Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ/ 43 – 47 – 43 ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ός καί αυτός ήν προσδεχόμενος τήν βασιλείαν τού Θεού, τολμήσας εισήλθε πρός Πιλάτον καί ητήσατο τό σώμα τού Ιησού.
44 ο δέ Πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκε, καί προσκαλεσάμενος τόν κεντυρίωνα επηρώτησεν αυτόν ει πάλαι απέθανε 45 καί γνούς από τού κεντυρίωνος εδωρήσατο τό σώμα τώ Ιωσήφ.
46 καί αγοράσας σινδόνα καί καθελών αυτόν ενείλησε τή σινδόνι καί κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω ό ήν λελατομημένον εκ πέτρας, καί προσεκύλισε λίθον επί τήν θύραν τού μνημείου. 47 η δέ Μαρία η Μαγδαληνή καί Μαρία Ιωσή εθεώρουν πού τίθεται.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι/ 1 – 8
1 Καί διαγενομένου τού σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή καί Μαρία η τού Ιακώβου καί Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν. 2 καί λίαν πρωί τς μιάς σαββάτων έρχονται επί τό μνημείον, ανατείλαντος τού ηλίου. 3 καί έλεγον πρός εαυτάς Τίς αποκυλίσει ημίν τόν λίθον εκ τής θύρας τού μνημείου;
4 καί αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος ήν γάρ μέγας σφόδρα. 5 καί εισελθούσαι εις τό μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοίς δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, καί εξεθαμβήθησαν. 6 ο δέ λέγει αυταίς Μή εκθαμβείσθε Ιησούν ζητείτε τόν Ναζαρηνόν τόν εσταυρωμένον ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν.
7 αλλ υπάγετε είπατε τοίς μαθηταίς αυτού καί τώ Πέτρω ότι προάγει υμάς εις τήν Γαλιλαίαν εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν. 8 καί εξελθούσαι έφυγον από τού μνημείου είχε δέ αυτάς τρόμος καί έκστασις, καί ουδενί ουδέν είπον εφοβούντο γάρ.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΕ/ 43 – 47
43 ήλθεν ο Ιωσήφ, πού κατήγετο από τήν πόλιν Αριμαθαίαν, σεβαστόν καί επίσημον μέλος τού ιουδαϊκού συνεδρίου, πού καί αυτός είχε πιστεύσει εις τό περί βασιλείας τού Θεού κήρυγμα τού Ιησού καί επερίμενε τήν βασιλείαν αυτήν, χωρίς νά κλονισθή η ελπίς του αυτή από τόν θάνατον τού Ιησού. Καί έλαβε τήν τόλμην καί παρουσιάσθη εις τόν Πιλάτον καί εζήτησε τό σώμα τού Ιησού.
44 Ο Πιλάτος δέ εξεπλάγη καί ηπόρησεν, εάν τόσον γρήγορα απέθανεν ο Ιησούς. Καί αφού επροσκάλεσε τόν εκατόνταρχον, τόν ηρώτησεν, εάν είχεν ώραν πολλήν πού απέθανε. 45 Καί όταν έμαθεν από τόν εκατόνταρχον, ότι πράγματι απέθανεν, εχάρισεν εις τόν Ιωσήφ τό σώμα.
46 Καί εκείνος αφού ηγόρασε σινδόνα καινουργή καί αμεταχείριστον καί τόν εκατέβασεν από τόν σταυρόν, ετύλιξε τό σώμα εις τήν σινδόνα καί τόν έβαλε χάμω εις μνημείον, πού ήτο σκαλισμένον μέσα εις τόν βράχον καί εκύλισε λίθον βαρύν επάνω εις τό στόμιον τού μνημείου. 47 Η Μαγδαληνή δέ Μαρία καί η Μαρία τού Ιωσή παρετήρουν προσεκτικά καί μέ πολύ ενδιαφέρον πού ετέθη τό σώμα.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι/ 1 – 8
1 Καί αφού επέρασε τό Σάββατον, η Μαρία η Μαγδαληνή καί η Μαρία η μητέρα τού Ιακώβου καί η Σαλώμη ηγόρασαν τό βράδυ τού Σαββάτου αρώματα, διά νά έλθουν τό πρωί εις τόν τάφον καί αλείψουν τόν Ιησούν.
2 Καί πολύ πρωί τής πρώτης ημέρας τής εβδομάδος έρχονται εις τό μνημείον τήν ώραν, πού ο υποκάτω από τόν ορίζοντα ανατέλλων ήλιος ήρχισε νά διαλύη τό πρωϊνό σκοτάδι. 3 Καί έλεγαν αναμεταξύ τους Ποίος θά μάς αποκυλίση τήν μεγάλην πέτραν από τήν είσοδον τού μνημείου;
4 Καί μόλις εσήκωσαν τά μάτια τους, είδαν, ότι είχε κυλισθή μακράν από τό μνημείον η πέτρα. Καί έλεγαν μεταξύ τους αυτά, διότι η πέτρα αυτή ήτο πολύ μεγάλη καί δέν ήτο εύκολον νά αποκυλισθή.
5 Καί μόλις εσήκωσαν τά μάτια τους, είδαν, ότι είχε κυλισθή μακράν από τό μνημείον η πέτρα. Καί έλεγαν μεταξύ τους αυτά, διότι η πέτρα αυτή ήτο πολύ μεγάλη καί δέν ήτο εύκολον νά αποκυλισθή.
6 Αυτός δέ τούς είπε Μή εκπλήττεσθε καί μή φοβείσθε. Ηξεύρω ποίον ζητάτε. Ζητάτε τόν Ιησούν τόν Ναζαρηνόν τόν εσταυρωμένον. Ανεστήθη. Δέν είναι εδώ. Ιδού, είναι αδειανό τό μέρος, όπου τόν έβαλαν.
7 Αλλά πηγαίνετε, είπατε εις τούς μαθητάς του καί ιδιαιτέρως εις τόν Πέτρον, πού έχει ανάγκην παρηγορίας καί βεβαιώσεως ότι συνεχωρήθη διά τήν άρνησίν του, ότι πηγαίνει προτήτερα από σάς εις τήν Γαλιλαίαν. Εκεί θά τόν ιδήτε, καθώς σάς είπε, προτού νά σταυρωθή.
8 Καί εκείναι, αφού εβγήκαν, έφυγαν από τό μνημείον. Τάς κατείχε δέ τρόμος καί ήσαν εκστατικαί. Καί δέν είπαν τίποτε εις κανένα, διότι εφοβούντο.