Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 11 – 16 – 11 Και εγένετο εν τώ εξής επορεύετο εις πόλιν καλουμένην Ναίν· και συνεπορεύοντο αυτώ οι μαθηταί αυτού ικανοί και όχλος πολύς.
12 ως δε ήγγισε τη πύλη της πόλεως, και ιδού εξεκομίζετο τεθνηκώς υιός μονογενής τη μητρί αυτού, και αύτη ην χήρα, και όχλος της πόλεως ικανός ην σύν αυτή. 13 και ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαγχνίσθη επ’ αυτή και είπεν αυτή· Μη κλαίε·
14 και προσελθών ήψατο της σορού, οι δε βαστάζοντες έστησαν, και είπε· Νεανίσκε, σοί λέγω, εγέρθητι.
15 και ανεκάθισεν ο νεκρός και ήρξατο λαλείν, και έδωκεν αυτόν τη μητρί αυτού. 16 έλαβε δε φόβος πάντας, και εδόξαζον τον Θεόν, λέγοντες ότι Προφήτης μέγας ηγήγερται εν ημίν, και ότι Επεσκέψατο ο Θεός τον λαόν αυτού.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Ζ´ 11 – 16
11 Και εις τον κατόπιν χρόνον συνέβη να πηγαίνη ο Ιησούς εις καποίαν πόλιν, που ελέγετο Ναΐν. Και επήγαιναν μαζί του οι μαθηταί του, οι οποίοι ήσαν αρκετοί, και πλήθος λαού πολύ.
12 Μόλις δε επλησίασεν εις την πύλην της πόλεως, και ιδού έβγαζαν έξω ένα πεθαμένον, που ήτο μονάκριβος υιός εις την μητέρα του, και αυτή ήτο χήρα μη έχουσα κανένα άλλον προστάτην. Και λαός πολύς από την πόλιν ήτο μαζί με αυτήν παρακολουθών με πολλήν συμπάθειαν την κηδείαν.
13 Και όταν την είδεν ο Ιησούς, την ελυπήθη, και βέβαιος περί του ότι μετ’ ολίγον ο υιός της θα ανεσταίνετο, της είπε· Μην κλαίς. 14 Και αφού επλησίασεν, ήγγισε το φέρετρον. Εκείνοι δε που το εβάσταζαν, εστάθησαν. Και είπεν ο Ιησούς· Νεανίσκε, εις σε ομιλώ· σήκω.
15 Και ο νεκρός ανεσηκώθη και εκάθησε ζωντανός επί του φερέτρου και ήρχισε να ομιλή. Και ο Ιησούς τότε τον έδωκεν εις την μητέρα του.
16 Εκυρίευσε δε φόβος όλους, διότι ησθάνοντο την παρουσίαν θείας δυνάμεως εν μέσω της αμαρτωλότητος και αναξιότητος αυτών. Και εδόξαζαν τον Θεόν και έλεγαν, ότι προφήτης μεγάλος ανεφάνη μεταξύ μας και ότι ο Θεός επεσκέφθη τον λαόν του διά να προστατεύση αυτόν.