Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚϚ´ 6 – 16 – 6 Του δε Ιησού γενομένου εν Βηθανία εν οικία Σίμωνος του λεπρού, 7 προσήλθεν αυτώ γυνή αλάβαστρον μύρου έχουσα βαρυτίμου, και κατέχεεν επί την κεφαλήν αυτού ανακειμένου.
8 ιδόντες δε οι μαθηταί αυτού ηγανάκτησαν λέγοντες· Εις τί η απώλεια αύτη; 9 ηδύνατο γάρ τούτο το μύρον πραθήναι πολλού και δοθήναι τοις πτωχοίς. 10 γνούς δε ο Ιησούς είπεν αυτοίς· Τί κόπους παρέχετε τη γυναικί; έργον γάρ καλόν ειργάσατο εις εμέ. 11 τους πτωχούς γάρ πάντοτε έχετε μεθ’ εαυτών, εμέ δε ου πάντοτε έχετε.
12 βαλούσα γάρ αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, προς το ενταφιάσαι με εποίησεν. 13 αμήν λέγω υμίν, όπου εάν κηρυχθή το ευαγγέλιον τούτο εν όλω τώ κόσμω, λαληθήσεται και ο εποίησεν αύτη εις μνημόσυνον αυτής.
14 Τότε πορευθείς είς των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς είπε· 15 Τί θέλετέ μοι δούναι, και εγώ υμίν παραδώσω αυτόν; οι δε έστησαν αυτώ τριάκοντα αργύρια. 16 και από τότε εζήτει ευκαιρίαν ίνα αυτόν παραδώ.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 1 – 39
1 Ήγγιζε δε η εορτή των αζύμων η λεγομένη πάσχα. 2 και εζήτουν οι αρχιερείς και οι γραμματείς το πως ανέλωσιν αυτόν· εφοβούντο γάρ τον λαόν. 3 Εισήλθε δε ο σατανάς εις Ιούδαν τον επικαλούμενον Ισκαριώτην, όντα εκ του αριθμού των δώδεκα, 4 και απελθών συνελάλησε τοις αρχιερεύσι και γραμματεύσι και στρατηγοίς το πως αυτόν παραδώ αυτοίς.
5 και εχάρησαν, και συνέθεντο αυτώ αργύρια δούναι· 6 και εξωμολόγησε, και εζήτει ευκαιρίαν του παραδούναι αυτόν αυτοίς άτερ όχλου. 7 Ήλθε δε η ημέρα των αζύμων, εν η έδει θύεσθαι το πάσχα, 8 και απέστειλε Πέτρον και Ιωάννην ειπών· Πορευθέντες ετοιμάσατε ημίν το πάσχα ίνα φάγωμεν. 9 οι δε είπον αυτώ· Που θέλεις ετοιμάσωμεν;
10 ο δε είπεν αυτοίς· Ιδού εισελθόντων υμών εις την πόλιν συναντήσει υμίν άνθρωπος κεράμιον ύδατος βαστάζων· ακολουθήσατε αυτώ εις την οικίαν ού εισπορεύεται, 11 και ερείτε τώ οικοδεσπότη της οικίας· λέγει σοι ο διδάσκαλος, που εστι το κατάλυμα όπου το πάσχα μετά των μαθητών μου φάγω; 12 κακείνος υμίν δείξει ανώγαιον μέγα εστρωμένον· εκεί ετοιμάσατε. 13 απελθόντες δε εύρον καθώς είρηκεν αυτοίς, και ητοίμασαν το πάσχα.
14 Και ότε εγένετο η ώρα, ανέπεσε, και οι δώδεκα απόστολοι σύν αυτώ. 15 και είπε προς αυτούς· Επιθυμία επεθύμησα τούτο το πάσχα φαγείν μεθ’ υμών πρό του με παθείν· 16 λέγω γάρ υμίν ότι ουκέτι ου μη φάγω εξ αυτού έως ότου πληρωθή εν τη βασιλεία του Θεού. 17 και δεξάμενος το ποτήριον ευχαριστήσας είπε· Λάβετε τούτο και διαμερίσατε εαυτοίς· 18 λέγω γάρ υμίν ότι ου μη πίω από του γενήματος της αμπέλου έως ότου η βασιλεία του Θεού έλθη.
19 και λαβών άρτον ευχαριστήσας έκλασε και έδωκεν αυτοίς λέγων· Τούτό εστι το σώμά μου το υπέρ υμών διδόμενον· τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. 20 ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι, λέγων· Τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εν τώ αίματί μου, το υπέρ υμών εκχυνόμενον. 21 πλήν ιδού η χείρ του παραδιδόντος με μετ’ εμού επί της τραπέζης. 22 και ο μέν υιός του ανθρώπου πορεύεται κατά το ωρισμένον· πλήν ουαί τώ ανθρώπω εκείνω δι’ ού παραδίδοται.
23 και αυτοί ήρξαντο συζητείν προς εαυτούς το τίς άρα είη εξ αυτών ο τούτο μέλλων πράσσειν. 24 Εγένετο δε και φιλονεικία εν αυτοίς, το τίς αυτών δοκεί είναι μείζων. 25 ο δε είπεν αυτοίς· Οι βασιλείς των εθνών κυριεύουσιν αυτών, και οι εξουσιάζοντες αυτών ευεργέται καλούνται· 26 υμείς δε ουχ ούτως, αλλ’ ο μείζων εν υμίν γινέσθω ως ο νεώτερος, και ο ηγούμενος ως ο διακονών. 27 τίς γάρ μείζων, ο ανακείμενος η ο διακονών; ουχί ο ανακείμενος; εγώ δε ειμι εν μέσω υμών ως ο διακονών. 28 υμείς δέ εστε οι διαμεμενηκότες μετ’ εμού εν τοις πειρασμοίς μου·
29 καγώ διατίθεμαι υμίν καθώς διέθετό μοι ο πατήρ μου βασιλείαν, 30 ίνα εσθίητε και πίνητε επί της τραπέζης μου εν τη βασιλεία μου, και καθήσεσθε επί θρόνων κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. 31 Είπε δε ο Κύριος· Σίμων Σίμων, ιδού ο σατανάς εξητήσατο υμάς του σινιάσαι ως τον σίτον· 32 εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου· και σύ ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου. 33 ο δε είπεν αυτώ· Κύριε, μετά σου έτοιμός ειμι και εις φυλακήν και εις θάνατον πορεύεσθαι.
34 ο δε είπε· Λέγω σοι, Πέτρε, ου φωνήσει σήμερον αλέκτωρ πρίν η τρίς απαρνήση μη ειδέναι με. 35 Και είπεν αυτοίς· Ότε απέστειλα υμάς άτερ βαλαντίου και πήρας και υποδημάτων, μή τινος υστερήθητε; οι δε είπον· Ουθενός. 36 είπεν ούν αυτοίς· Αλλά νύν ο έχων βαλάντιον αράτω, ομοίως και πήραν, και ο μη έχων πωλήσει το ιμάτιον αυτού και αγοράσει μάχαιραν.
37 λέγω γάρ υμίν ότι έτι τούτο το γεγραμμένον δεί τελεσθήναι εν εμοί, το και μετά ανόμων ελογίσθη· και γάρ τα περί εμού τέλος έχει. 38 οι δε είπον· Κύριε, ιδού μάχαιραι ώδε δύο. ο δε είπεν αυτοίς· Ικανόν εστι. 39 Και εξελθών επορεύθη κατά το έθος εις το όρος των ελαιών· ηκολούθησαν δε αυτώ και οι μαθηταί αυτού.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚϚ´ 6 – 16
6 Και όταν ο Ιησούς ήλθεν εις την Βηθανίαν εις την οικίαν Σίμωνος του λεπρού, 7 προσήλθε προς αυτόν μία γυναίκα, που εκράτει αγγείον από αλάβαστρον γεμάτο μύρον πολύ ακριβόν και περιέχυνε τούτο εις την κεφαλήν του, ενώ ήτο γερμένος εις το τραπέζι.
8 Όταν δε είδαν τούτο οι μαθηταί, ηγανάκτησαν και έλεγαν· Διατί να γίνη αυτή η άσκοπος και χαμένη σπατάλη του πολυτίμου αυτού μύρου; 9 Διότι μπορούσε το μύρον αυτό να πωληθή ακριβά και το αντίτιμόν του να δοθή εις τους πτωχούς. 10 Αλλ’ ο Ιησούς αντελήφθη τούτο και είπεν εις αυτούς· Διατί ενοχλείτε την γυναίκα; Μη την πικραίνετε.Διότι έργον καλόν έκαμεν εις εμέ.Το έργον αυτό είναι διά την παρούσαν περίστασιν προτιμότερον και από αυτήν την ελεημοσύνην και συνδρομήν των πτωχών. 11 Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε μαζί σας και μπορείτε οποτεδήποτε να τους ευεργετήσετε.Εμέ όμως δεν με έχετε πάντοτε.Και δι’ αυτό μη ενοχλείτε την γυναίκα δι’ αυτό,πού έκαμε.
12 Διότι όταν αυτή έχυσε το μύρον τούτο εις το σώμά μου, το έκαμε διά να με ετοιμάση προς ταφήν. 13 Αληθινά σας λέγω, οπουδήποτε και αν κηρυχθή το ευαγγέλιον αυτό, το οποίον κηρύττω και σας παρέδωκα, εις όλον τον κόσμον δηλαδή, θα διαλαληθή και αυτό που έκαμεν αυτή, διά να παραμένη αλησμόνητος η μνήμη της γυναικός αυτής.
14 Τότε επήγεν ένας από τους δώδεκα, αυτός που ελέγετο Ιούδας Ισκαριώτης, εις τους αρχιερείς και είπε· 15 τί θέλετε να μού δώσετε και εγώ θα σας τον παραδώσω; Αυτοί δε του εζύγισαν και του παρέδωκαν άργυρον βάρους τριάκοντα διδράχμων, αξίας περίπου ογδοήκοντα πέντε χρυσών δραχμών. 16 Και από τότε εζήτει ευκαιρίαν διά να τον παραδώση.
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΚΒ´ 1 – 39
1 Επλησίαζε δε η εορτή, που επί επτά ημέρας οι Ιουδαίοι έτρωγον τα άζυμα, και η οποία ελέγετο Πάσχα. 2 Και εζήτουν οι αρχιερείς και οι γραμματείς να εύρουν τρόπον, με τον οποίον ασφαλώς και ακινδύνως να τον φονεύσουν· ελάμβανον δε τα μέτρα αυτά, διότι εφοβούντο τον λαόν, ο οποίος συνεπάθει τον Ιησούν. 3 Εμβήκε δε ο σατανάς εις τον Ιούδαν, που επωνομάζετο Ισκαριώτης και ήτο από τον στενόν κύκλον των μαθητών, δηλαδή ένας από τους δώδεκα Αποστόλους.
4 Και επήγε και συνομίλησε με τους Αρχιερείς και με τους γραμματείς και με τον Λευΐτην αρχιφύλακα και τους υπ’ αυτόν αξιωματικούς της λευϊτικής φρουράς του ιερού. Συνεζήτησε δε μετ’ αυτών περί του ασφαλεστέρου τρόπου, με τον οποίον θα παρέδιδεν αυτόν εις αυτούς. 5 Και εχάρησαν εκείνοι διά την ανέλπιστον αυτήν λύσιν και συνεφώνησαν να του δώσουν χρήματα.
6 Και με την καρδιά του εβεβαίωσε και υπεσχέθη να τους βοηθήση. Και εζήτει κατάλληλον περίστασιν να τους τον παραδώση, χωρίς να προκληθή συρροή όχλου και θόρυβος. 7 Έφθασε δε η ημέρα των αζύμων, κατά την οποίαν έπρεπε σύμφωνα με τον νόμον να θυσιάζεται ο πασχάλιος αμνός. (Και η ημέρα αυτή ήρχιζεν από την δύσιν της 13ης Νισάν και έληγε κατά την δύσιν της 14ης, ολίγον δε πρό της δύσεως της 14ης εσφάζετο ο αμνός, ώστε μετά την δύσιν, ότε ήρχιζεν η 15η Νισάν και ετελείτο το Πάσχα, να είναι ούτος ετοιμασμένος και ψημένος).
8 Και περί την δύσιν της 13ης του Νισάν απέστειλεν ο Κύριος τον Πέτρον και τον Ιωάννην και τους είπε· Πηγαίνετε και ετοιμάσατέ μας το Πάσχα διά να φάγωμεν αυτό. 9 Αυτοί δε είπαν· Εις ποίον μέρος θέλεις να ετοιμάσωμεν το πάσχα; 10 Αυτός δε τους είπεν· Ιδού, όταν θα έμβητε εις την πόλιν, θα σας συναντήση κάποιος άνθρωπος, που θα βαστάζη μίαν στάμναν νερό. Ακολουθήσατέ τον είς το σπίτι, εις το οποίον θα έμβη.
11 Και θα είπετε εις τον οικοδεσπότην του σπιτιού εκείνου· Λέγει εις σε ο διδάσκαλος· Που είναι η αίθουσα του φαγητού, όπου θα φάγω με τους μαθητάς μου το νέον Πάσχα της Καινής Διαθήκης; 12 Και εκείνος θα σας δείξη ένα μεγάλο ανώγειον, δηλαδή το επάνω διαμέρισμα του σπιτιού, με καναπέδες στρωμένους γύρω από τα τραπέζια του φαγητού. Εκεί ετοιμάσατε το Πάσχα.
13 Επήγαν δε οι δύο μαθηταί και εύρον, καθώς τους είχεν είπει ο Διδάσκαλος. Και ητοίμασαν το δείπνον, εις το οποίον παρέδωκεν ο Κύριος το Πάσχα της θείας Ευχαριστίας. 14 Και όταν ήλθεν η ώρα του φαγητού, εξαπλώθη πλησίον της τραπέζης και μαζί του επήραν θέσεις και οι δώδεκα απόστολοι. 15 Και είπε προς αυτούς· Τούτο το τελευταίον της επιγείου ζωής μου Πάσχα, το οποίον ως συνδεδεμένον μετά του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας είναι της Καινής Διαθήκης πάσχα, μεγάλως επεθύμησα να το φάγω μαζί σας προτού να σταυρωθώ.
16 Επεθύμησα δε πολύ να φάγω το πάσχα τούτο της Καινής Διαθήκης μαζί σας, διότι σας βεβαιώ, ότι αυτό είναι, όπως σας είπα, το τελευταίον Πάσχα μου και δεν θα φάγω πλέον το Πάσχα, μέχρις ότου γίνη τούτο πλήρες και τέλειον εν τη ουρανίω βασιλεία του Θεού, οπότε η μεταξύ μας κοινωνία και ένωσις, που γίνεται τώρα μυστηριακώς, θα είναι τότε τελεία. 17 Και αφού έλαβεν από τους μαθητάς ποτήριον, όχι της θείας Ευχαριστίας, το οποίον καθηγιάσθη και εδόθη εις τους μαθητάς μετά το τέλος του δείπνου, αλλά το ποτήριον με το οποίον εσυνηθίζετο να γίνεται η έναρξις παντός ιερού δείπνου, ευχαρίστησε τον Θεόν, και είπε· Λάβετε τούτο και μοιράσατέ το μεταξύ σας, ώστε να πίωμεν όλοι μαζί από αυτό.
18 Διότι σας λέγω, ότι από την στιγμήν αυτήν, που το έπια διά τελευταίαν φοράν, δεν θα ξαναπίω από το προϊόν και γένημα της αμπέλου, έως ότου έλθη η βασιλεία του Θεού, όπου θα πίνωμεν μαζί το ποτήριον της θείας ευφροσύνης και χαράς. 19 Και αφού έλαβεν εις τας χείρας του άρτον, ηυχαρίστησε τον Θεόν και έκοψεν εις τεμάχια τον άρτον και έδωκεν εις αυτούς λέγων· Αυτό, που σας δίνω να φάγετε, είναι το σώμα μου, το οποίον μετ’ ολίγον παραδίδεται, ίνα σταυρωθή διά την ιδικήν σας σωτηρίαν. Πράττετε συνεχώς τούτο, δηλαδή λαμβάνετε και σείς άρτον, ευχαριστείτε υπεράνω αυτού, κόπτετέ τον εις τεμάχια και τρώγετε αυτόν. Και πράττετε τούτο διά να φέρετε ευγνωμόνως και μετά πίστεως εις την μνήμην σας και εις την μνήμην των άλλων την υπέρ υμών σταυρικήν μου θυσίαν και την απολύτρωσιν και σωτηρίαν σας, που επετεύχθη με την θυσίαν αυτήν.
20 Ωσαύτως έλαβε και το ποτήριον μετά το πέρας του δείπνου και ευχαρίστησε και έδωσε τούτο εις αυτούς, και είπε· Αυτό, που περιέχεται μέσα εις το ποτήριον τούτο, είναι η Καινή Διαθήκη, η οποία επικυρούται και επισφραγίζεται με το αίμα μου, το οποίον προκείται μετ’ ολίγον να χυθή διά την σωτηρίαν σας. 21 Αλλ’ ενώ εγώ χύνω το αίμα μου διά σάς, ιδού η χείρ εκείνου, που με παραδίδει εις τους εχθρούς μου διά να θανατωθώ, είναι μαζί μου επί της τραπέζης και βουτά τον άρτον εις την αυτήν πιατέλλαν, εις την οποίαν και η ιδική μου χείρ βουτά.
22 Και ο μέν υιός του ανθρώπου φεύγει από την παρούσαν ζωήν σύμφωνα με εκείνο, που έχει ορισθή από την θείαν βουλήν του επουρανίου Πατρός. Αλλοίμονον όμως εις τον άνθρωπον εκείνον, διά του οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις τους σταυρωτάς του. 23 Και αυτοί ήρχισαν να συζητούν μεταξύ των, ποίος λοιπόν από αυτούς να ήτο εκείνος, που έμελλε να πράξη την προδοσίαν αυτήν.
24 Εκτός δε της συζητήσεως αυτής έγινε και φιλονεικία μεταξύ των, περί του ποίος εξ αυτών ήξιζε να θεωρήται ο μεγαλύτερος και περισσότερον διακεκριμένος, ώστε να έχη την πρωτεύουσαν θέσιν. 25 Ο Κύριος όμως είπε προς αυτούς· οι βασιλείς των εθνών κυριαρχούν επ’ αυτών διά τυραννικής δυνάμεως. Και αυτοί, που έχουν εξουσίαν ως ηγεμόνες επ’ αυτών, καλούνται από τους κόλακας ευεργέται.
26 Σείς όμως δεν πρέπει να είσθε όπως εκείνοι. Αλλ’ εκείνος, που πράγματι είναι μεγαλύτερος και περισσότερον διακεκριμένος μεταξύ σας, άς γίνη ως ο νεώτερος, ο οποίος λόγω της ηλικίας του οφείλει να υπηρετή τους άλλους. Και εκείνος, που έχει θέσιν εξαιρετικήν και προηγείται από τους άλλους, αυτός άς υπηρετή τούτους ως δούλος των.
27 Εις τούτο δε σας έδωκα εγώ το παράδειγμα. Διότι ποίος είναι μεγαλύτερος; Εκείνος που κάθεται εις το τραπέζι και τρώγει, η εκείνος που στέκεται όρθιος και υπηρετεί; Δεν είναι ανώτερος αυτός, που κάθηται; Βεβαίως. Και όμως εγώ και τώρα, που σας ένιψα τους πόδας και πάντοτε εις το παρελθόν, είμαι μεταξύ σας ως υπηρέτης, που σας διακονεί. 28 Δεν σας λέγω όμως αυτά διά να σας αποδοκιμάσω και σας αποκηρύξω, αλλά διά να σας δείξω, που θα εύρετε το πραγματικόν μεγαλείον. Σείς οι ένδεκα καθ’ όλον το διάστημα της ζωής μου εμείνατε μαζί μου εις τας δοκιμασίας μου και δεν εκλονίσθητε από αυτάς.
29 Και εγώ ως ανταμοιβήν της προς εμέ αφοσιώσεώς σας σας υπόσχομαι βασιλείαν, σύμφωνα με την εξουσίαν που έχω, λόγω του ότι και ο Πατήρ μου ώρισε βασιλικόν αξίωμα και δι’ εμέ. 30 Συνέπεια δε του βασιλικού αυτού αξιώματος, το οποίον σας υπόσχομαι, είναι να τρώγετε και να πίνετε επί της τραπέζης μου, να απολαμβάνετε δηλαδή τα αιώνια αγαθά εν τη βασιλεία μου, διατελούντες εις στενήν σχέσιν και κοινωνίαν μετ’ εμού. Και επί πλέον θα καθίσετε επί θρόνων διά να ασκήτε βασιλικήν εξουσίαν και δικάζετε τας δώδεκα φυλάς του νέου Ισραήλ της χάριτος.
31 Μην υπερηφανευθήτε όμως από τον έπαινόν μου αυτόν και τας υποσχέσεις, που σας έδωκα. Παρεμείνατε πιστοί και αφωσιωμένοι εις εμέ λόγω της χάριτος και προστασίας του Θεού. Πράγματι. Σίμων, Σίμων, ιδού ο σατανάς, όπως άλλοτε περί του Ιώβ, ούτω και διά σας τώρα εζήτησε να σας ταράξη και σας κλονίση, όπως κοσκινίζεται και σείεται το σιτάρι μέσα εις το κόσκινον. 32 Εγώ όμως προσηυχήθην υπέρ σου και παρεκάλεσα να μη χάσης την πίστιν σου. Και σύ, όταν κάποτε επιστρέψης διά της μετανοίας και αποκατασταθής εις το αξίωμά σου, γίνε εις τους αδελφούς σου υπόδειγμα μετανοίας και πίστεως, ώστε να στηρίζωνται ούτοι και να παρηγορούνται τόσον διά των λόγων σου, όσον και διά του παραδείγματός σου.
33 Αλλ’ ο Πέτρος είπεν εις αυτόν· Κύριε, είμαι έτοιμος μαζί σου να υπάγω και εις φυλακήν και εις θάνατον. 34 Ο δε Κύριος είπε· Σε βεβαίω, Πέτρε· Δεν θα λαλήση ο πετεινός κατά τα εξημερώματα της σημερινής ημέρας, προτού να με απαρνηθής τρείς φοράς και να βεβαιώσης ότι δεν με γνωρίζεις. 35 Και προαναγγέλλων εις αυτούς, ότι εις το μέλλον όλων η πίστις θα εδοκιμάζετο, τους είπεν· Όταν εις την πρώτην σας περιοδείαν σας έστειλα χωρίς βαλλάντιον και χωρίς σάκκον ταξιδιωτικόν και υποδήματα, μήπως εστερήθητε τίποτε; Αυτοί δε είπον· όχι· δεν εστερήθημεν τίποτε.
36 Είπε λοιπόν εις αυτούς· Τα πράγματα τώρα ήλλαξαν και πρέπει να οπλισθήτε με σύνεσιν και να έχετε πάντοτε εις τον νούν σάς, ότι περικυκλώνεσθε από εχθρούς. Τώρα εκείνος, που έχει βαλλάντιον, άς το πάρη μαζί του, διά να έχη χρήματα προς αγοράν των αναγκαίων διά την συντήρησίν του. Το ίδιον άς κάμη και αυτός, που έχει σάκκον. Άς τον πάρη μαζί του γεμάτον με τρόφιμα. Δεν θα εύρετε πλέον την φιλόξενον προθυμίαν και υποδοχήν, που συνηντήσατε εις την πρώτην περιοδείαν σας. Και εκείνος που δεν έχει μάχαιραν, άς πωλήση και αυτό το ρούχο του και άς αγοράση μάχαιραν. Δεν θέλω να είπω με αυτό, ότι σας επιτρέπεται εις την βίαν να αντιτάσσετε την βίαν. Ούτε ότι έχετε δικαίωμα διά της μαχαίρας να επιδιώξετε την διάδοσιν του Ευαγγελίου. Αλλ’ απλώς διά ζωηράς εικόνος θέλω να σας παραστήσω, ότι ο παρών καιρός είναι καιρός αμύνης και ότι θα αντιμετωπίσετε θανατηφόρους επιβουλάς και εχθρότητας.
37 Ότι δε τώρα ήλθαν καιροί διωγμών και επιβουλών, αποδεικνύεται από αυτά που μετ’ ολίγον θα συμβούν εις εμέ. Διότι σας λέγω, ότι μαζί με τόσα άλλα, που επληρώθησαν, πρέπει να πληρωθή και να επαληθεύση εις εμέ και αυτό, που έχει γραφή εις τον προφήτην Ησαΐαν· δηλαδή το και μεταξύ των ανόμων και κακούργων κατετάχθη διά να τιμωρηθή μαζί με αυτούς ως άνομος. Πρέπει δε να επαληθεύση και ο προφητικός αυτός λόγος εις εμέ, διότι όσα εγράφησαν και επροφητεύθησαν δι’ εμέ, λαμβάνουν τώρα τέλος και πραγματοποίησιν πλήρη.
38 Οι μαθηταί όμως δεν εκατάλαβαν την σημασίαν των λόγων αυτών του Κυρίου και του είπαν: Κύριε, ιδού εδώ υπάρχουν δύο μάχαιραι. Ο δε Κύριος είπεν εις αυτούς· Δεν εννοείτε τί σας λέγω. Φθάνει λοιπόν. Άς μη εκτεινώμεθα εις περαιτέρω συζήτησιν. 39 Και αφού εβγήκεν, επήγε κατά την συνήθειάν του εις το όρος των Ελαιών. Τον ηκολούθησαν δε και οι μαθηταί του.