιστον αυτήν λύσιν καί συνεφώνησαν νά τού δώσουν χρήματα. 6 Καί μέ τήν καρδιά του εβεβαίωσε καί υπεσχέθη νά τούς βοηθήση. Καί εζήτει κατάλληλον περίστασιν νά τούς τόν παραδώση, χωρίς νά προκληθή συρροή όχλου καί θόρυβος. 7 Έφθασε δέ η ημέρα τών αζύμων, κατά τήν οποίαν έπρεπε σύμφωνα μέ τόν νόμον νά θυσιάζεται ο πασχάλιος αμνός. (Καί η ημέρα αυτή ήρχιζεν από τήν δύσιν τής 13ης Νισάν καί έληγε κατά τήν δύσιν τής 14ης, ολίγον δέ πρό τής δύσεως τής 14ης εσφάζετο ο αμνός, ώστε μετά τήν δύσιν, ότε ήρχιζεν η 15η Νισάν καί ετελείτο τό Πάσχα, νά είναι ούτος ετοιμασμένος καί ψημένος).
8 Καί περί τήν δύσιν τής 13ης τού Νισάν απέστειλεν ο Κύριος τόν Πέτρον καί τόν Ιωάννην καί τούς είπε Πηγαίνετε καί ετοιμάσατέ μας τό Πάσχα διά νά φάγωμεν αυτό. 9 Αυτοί δέ είπαν Εις ποίον μέρος θέλεις νά ετοιμάσωμεν τό πάσχα; 10 Αυτός δέ τούς είπεν Ιδού, όταν θά έμβητε εις τήν πόλιν, θά σάς συναντήση κάποιος άνθρωπος, πού θά βαστάζη μίαν στάμναν νερό. Ακολουθήσατέ τον είς τό σπίτι, εις τό οποίον θά έμβη. 11 Καί θά είπετε εις τόν οικοδεσπότην τού σπιτιού εκείνου Λέγει εις σέ ο διδάσκαλος Πού είναι η αίθουσα τού φαγητού, όπου θά φάγω μέ τούς μαθητάς μου τό νέον Πάσχα τής Καινής Διαθήκης; 12 Καί εκείνος θά σάς δείξη ένα μεγάλο ανώγειον, δηλαδή τό επάνω διαμέρισμα τού σπιτιού, μέ καναπέδες στρωμένους γύρω από τά τραπέζια τού φαγητού. Εκεί ετοιμάσατε τό Πάσχα. 13 Επήγαν δέ οι δύο μαθηταί καί εύρον, καθώς τούς είχεν είπει ο Διδάσκαλος. Καί ητοίμασαν τό δείπνον, εις τό οποίον παρέδωκεν ο Κύριος τό Πάσχα τής θείας Ευχαριστίας.
14 Καί όταν ήλθεν η ώρα τού φαγητού, εξαπλώθη πλησίον τής τραπέζης καί μαζί του επήραν θέσεις καί οι δώδεκα απόστολοι. 15 Καί είπε πρός αυτούς Τούτο τό τελευταίον τής επιγείου ζωής μου Πάσχα, τό οποίον ως συνδεδεμένον μετά τού μυστηρίου τής θείας Ευχαριστίας είναι τής Καινής Διαθήκης πάσχα, μεγάλως επεθύμησα νά τό φάγω μαζί σας προτού νά σταυρωθώ. 16 Επεθύμησα δέ πολύ νά φάγω τό πάσχα τούτο τής Καινής Διαθήκης μαζί σας, διότι σάς βεβαιώ, ότι αυτό είναι, όπως σάς είπα, τό τελευταίον Πάσχα μου καί δέν θά φάγω πλέον τό Πάσχα, μέχρις ότου γίνη τούτο πλήρες καί τέλειον εν τή ουρανίω βασιλεία τού Θεού, οπότε η μεταξύ μας κοινωνία καί ένωσις, πού γίνεται τώρα μυστηριακώς, θά είναι τότε τελεία. 17 Καί αφού έλαβεν από τούς μαθητάς ποτήριον, όχι τής θείας Ευχαριστίας, τό οποίον καθηγιάσθη καί εδόθη εις τούς μαθητάς μετά τό τέλος τού δείπνου, αλλά τό ποτήριον μέ τό οποίον εσυνηθίζετο νά γίνεται η έναρξις παντός ιερού δείπνου, ευχαρίστησε τόν Θεόν, καί είπε Λάβετε τούτο καί μοιράσατέ το μεταξύ σας, ώστε νά πίωμεν όλοι μαζί από αυτό.
18 Διότι σάς λέγω, ότι από τήν στιγμήν αυτήν, πού τό έπια διά τελευταίαν φοράν, δέν θά ξαναπίω από τό προϊόν καί γένημα τής αμπέλου, έως ότου έλθη η βασιλεία τού Θεού, όπου θά πίνωμεν μαζί τό ποτήριον τής θείας ευφροσύνης καί χαράς. 19 Καί αφού έλαβεν εις τάς χείρας του άρτον, ηυχαρίστησε τόν Θεόν καί έκοψεν εις τεμάχια τόν άρτον καί έδωκεν εις αυτούς λέγων Αυτό, πού σάς δίνω νά φάγετε, είναι τό σώμα μου, τό οποίον μετ ολίγον παραδίδεται, ίνα σταυρωθή διά τήν ιδικήν σας σωτηρίαν. Πράττετε συνεχώς τούτο, δηλαδή λαμβάνετε καί σείς άρτον, ευχαριστείτε υπεράνω αυτού, κόπτετέ τον εις τεμάχια καί τρώγετε αυτόν. Καί πράττετε τούτο διά νά φέρετε ευγνωμόνως καί μετά πίστεως εις τήν μνήμην σας καί εις τήν μνήμην τών άλλων τήν υπέρ υμών σταυρικήν μου θυσίαν καί τήν απολύτρωσιν καί σωτηρίαν σας, πού επετεύχθη μέ τήν θυσίαν αυτήν.
20 Ωσαύτως έλαβε καί τό ποτήριον μετά τό πέρας τού δείπνου καί ευχαρίστησε καί έδωσε τούτο εις αυτούς, καί είπε Αυτό, πού περιέχεται μέσα εις τό ποτήριον τούτο, είναι η Καινή Διαθήκη, η οποία επικυρούται καί επισφραγίζεται μέ τό αίμα μου, τό οποίον προκείται μετ ολίγον νά χυθή διά τήν σωτηρίαν σας. 21 Αλλ ενώ εγώ χύνω τό αίμα μου διά σάς, ιδού η χείρ εκείνου, πού μέ παραδίδει εις τούς εχθρούς μου διά νά θανατωθώ, είναι μαζί μου επί τής τραπέζης καί βουτά τόν άρτον εις τήν αυτήν πιατέλλαν, εις τήν οποίαν καί η ιδική μου χείρ βουτά. 22 Καί ο μέν υιός τού ανθρώπου φεύγει από τήν παρούσαν ζωήν σύμφωνα μέ εκείνο, πού έχει ορισθή από τήν θείαν βουλήν τού επουρανίου Πατρός. Αλλοίμονον όμως εις τόν άνθρωπον εκείνον, διά τού οποίου ο υιός τού ανθρώπου παραδίδεται εις τούς σταυρωτάς του.
23 Καί αυτοί ήρχισαν νά συζητούν μεταξύ των, ποίος λοιπόν από αυτούς νά ήτο εκείνος, πού έμελλε νά πράξη τήν προδοσίαν αυτήν. 24 Εκτός δέ τής συζητήσεως αυτής έγινε καί φιλονεικία μεταξύ των, περί τού ποίος εξ αυτών ήξιζε νά θεωρήται ο μεγαλύτερος καί περισσότερον διακεκριμένος, ώστε νά έχη τήν πρωτεύουσαν θέσιν. 25 Ο Κύριος όμως είπε πρός αυτούς οι βασιλείς τών εθνών κυριαρχούν επ αυτών διά τυραννικής δυνάμεως. Καί αυτοί, πού έχουν εξουσίαν ως ηγεμόνες επ αυτών, καλούνται από τούς κόλακας ευεργέται. 26 Σείς όμως δέν πρέπει νά είσθε όπως εκείνοι. Αλλ εκείνος, πού πράγματι είναι μεγαλύτερος καί περισσότερον διακεκριμένος μεταξύ σας, άς γίνη ως ο νεώτερος, ο οποίος λόγω τής ηλικίας του οφείλει νά υπηρετή τούς άλλους. Καί εκείνος, πού έχει θέσιν εξαιρετικήν καί προηγείται από τούς άλλους, αυτός άς υπηρετή τούτους ως δούλος των.
27 Εις τούτο δέ σάς έδωκα εγώ τό παράδειγμα. Διότι ποίος είναι μεγαλύτερος; Εκείνος πού κάθεται εις τό τραπέζι καί τρώγει, ή εκείνος πού στέκεται όρθιος καί υπηρετεί; Δέν είναι ανώτερος αυτός, πού κάθηται; Βεβαίως. Καί όμως εγώ καί τώρα, πού σάς ένιψα τούς πόδας καί πάντοτε εις τό παρελθόν, είμαι μεταξύ σας ως υπηρέτης, πού σάς διακονεί. 28 Δέν σάς λέγω όμως αυτά διά νά σάς αποδοκιμάσω καί σάς αποκηρύξω, αλλά διά νά σάς δείξω, πού θά εύρετε τό πραγματικόν μεγαλείον. Σείς οι ένδεκα καθ όλον τό διάστημα τής ζωής μου εμείνατε μαζί μου εις τάς δοκιμασίας μου καί δέν εκλονίσθητε από αυτάς.
29 Καί εγώ ως ανταμοιβήν τής πρός εμέ αφοσιώσεώς σας σάς υπόσχομαι βασιλείαν, σύμφωνα μέ τήν εξουσίαν πού έχω, λόγω τού ότι καί ο Πατήρ μου ώρισε βασιλικόν αξίωμα καί δι εμέ. 30 Συνέπεια δέ τού βασιλικού αυτού αξιώματος, τό οποίον σάς υπόσχομαι, είναι νά τρώγετε καί νά πίνετε επί τής τραπέζης μου, νά απολαμβάνετε δηλαδή τά αιώνια αγαθά εν τή βασιλεία μου, διατελούντες εις στενήν σχέσιν καί κοινωνίαν μετ εμού. Καί επί πλέον θά καθίσετε επί θρόνων διά νά ασκήτε βασιλικήν εξουσίαν καί δικάζετε τάς δώδεκα φυλάς τού νέου Ισραήλ τής χάριτος.
31 Μήν υπερηφανευθήτε όμως από τόν έπαινόν μου αυτόν καί τάς υποσχέσεις, πού σάς έδωκα. Παρεμείνατε πιστοί καί αφωσιωμένοι εις εμέ λόγω τής χάριτος καί προστασίας τού Θεού. Πράγματι. Σίμων, Σίμων, ιδού ο σατανάς, όπως άλλοτε περί τού Ιώβ, ούτω καί διά σάς τώρα εζήτησε νά σάς ταράξη καί σάς κλονίση, όπως κοσκινίζεται καί σείεται τό σιτάρι μέσα εις τό κόσκινον.
32 Εγώ όμως προσηυχήθην υπέρ σού καί παρεκάλεσα νά μή χάσης τήν πίστιν σου. Καί σύ, όταν κάποτε επιστρέψης διά τής μετανοίας καί αποκατασταθής εις τό αξίωμά σου, γίνε εις τούς αδελφούς σου υπόδειγμα μετανοίας καί πίστεως, ώστε νά στηρίζωνται ούτοι καί νά παρηγορούνται τόσον διά τών λόγων σου, όσον καί διά τού παραδείγματός σου. 33 Αλλ ο Πέτρος είπεν εις αυτόν Κύριε, είμαι έτοιμος μαζί σου νά υπάγω καί εις φυλακήν καί εις θάνατον.
34 Ο δέ Κύριος είπε Σέ βεβαίω, Πέτρε Δέν θά λαλήση ο πετεινός κατά τά εξημερώματα τής σημερινής ημέρας, προτού νά μέ απαρνηθής τρείς φοράς καί νά βεβαιώσης ότι δέν μέ γνωρίζεις. 35 Καί προαναγγέλλων εις αυτούς, ότι εις τό μέλλον όλων η πίστις θά εδοκιμάζετο, τούς είπεν Όταν εις τήν πρώτην σας περιοδείαν σάς έστειλα χωρίς βαλλάντιον καί χωρίς σάκκον ταξιδιωτικόν καί υποδήματα, μήπως εστερήθητε τίποτε; Αυτοί δέ είπον όχι δέν εστερήθημεν τίποτε.
36 Είπε λοιπόν εις αυτούς Τά πράγματα τώρα ήλλαξαν καί πρέπει νά οπλισθήτε μέ σύνεσιν καί νά έχετε πάντοτε εις τόν νούν σάς, ότι περικυκλώνεσθε από εχθρούς. Τώρα εκείνος, πού έχει βαλλάντιον, άς τό πάρη μαζί του, διά νά έχη χρήματα πρός αγοράν τών αναγκαίων διά τήν συντήρησίν του. Τό ίδιον άς κάμη καί αυτός, πού έχει σάκκον. Άς τόν πάρη μαζί του γεμάτον μέ τρόφιμα. Δέν θά εύρετε πλέον τήν φιλόξενον προθυμίαν καί υποδοχήν, πού συνηντήσατε εις τήν πρώτην περιοδείαν σας. Καί εκείνος πού δέν έχει μάχαιραν, άς πωλήση καί αυτό τό ρούχο του καί άς αγοράση μάχαιραν. Δέν θέλω νά είπω μέ αυτό, ότι σάς επιτρέπεται εις τήν βίαν νά αντιτάσσετε τήν βίαν. Ούτε ότι έχετε δικαίωμα διά τής μαχαίρας νά επιδιώξετε τήν διάδοσιν τού Ευαγγελίου. Αλλ απλώς διά ζωηράς εικόνος θέλω νά σάς παραστήσω, ότι ο παρών καιρός είναι καιρός αμύνης καί ότι θά αντιμετωπίσετε θανατηφόρους επιβουλάς καί εχθρότητας.
37 Ότι δέ τώρα ήλθαν καιροί διωγμών καί επιβουλών, αποδεικνύεται από αυτά πού μετ ολίγον θά συμβούν εις εμέ. Διότι σάς λέγω, ότι μαζί μέ τόσα άλλα, πού επληρώθησαν, πρέπει νά πληρωθή καί νά επαληθεύση εις εμέ καί αυτό, πού έχει γραφή εις τόν προφήτην Ησαΐαν δηλαδή τό καί μεταξύ τών ανόμων καί κακούργων κατετάχθη διά νά τιμωρηθή μαζί μέ αυτούς ως άνομος. Πρέπει δέ νά επαληθεύση καί ο προφητικός αυτός λόγος εις εμέ, διότι όσα εγράφησαν καί επροφητεύθησαν δι εμέ, λαμβάνουν τώρα τέλος καί πραγματοποίησιν πλήρη. 38 Οι μαθηταί όμως δέν εκατάλαβαν τήν σημασίαν τών λόγων αυτών τού Κυρίου καί τού είπαν: Κύριε, ιδού εδώ υπάρχουν δύο μάχαιραι. Ο δέ Κύριος είπεν εις αυτούς Δέν εννοείτε τί σάς λέγω. Φθάνει λοιπόν. Άς μή εκτεινώμεθα εις περαιτέρω συζήτησιν.
39 Καί αφού εβγήκεν, επήγε κατά τήν συνήθειάν του εις τό όρος τών Ελαιών. Τόν ηκολούθησαν δέ καί οι μαθηταί του.