Ευαγγέλιο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙϚ´ 19 – 31 – 19 Άνθρωπος δέ τις ην πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς.
20 πτωχός δέ τις ην ονόματι Λάζαρος, ός εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος 21 και επιθυμών χορτασθήναι από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου· αλλά και οι κύνες ερχόμενοι επέλειχον τα έλκη αυτού. 22 εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ· απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη.
23 και εν τώ άδη επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού. 24 και αυτός φωνήσας είπε· πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος και καταψύξη την γλώσσάν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη.
25 είπε δε Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες σύ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νύν δε ώδε παρακαλείται, σύ δε οδυνάσαι· 26 και επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν.
27 είπε δέ· ερωτώ ούν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου· 28 έχω γάρ πέντε αδελφούς· όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου. 29 λέγει αυτώ Αβραάμ· έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας· ακουσάτωσαν αυτών.
30 ο δε είπεν· ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις από νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. 31 είπε δε αυτώ· ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙϚ´ 19 – 31
19 Και διά να συνεχίσω την διδασκαλίαν περί της καλής χρησιμοποιήσεως του πλούτου, σας λέγω και την ακόλουθον παραβολήν. Υπήρχε κάποιος άνθρωπος πλούσιος και εφόρει βασιλικά ενδύματα. Απ’ έξω ενεδύετο μάλλινον ρούχον κόκκινον και πανάκριβον. Από μέσα δε εφόρει λευκόν χιτώνα πολυτελή από λεπτόν αιγυπτιακόν λινάρι. Και διεσκέδαζε εις πλούσια συμπόσια κάθε ημέραν μεγαλοπρεπώς. 20 Ήτο δε και κάποιος πτωχός, που ελέγετο Λάζαρος, ο οποίος ήτο πεταγμένος πλησίον της εξώπορτας του πλουσίου, γεμάτος από πληγάς.
21 Και επεθύμει να χορτασθή από τα ψίχουλα, που έπιπταν από το τραπέζι του πλουσίου. Αλλά σαν να μη έφθανεν η στέρησις αυτή, επειδή ήτο σχεδόν και γυμνός, ήρχοντο και οι σκύλοι και έγλυφαν τας πληγάς του. Παρ’ όλα δε αυτά ο Λάζαρος δεν έβγαλεν από το στόμα του ούτε την παραμικράν λέξη παραπόνου κατά του πλουσίου, η γογγυσμόν τινα κατά του Θεού.
22 Συνέβη δε να αποθάνη ο πτωχός και να μεταφερθή ούτος από τους αγγέλους εις τας αγκάλας του Αβραάμ, διά να εύρη ανάπαυσιν εις αυτάς εν μέσω του Παραδείσου. Απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη από τους ανθρώπους μεγαλοπρεπώς, χωρίς να φανούν πουθενά άγγελοι αγαθοί δι’ αυτόν.
23 Και εις τον τόπον του άδου εσήκωσε τα μάτια του, ενώ εβασανίζετο, και βλέπει τον Αβραάμ από μακρυά και τον Λάζαρον να είναι εις τους κόλπους του. 24 Και αυτός, που εις την γην τα είχεν όλα και δεν παρεκάλε κανένα να τον βοηθήση, εφώναξε τώρα και είπε· Πάτερ Αβραάμ, κάμε έλεος εις εμέ· λυπήσου με· και στείλε τον Λάζαρον να βάψη το άκρον του δακτύλου του εις το νερό και να δροσίση την γλώσσαν μου, διότι τυραννούμαι και πονώ μέσα εις αυτήν την φλόγα.
25 Είπε δε ο Αβραάμ· Παιδί μου, ενθυμήσου ότι σύ έλαβες με το παραπάνω τα αγαθά σου, όταν έζης εις την γήν. Και ο Λάζαρος ομοίως απήλαυσε τα κακά της δυστυχίας και της ασθενείας. Τώρα όμως εδώ ο Λάζαρος παρηγορείται δι’ αυτά, που συνεχώς άλλοτε υπέφερε, σύ δε πονείς και βασανίζεσαι χωρίς διακοπήν, όπως αδιάκοπος και συνεχής ήτο και η επί της γης ευτυχία σου.
26 Και εκτός από όλα αυτά, που σου είπα, έχει επί πλέον στηριχθή μεγάλο βάραθρον μεταξύ μας, ώστε εκείνοι, που θέλουν να περάσουν απ’ εδώ προς σάς, να μη ημπορούν να διαβούν, ούτε αυτοί, που είναι απ’ εκεί, να ημπορούν να διαπεράσουν προς ημάς. 27 Είπε δε ο πλούσιος· Αφού μετά θάνατον δεν υπάρχει πλέον ελπίς διά πάντα μη μετανοήσαντα κατά την επί γης ζωήν του, σε παρακαλώ λοιπόν, πάτερ, να στείλης τον Λάζαρον εις το σπίτι του πατέρα μου.
28 Διότι έχω πέντε αδελφούς· στείλε τον να τους βεβαιώση ως αυτόπτης μάρτυς περί αυτών, που συμβαίνουν εδώ, διά να μη έλθουν και αυτοί εις τον τόπον αυτόν της τιμωρίας και των βασάνων, που ευρίσκομαι εγώ. 29 Λέγει εις αυτόν ο Αβραάμ· Έχουν τον Μωϋσήν και τους προφήτας, που τους βεβαιώνουν δι’ αυτά. Άς ακούσουν εκείνους.
30 Εκείνος δε είπεν· Όχι, πάτερ Αβραάμ, δεν θα υπακούσουν εις τον Μωϋσήν και τους προφήτας. Εάν όμως κανένας από τους πεθαμένους ανθρώπους υπάγη εις αυτούς, θα μετανοήσουν.
31 Είπεν όμως εις αυτόν ο Αβραάμ· Εάν δεν έχουν την καλήν διάθεσιν να υπακούσουν εις τον Μωϋσήν και τους προφήτας, δεν θα πεισθούν και εάν ακόμη αναστηθή κάποιος εκ νεκρών· διότι, όταν η πρώτη των εντύπωσις εκ της αναστάσεως ταύτης παρέλθη, θα επανέλθουν πάλιν εις την προτέραν των σκληρότητα.