Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΖ/ 1 – 38 – 1 Πρωίας δέ γενομένης συμβούλιον έλαβον πάντες οι αρχιερείς καί οι πρεσβύτεροι τού λαού κατά τού Ιησού ώστε θανατώσαι αυτόν …
2 καί δήσαντες αυτόν απήγαγον καί παρέδωκαν αυτόν Ποντίω Πιλάτω τώ ηγεμόνι. 3 Τότε ιδών Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι κατεκρίθη, μεταμεληθείς απέστρεψε τά τριάκοντα αργύρια τοίς αρχιερεύσι καί πρεσβυτέροις 4 λέγων Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον. οι δέ είπον Τί πρός ημάς; σύ όψει. 5 καί ρίψας τά αργύρια εν τώ ναώ ανεχώρησε, καί απελθών απήγξατο. 6 οι δέ αρχιερείς λαβόντες τά αργύρια είπον Ουκ έξεστι βαλείν αυτά εις τόν κορβανάν, επεί τιμή αίματός εστι.
7 συμβούλιον δέ λαβόντες ηγόρασαν εξ αυτών τόν αγρόν τού κεραμέως εις ταφήν τοίς ξένοις 8 διό εκλήθη ο αγρός εκείνος αγρός αίματος έως τής σήμερον. 9 τότε επληρώθη τό ρηθέν διά Ιερεμίου τού προφήτου λέγοντος καί έλαβον τά τριάκοντα αργύρια, τήν τιμήν τού τετιμημένου όν ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ, 10 καί έδωκαν αυτά εις τόν αγρόν τού κεραμέως, καθά συνέταξέ μοι Κύριος.
11 Ο δέ Ιησούς έστη έμπροσθεν τού ηγεμόνος καί επηρώτησεν αυτόν ο ηγεμών λέγων Σύ εί ο βασιλεύς τών Ιουδαίων; ο δέ έφη αυτώ Σύ λέγεις. 12 καί εν τώ κατηγορείσθαι αυτόν υπό τών αρχιερέων καί τών πρεσβυτέρων ουδέν απεκρίνατο.
13 τότε λέγει αυτώ ο Πιλάτος Ουκ ακούεις πόσα σου καταμαρτυρούσι; 14 καί ουκ απεκρίθη αυτώ πρός ουδέ έν ρήμα, ώστε θαυμάζειν τόν ηγεμόνα λίαν. 15 Κατά δέ τήν εορτήν ειώθει ο ηγεμών απολύειν ένα τώ όχλω δέσμιον όν ήθελον. 16 είχον δέ τότε δέσμιον επίσημον λεγόμενον Βαραββάν. 17 συνηγμένων ούν αυτών είπεν αυτοίς ο Πιλάτος Τίνα θέλετε απολύσω υμίν, Βαραββάν ή Ιησούν τόν λεγόμενον Χριστόν; 18 ήδει γάρ ότι διά φθόνον παρέδωκαν αυτόν.
19 Καθημένου δέ αυτού επί τού βήματος απέστειλε πρός αυτόν η γυνή αυτού λέγουσα Μηδέν σοί καί τώ δικαίω εκείνω πολλά γάρ έπαθον σήμερον κατ όναρ δι αυτόν. 20 Οι δέ αρχιερείς καί οι πρεσβύτεροι έπεισαν τούς όχλους ίνα αιτήσωνται τόν Βαραββάν, τόν δέ Ιησούν απολέσωσιν. 21 αποκριθείς δέ ο ηγεμών είπεν αυτοίς Τίνα θέλετε από τών δύο απολύσω υμίν; οι δέ είπον Βαραββάν. 22 λέγει αυτοίς ο Πιλάτος Τί ούν ποιήσω Ιησούν τόν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αυτώ πάντες Σταυρωθήτω.
23 ο δέ ηγεμών έφη Τί γάρ κακόν εποίησεν; οι δέ περισσώς έκραζον λέγοντες Σταυρωθήτω. 24 ιδών δέ ο Πιλάτος ότι ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται, λαβών ύδωρ απενίψατο τάς χείρας απέναντι τού όχλου, λέγων Αθώός ειμι από τού αίματος τού δικαίου τούτου υμείς όψεσθε. 25 καί αποκριθείς πάς ο λαός είπε Τό αίμα αυτού εφ ημάς καί επί τά τέκνα ημών.
26 τότε απέλυσεν αυτοίς τόν Βαραββάν, τόν δέ Ιησούν φραγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή. 27 Τότε οι στρατιώται τού ηγεμόνος παραλαβόντες τόν Ιησούν εις τό πραιτώριον συνήγαγον επ αυτόν όλην τήν σπείραν 28 καί εκδύσαντες αυτόν περιέθηκαν αυτώ χλαμύδα κοκκίνην, 29 καί πλέξαντες στέφανον εξ ακανθών επέθηκαν επί τήν κεφαλήν αυτού καί κάλαμον επί τήν δεξιάν αυτού, καί γονυπετήσαντες έμπροσθεν αυτού ενέπαιζον αυτώ λέγοντες Χαίρε, ο βασιλεύς τών Ιουδαίων 30 καί εμπτύσαντες εις αυτόν έλαβον τόν κάλαμον καί έτυπτον εις τήν κεφαλήν αυτού.
31 καί ότε ενέπαιξαν αυτώ, εξέδυσαν αυτόν τήν χλαμύδα καί ενέδυσαν αυτόν τά ιμάτια αυτού, καί απήγαγον αυτόν εις τό σταυρώσαι. 32 Εξερχόμενοι δέ εύρον άνθρωπον Κυρηναίον ονόματι Σίμωνα τούτον ηγγάρευσαν ίνα άρη τόν σταυρόν αυτού. 33 Καί ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά, ό εστι λεγόμενος κρανίου τόπος, 34 έδωκαν αυτώ πιείν όξος μετά χολής μεμιγμένον καί γευσάμενος ουκ ήθελε πιείν. 35 σταυρώσαντες δέ αυτόν διεμερίσαντο τά ιμάτια αυτού βάλοντες κλήρον,
36 καί καθήμενοι ετήρουν αυτόν εκεί. 37 καί επέθηκαν επάνω τής κεφαλής αυτού τήν αιτίαν αυτού γεγραμμένην Ούτός εστιν Ιησούς ο βασιλεύς τών Ιουδαίων. 38 Τότε σταυρούνται σύν αυτώ δύο λησταί, είς εκ δεξιών καί είς εξ ευωνύμων.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΖ/ 1 – 38
1 Όταν δέ έγινε πρωΐ, έκαμαν σύσκεψιν όλοι οι αρχιερείς καί οι πρεσβύτεροι τού λαού κατά τού Ιησού, διά νά επιτύχουν τήν εκτέλεσιν τής θανατικής ποινής του. 2 Καί αφού τόν έδεσαν, τόν επήραν απ εκεί καί τόν παρέδωκαν εις τόν Πόντιον Πιλάτον τόν ηγεμόνα.
3 Τότε σάν είδεν ο Ιούδας, πού τόν παρέδωκε μέ προδοσίαν εις τούς Ιουδαίους, ότι ο Ιησούς κατεδικάσθη, μετεμελήθη καί επέστρεψε τά τριάκοντα αργυρά νομίσματα εις τούς αρχιερείς καί τούς πρεσβυτέρους 4 καί είπεν Ημάρτησα παραδώσας αίμα αθώον διά νά χυθή.Αυτοί δέ είπαν Τί μάς ενδιαφέρει αυτό; Σύ θά φροντίσης νά απαλλαγής από τήν ευθύνην καί σύ θά δώσης λόγον δι αυτό.
5 Καί αφού έρριψε τά αργυρά νομίσματα εις τόν περίβολον τού ναού, ανεχώρησε καί επήγε καί επνίγη μέ σχοινίον. 6 Οι δέ αρχιερείς, αφού επήραν τά αργυρά νομίσματα, είπαν Δέν επιτρέπεται νά τά ρίψωμεν εις τό θησαυροφυλάκιον τού ναού ως ιερόν αφιέρωμα, διότι μέ αυτά ηγοράσθη ζωή ανθρώπου καί εδόθησαν ως αμοιβή διά τό ανθρώπινον αίμα, πού μετ ολίγον θά χυθή.
7 Αφού δέ έκαμαν σύσκεψιν, ηγόρασαν μέ αυτά τόν αγρόν τού κεραμιδά, διά νά είναι τόπος ταφής τών ξένων Ιουδαίων, πού ως ταξιδιώται καί προσκυνηταί ήρχοντο εις τά Ιεροσόλυμα. 8 Δι αυτό ωνομάσθη ο αγρός εκείνος αγρός αίματος μέχρι τής σήμερον.
9 Τότε επαλήθευσεν εκείνο, πού ελέχθη διά τού Ιερεμίου τού προφήτου: Καί έλαβαν τά τριάκοντα αργυρά νομίσματα, τό αντίτιμον τού ανεκτιμήτου Χριστού, τού οποίου τό τίμημα καί τό ποσόν τής πληρωμής διά τόν φόνον του εκανόνισαν μερικοί από τούς υιούς Ισραήλ. 10 Καί τά έδωκαν διά τόν αγρόν τού κεραμίδα, καθώς μέ διέταξεν ο Κύριος.
11 Ο δέ Ιησούς εστάθη εμπρός εις τόν ηγεμόνα.Καί τόν ηρώτησεν ο ηγεμών καί είπε Σύ είσαι ο βασιλεύς τών Ιουδαίων; Ο δέ Ιησούς είπε Σύ, χωρίς νά εννοής καί τόν πνευματικόν χαρακτήρα τής βασιλείας μου, λέγεις, ότι είμαι βασιλεύς τών Ιουδαίων. 12 Καί όταν τόν κατηγορούν οι αρχιερείς καί οι πρεσβύτεροι, δέν έδωκε καμμίαν απόκρισιν.
13 Τότε λέγει εις αυτόν ο Πιλάτος Δέν ακούεις, πόσα μαρτυρούν εναντίον σου; 14 Καί δέν απεκρίθη εις αυτόν ο Ιησούς ούτε εις ένα λόγον του, ώστε νά θαυμάζη ο ηγεμών πάρα πολύ διά τήν γαλήνην καί αταραξίαν, τήν οποίαν εδείκνυεν εις στιγμάς, πού τόσον ασυνείδητα εσυκοφαντείτο καί τόσον πολύ εκινδύνευεν αυτή η ζωή του.
15 Κάθε εορτήν δέ τού Πάσχα συνήθιζεν ο ηγεμών νά αφίνη ελεύθερον πρός χάριν τού όχλου ένα φυλακισμένον, όποιον ήθελεν ο λαός. 16 Είχαν δέ τότε κάποιον φυλακισμένον ξακουστόν διά τά εγκλήματά του, πού ωνομάζετο Βαραββάς.
17 Ενώ λοιπόν αυτοί ήσαν συναγμένοι, τούς είπεν ο Πιλάτος Ποίον θέλετε νά σάς ελευθερώσω; τόν Βαραββάν ή τόν Ιησούν πού λέγεται Χριστός; Καί προσεπάθει έτσι ο Πιλάτος, έστω καί μέ τόν τρόπον αυτόν, νά σώση τόν Ιησούν. 18 Διότι εγνώριζεν, ότι ένεκα φθόνου τόν παρέδωκαν.
19 Ενώ δέ εκάθητο επί τής δικαστικής του έδρας, έστειλε πρός αυτόν η γυναίκα του καί τού είπε Μή αναλάβης ευθύνας διά τόν δίκαιον αυτόν καί μή έχης τίποτε μέ τόν αθώον αυτόν.Διότι πολλάς ανησυχίας καί φόβους έπαθα σήμερον εις τό όνειρόν μου ένεκα αυτού. 20 Οι αρχιερείς όμως καί οι προεστώτες έπεισαν εν τώ μεταξύ τά πλήθη τού λαού νά ζητήσουν τόν Βαραββάν, τόν δέ Ιησούν νά θανατώσουν.
21 Λαβών δέ τόν λόγον ο ηγεμών είπεν εις αυτούς Ποίον από τούς δύο θέλετε νά σάς αφήσω ελεύθερον; Αυτοί δέ είπαν Τόν Βαραββάν. 22 Λέγει εις αυτούς ο Πιλάτος Τί λοιπόν νά κάμω τόν Ιησούν, πού λέγεται Χριστός; Λέγουν εις αυτόν όλοι Νά σταυρωθή.
23 Ο ηγεμών όμως είπεν Αλλά διατί; Ποίον κακόν έπραξεν; Αυτοί δέ περισσότερον εκραύγαζον καί έλεγον· Νά σταυρωθή.
24 Σάν είδε λοιπόν ο Πιλάτος, ότι καμμίαν ωφέλειαν δέν έφεραν, αλλ ο θόρυβος εγίνετο μεγαλύτερος, επήρε νερό καί ένιψε καλά τά χέρια του εμπρός εις τό πλήθος καί είπεν Είμαι αθώος από τό αίμα αυτού τού δικαίου ανθρώπου.Εις σάς θά πέση η ευθύνη καί σείς θά φροντίσετε νά απαλλαγήτε από τήν ενοχήν διά τό άδικον αυτό.
25 Καί απεκρίθη όλος ο λαός καί είπεν Η ενοχή καί η ευθύνη διά τό χύσιμον τού αίματός του άς έλθη επάνω μας καί επάνω εις τά παιδιά μας. 26 Τότε τούς αφήκεν ελεύθερον τόν Βαραββάν, τόν δέ Ιησούν, αφού διέταξε καί τόν εμαστίγωσαν, τόν παρέδωκε διά νά σταυρωθή.
27 Τότε οι στρατιώται τού ηγεμόνος, αφού παρέλαβον τόν Ιησούν καί τόν ωδήγησαν εις τήν εσωτερικήν αυλήν τού παλατιού, πού έμενεν ο επιτρόπος τής Ρώμης, εμάζευσαν τριγύρω του όλην τήν φρουράν. 28 Καί αφού τόν έγδυσαν, επειδή ήθελαν νά διακωμωδήσουν τάς βασιλικάς του αξιώσεις, τόν ένδυσαν μέ κόκκινον μανδύαν.
29 Καί αφού έπλεξαν στέφανον από αγκάθια, έβαλαν αυτόν επί τής κεφαλής του αντί στέμματος καί τού έδωκαν αντί σκήπτρου βασιλικού κάλαμον εις τήν δεξιάν του καί αφού εγονάτισαν εμπρός του, τόν ενέπαιζον καί έλεγον Χαίρε, ώ βασιλεύ τών Ιουδαίων.
30 Καί αφού τόν έπτυσαν, τόν κάλαμον καί εκτυπούσαν εις τήν κεφαλήν του. 31 Καί όταν τόν ενέπαιξαν, τού έβγαλαν τόν μανδύαν καί τόν ενέδυσαν τά φορέματά του καί τόν επήγαν διά νά τόν σταυρώσουν.
32 Όταν δέ έβγαιναν από τήν πόλιν, ηύραν άνθρωπον, από τήν Κυρήνην καταγόμενον, πού ωνομάζετο Σίμων.Αυτόν ηγγάρευσαν διά νά σηκώση τόν σταυρόν του, επειδή ο Ιησούς δέν αντείχε πλέον νά τόν βαστάζη μέχρι τέλους.
33 Καί αφού ήλθαν εις τόπον, πού ελέγετο Γολγοθά, όνομα τό οποίον μεταφραζόμενον σημαίνει τόπος κρανίου
34 τού έδωκαν νά πίη ξίδι αναμεμιγμένον μέ χολήν, διά νά τού φέρη κάποιαν νάρκωσιν καί μή αισθανθή πολύ τούς πόνους τής σταυρώσεως καί δυσκολευθούν οι σταυρωταί εις τήν εκτέλεσίν της.Καί αφού τό εδοκίμασε, δέν ήθελε νά τό πίη.
35 Όταν δέ τόν εσταύρωσαν, διεμοίρασαν τά ενδύματά του ρίψαντες λαχνόν, 36 καί εκάθηντο καί τόν εφύλατταν εκεί.
37 Καί ετοποθέτησαν επάνω από τήν κεφαλήν του τήν κατηγορίαν τού γραμμένην Αυτός είναι ο Ιησούς ο βασιλεύς τών Ιουδαίων. 38 Τότε σταυρώνονται μαζί του δύο λησταί, ο ένας από τά δεξιά καί ο άλλος από τά αριστερά του.